Στα shaker της Νέας Υόρκης

08 Μαΐου 2013
Ελένη Νικολούλια

Αν για κάποιους είναι μέρος της κουλτούρας τους να επισκέπτονται αξιοθέατα και μουσεία, για εμένα είναι να περνάω τα βράδια μου στα bars. Ακόμα καλύτερα, αν αυτά είναι στη Νέα Υόρκη! Άλλωστε, και αυτό κουλτούρα είναι και έτσι με δίψα για να μάθω “πως το κάνουν εκεί έξω στο Μεγάλο Μήλο” αλλά και με πίστη για τη δική μας, ελληνική bartending κοινότητα σημείωσα ορισμένα στοιχεία που με οδήγησαν σε ένα αισιόδοξο συμπέρασμα: Τα πάμε πολύ καλά!

Μετά λοιπόν από αρκετές ώρες έρευνας και μια “λίστα” με τα καλύτερα bars του Μανχάταν (πολλά ευχαριστώ στον Δημήτρη Κιάκο για αυτό) τα βράδια μου με έβρισκαν όλη την εβδομάδα άλλοτε σε speakeasy bars, άλλοτε σε ολοκαίνουρια, άλλοτε απλώς σε διαφορετικά.

Για αρχή, να σημειώσουμε πως πρόκειται πράγματι για μια πόλη που δεν κοιμάται ποτέ και που “γεννήθηκε” για να φιλοξενεί εκατομμύρια κόσμο από κάθε γωνιά του πλανήτη. Έτσι, η ποικιλία των επιλογών δεν θα μπορούσε παρά να είναι τεράστια και προς μεγάλη μου έκπληξη όχι και τόσο μακριά από τη δική μας πραγματικότητα.

Πρώτη στάση, στο Brooklyn. Μία ολοένα και πιο ανερχόμενη περιοχή, εκεί που χτυπά μια διαφορετική καρδιά της Νέας Υόρκης, ενδιαφέρουσα και hype με όλη τη σημασία της λέξης. Το Lucey`sLounge, βρίσκεται μεν σε κεντρικό δρόμο, ωστόσο παραμένει όμορφα κρυμμένο και με χαμηλό φωτισμό. Το bar του και ο εσωτερικός του χώρος είναι επίσης μικρός και δίνει σαφή έμφαση στα ποτά τα οποία φωτίζει με εσωτερικό φωτισμό πίσω από τα ράφια του. Τα χωρίζει σε τόσο ευδιάκριτες κατηγορίες στο στήσιμο τους, που ακόμη και να μην έχεις ιδέα μπορείς να καταλάβεις πια είναι τα πιο σπάνια ή τα πιο ιδιαίτερα και έτσι παραμερίζεις τις εμπορικές ετικέτες και ζητάς το Negroni σου φτιαγμένο “αλλιώς”. Η έκπληξη έρχεται σε αισθητά μικρότερη ποσότητα απ` ότι την έχεις συνηθίσει, και χωρίς πάγο, φτιαγμένη όμως με Genever, ένα spirit-κατηγορία από μόνο του και μάλιστα με εκείνο της Bols, ένα απόσταγμα που δεν ξέρω πως αλλιώς μπορώ να χαρακτηρίσω εκτός από finest σε αποτέλεσμα με μυρωδιές και γεύσεις από σίκαλη και καλαμπόκι να μεταμορφώνουν ουσιαστικά το αγαπημένο μου cocktail σε κάτι θεϊκό που εδώ σερβίρεται ως house συνταγή και ως παραλλαγή του classic κάτι που άλλοτε στο Lucey`s Lounge είναι πάντα το ζητούμενο. Στα plus, σημειώνω τη μικροσκοπική αυλή η οποία ενδείκνυται για καπνιστές, ενώ ως “παράπονο” θα σημείωνα την επιεικώς χαρακτηρισμένη ως άσχετη, σχεδόν rnb, σχεδόν pop, σχεδόν απερίγραπτου είδους μουσική.

Και απ` το Brooklyn μεταφερόμαστε στο Manhattan και στην πιο “πονεμένη” του περιοχή, την Financial District, στο νοτιότερο μέρος του νησιού και το νεότατο, μόλις 3 εβδομάδων DeadRabbit. Η ατμόσφαιρα παραμένει σκοτεινή, τα spirits βρίσκονται πάντα σε περίοπτη θέση και εδώ προσθέτουμε τον εντυπωσιακό σε μέγεθος και ποικιλία εξοπλισμό που αραδιάζεται στο bar. Ένα bar στο οποίο με το που κάτσεις ενημερώνεσαι πως στον επάνω όροφο λειτουργεί prive χώρος, άκρως ενδεδειγμένος για λίγους, με περισσότερες από 80 προτάσεις σε cocktails, με έξτρα service και παροχές, και γενικότερα τόσο σωστά “πουλημένος” που νιώθεις λες και εδώ που είσαι δεν σου αρέσει, λες και θες να κάνεις τα πάντα για να πας επάνω. Ακολουθούν εγκρίσεις και άδειες, παρακαλετά και αναμονή, ώσπου τελικά να φτάσεις σε ένα τόσο εντυπωσιακό, σε στήσιμο, bar που να νιώθεις πως άξιζε τον κόπο. Ο επάνω χώρος δεν έχει σχεδόν καμία διαφορά από τον κάτω σε ατμόσφαιρα και χρώμα, με μια γρήγορη όμως ματιά, βλέπεις πως στο ένα τραπέζι κάνουν tastings στα homemade punches (έτσι τα αποκαλούν αν και στα δικά μου τα μάτια ήταν απλώς 5 cocktails τα οποία μπορεί κανείς να δοκιμάσει σε ποσότητα διπλάσια από ένα σφηνάκι στην τιμή των 30 δολαρίων), στο άλλο τραπέζι να σερβίρουν καλωσόρισμα σε πορσελάνινα, όμοια με ποτηράκια του ελληνικού, cocktails-έμπνευση της στιγμής του bartender, και σε άλλα να χαζεύουν για ώρα τον πιο εντυπωσιακό κατάλογο που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, χωρισμένο σε κατηγορίες ανάλογα με τη γεύση που επιθυμεί κανείς να δοκιμάσει, που αριθμεί περισσότερα από 80 cocktails, και που αν θέλει κάποιος μπορεί να αγοράσει με 60 δολάρια. Το να αναφερθώ στα καλοφτιαγμένα δημιουργήματα των bartenders δεν είναι απαραίτητο, χρειάζεται όμως να σημειωθούν οι λεπτομέρειες που έκαναν τη διαφορά: Οι σερβιτόρες με τα κατακόκκινα φορέματα και τα ομοιόχρωμα κραγιόν, το service που ήταν τόσο πρωτόγνωρα γρήγορο και ευγενικό που ένας Έλληνας θα έβρισκε ακόμα και πιεστικό, τον υπεύθυνο του pr που πέρναγε και συζητούσε από όλα τα τραπέζια, και το κερασάκι στην τούρτα... το πριονίδι στο πάτωμα που μπορεί μέσα στο σκοτάδι να μην έβλεπες αλλά που η μυρωδιά του ήταν ίσως η ιδανικότερη για να συνοδεύσει το ποτό σου.

Επόμενο σταθμός, η 6th Avenue, στην περιοχή του East Village με στόχο να φτάσω στο πολύ διάσημο Death & Co με τις τόσες διακρίσεις και την αυστηρή πόρτα. Φυσικά, η πρώτη προσπάθεια από μέρους μου ήταν άκρως “ελληνική” και χωρίς κράτηση και έτσι χρειάστηκε (πάλι μετά από εγκρίσεις και άδειες, παρακαλετά και αναμονή) να περιμένω περίπου 2,5 ώρες ώστε να με καλέσουν να έρθω και πάλι ώσπου τελικά να μπω. Σε αυτές τις 2,5 ώρες λοιπόν άρχισαν να βγαίνουν κάποια συμπεράσματα. Η πόλη των 8 εκατομμυρίων ανθρώπων με τους άλλους τόσους τουρίστες σαφώς και σου δίνει απεριόριστες κυριολεκτικά εναλλακτικές για τον ίδιο σκοπό, κοινώς για να απολαύσεις το ποτό σου σε ένα ενδιαφέρον μπαρ.

Λίγα μέτρα πιο κάτω λοιπόν συναντά κανείς το τόσο σκοτεινό λες και είναι κρυμμένο AmoryAmargoστο οποίο δεν με προσέλκυσε τίποτα παραπάνω από την τζαμαρία του που ευκρινώς σου αναφέρει πως πρόκειται να μπεις σε ένα “bitters tasting room”. Είναι βλέπετε τόσες οι επιλογές και οι ανάγκες στο Manhattan που “παίρνει” να γίνουν πολλές επιπλέον εξειδικεύσεις, όπως ένα bar απόλυτα αφιερωμένο στα τόσο πολύτιμα και απαραίτητα bitters.

Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν εδώ τα classic cocktails τα οποία δεν αγαπούν τα twist στις εκδοχές τους. Ως διακοσμητικό στοιχείο αλλά και σε πρωταγωνιστικό ρόλο σαφώς και συναντάμε τα bitters τα οποία βρίσκονται όπου κι αν κοιτάξεις να σε σαγηνεύουν με τα μικροσκοπικά τους μπουκαλάκια, που άλλοτε σου υποδεικνύουν ότι φτιάχτηκαν στο Brooklyn, άλλοτε ότι ήρθαν από μια κουκκίδα της Καραϊβικής και άλλοτε ότι κάτι παρόμοιο δεν θα ξαναβρείς. Η μουσική και πάλι ήταν άσχετη, αυτή τη φορά κάπου μεταξύ Michael Jackson και late 90`s, αλλά αυτό μάλλον μόνο εμένα ενόχλησε.

Και ενώ η αναμονή για το Death & Co συνεχιζόταν, η επόμενη στάση ήταν στο “Μεξικό” ή μάλλον στην γευστική του πρεσβεία, το Mayahuel, το οποίο βρίσκεται μερικά βήματα πιο κάτω. Η τυπική διαδικασία που σου ζητούν ταυτότητες στην πόρτα για την ηλικία συνεχίζεται και εδώ όπως και σε οποιοδήποτε άλλο μπαρ, αλλά πλέον έχω τόσο έντονη αυτή την ευχάριστη ζάλη του αλκοόλ που για πρώτη φορά το να περιμένω για να μπω σε αμερικάνικο μπαρ επειδή με περνάνε για κάτω των 21, μόνο ως κολακευτικό το παίρνω. Μπαίνοντας στο διώροφο Mayahuel, η κυρίαρχη μυρωδιά αλλά και εικόνα είναι αυτή των μεξικάνικων πιάτων και καρυκευμάτων, που ωστόσο δένει τόσο αντιφατικά και αρμονικά με γοτθικά, κόκκινα βιτρό τζάμια και γκρι, σκούρες αποχρώσεις στον περιβάλλοντα χώρο. Ο κατάλογος είναι και εδώ εντυπωσιακός και δίνει σαφή έμφαση στις τεκίλες, ωστόσο μεγάλο μέρος του είναι αφιερωμένο και στα Mezcal τα οποία εδώ δημιουργούν ίσως τα πιο εντυπωσιακά Μεξικάνικα cocktails που έχω δοκιμάσει ποτέ. Στην περίπτωση του Mayahuel η μουσική είναι από ανεπαίσθητη ως εξαιρετικά αδιάφορη.

Το πολυπόθητο τηλεφώνημα κάπου εδώ έγινε και έτσι σε λίγα λεπτά πήρα το δρόμο πίσω για το Death & Co.

Το GinPalace βρίσκεται ακριβώς δίπλα του και είχε τεράστια ουρά ακόμη και στις 2 το πρωί, όμως ο μπλε σχεδόν φωσφορίζον φωτισμός του, οι ογκώδεις άντρες στην πόρτα και η εκκωφαντική ακόμα και απ` έξω rnb μουσική, σε τίποτα δεν με προδιέθεταν να θέλω να μπω εδώ, όσο σπάνια και ιδιαίτερα gin και να είχε στο bar του. Κρίμα.

Το Death & Co. λοιπόν καλωσορίζει τους επισκέπτες του με μια ευγενική κοπέλα στην πόρτα. Περνάς μια μαύρη κουρτίνα και μπαίνεις για ακόμη μία φορά σε ένα σκοτεινό, όχι μικρό, αλλά ούτε μεγάλο μαγαζί, στο οποίο ο φωτισμός και η διαρρύθμιση εστιάζει στο bar, ενώ τριγύρω του υπάρχουν τραπέζια τύπου booth. Στο εσωτερικό του μπαρ, δύο πιτσιρίκες πολύ καλά διαβασμένες και με καλό χέρι μου έφτιαξαν ίσως τα πιο ενδιαφέροντα και πρωτότυπα cocktails που είχα δοκιμάσει ως τώρα και που σαφώς με κάνουν να μιλώ για ένα εξαιρετικό bar – πρότυπο για τα παγκόσμια δεδομένα. Θα σταθώ μόνο σε δύο από τα cocktails που λάτρεψα για τη διαφορετικότητα του αποτελέσματός του, το πρώτο με oat whiskey, λικέρ από grapefruit (pamplemousse), φρεσκοστυμμένο λεμόνι, κανέλα, σιρόπι αγριοκέρασου και tiki bitters και φτιαγμένο shaken, αλλά και ένα ακόμη από την κατηγορία “Resurrection” (ήταν βλέπετε, Μεγάλο Σάββατο βράδυ και έπρεπε να βιώσω την “Ανάσταση”), φτιαγμένο με Playmouth Gin, St. Germain λικέρ, Creme Yvette (λικέρ βιολέτας με blackberries, raspberries, άγριες φράουλες και cassis, μέλι, φλούδες πορτοκαλιού και βανίλια) και φρεσκοστυμμένο λεμόνι.

Κλείνοντας, σαφώς κατέληξα σε ορισμένα συμπεράσματα τα οποία θα παραθέσω μεμονωμένα:

- Η πλειοψηφία των bars που επισκέφθηκα με σιγουριά πλέον μπορώ να πω πως δεν έχει κάτι που να αξίζει να ζηλέψει κάποιο ελληνικό bar. Οι τεχνικές είναι οι ίδιες, η δημιουργικότητα επίσης -για να μην πω πως η δική μας είναι μεγαλύτερη και θεωρηθώ υπερβολική, τα spirits πάνω κάτω κοινά, οι χώροι τους, όλοι γνώριμοι στα μάτια μου.

- Τα spirits σαφώς και σε ποικιλία διαφέρουν σε ό, τι αφορά τις ετικέτες τους. Αξίζει μάλιστα να σημειώσω πως σπάνια συναντούσα γνώριμη ετικέτα και μάλιστα πως ποτέ δεν δοκίμασα cocktail φτιαγμένο με κάποια από αυτές.

- Οι bartenders μου έδωσαν την αίσθηση πως ήταν άψογα διαβασμένοι αλλά πως το επίπεδό τους έφτανε μέχρι εκεί. Θέλω να πω πως η αίσθηση που μου δόθηκε από όλα, χωρίς εξαιρέσεις είναι πως κάποιος επιμελήθηκε τους εξαιρετικούς καταλόγους, κάποιος δίδαξε σωστά τους bartenders αλλά που τελικά δεν ήταν εκείνος που έφτιαχνε το αποτέλεσμα -το οποίο για να μην παρεξηγηθώ ήταν πάντα εξαιρετικό. Απλώς, σα να έλειπε μια μεζούρα πάθους όχι από το καθ` αυτό cocktail αλλά από την ατμόσφαιρά του.

- Η μουσική ήταν στην πλειοψηφία της άσχετη. Κανείς όμως δεν έδινε σημασία σε αυτό.

- Τα cocktails ποτέ, μα ποτέ (μα ποτέ) δεν ήταν γλυκά. Ό, τι κι αν δοκίμασα όσο γλυκά κι αν ήταν τα συστατικά τους, ποτέ δεν έφερναν στο στόμα αυτό το άθλιο, πάνγλυκο αποτέλεσμα που δυστυχώς στα μέρη μας ορισμένοι πιστεύουν πως ακόμη επικρατεί.

- Σαφώς ποτέ, μα ποτέ (μα ποτέ) δεν υπήρχε ίχνος “μοριακής” δημιουργίας, αφρού, μους, σφαίρας ή οτιδήποτε άλλου συστατικού ή τεχνικής που να αποδείκνυε πως στα “καλά” bars υπάρχει ενδιαφέρον για τα molecular. Ευτυχώς, γιατί αντιπαθώ τόσο αυτή την “τάση” στα cocktails, που νιώθω σα να δικαιώθηκα.

- Φυσικά οι γαρνιτούρες ήταν από ένα φύλλο βιολέτας, μέχρι μια φλούδα πορτοκαλιού, ή από ένα rim στο ποτήρι με κόκκινο πιπέρι, άντε το πολύ μέχρι ένα κερασάκι. Κακόγουστο μεν το κερασάκι, αλλά μέχρι εκεί έφτανε το “φορτωμένο” και κιτς της υπόθεσης.

- Κανένα από τα bars τα οποία επισκέφθηκα δεν ήταν καθαρόαιμο, με την έννοια ότι σε όλα υπήρχε και κατάλογος για φαγητό. Επίσης, σαφώς σε κανένα δεν μπορεί κάποιος να καπνίσει.

- Σε όλα τα bars, υπήρχε ξεχωριστό μέρος στον κατάλογο για τα punch τα οποία μετά από πολλαπλές ερωτήσεις κατέληξα στο συμπέρασμα πως πρόκειται απλώς για cocktails σε μεγάλη ποσότητα για μεγάλες παρέες. Ωραία ιδέα!

- Και για να πάω και στο δια ταύτα, τις τιμές, εδώ ένα παράπονο θα το σημειώσω, έστω και χωρίς να αναφερθώ σχολαστικά σε αυτό: Cocktail στο καλύτερο bar του Manhattan: 12 δολάρια. Cocktail στο καλύτερο bar της Αθήνας: 12 ευρώ...

 

Υ.Γ: Σαν συμπέρασμα κράτησα ότι οποιοδήποτε από αυτά τα bars και αν βρισκόταν στην Ελλάδα, δεν θα μου έκανε εντύπωση. Κάτι που αντιστοίχως σημαίνει πως οποιοδήποτε από τα καλά ελληνικά bars και αν βρισκόταν στο κέντρο του Manhattan, πάλι δεν θα μου έκανε εντύπωση. Η μόνη διαφορά είναι αυτό το “κάτι παραπάνω”, αυτό το άτιμο το marketing των Αμερικανών που θες να σε κρατά για ώρες σε μια ουρά δίνοντάς σου την εντύπωση πως ποτέ δεν θα μπεις, θες να πρέπει να ξέρεις κωδικό για να περάσεις, θες γιατί ο χώρος μυρίζει πριονίδι, θες γιατί ο κατάλογος είναι τόσο σωστά δομημένος που λες και υπήρχε ξεχωριστός προϋπολογισμός του budget για τη δημιουργία του... όλα σου έδιναν την αίσθηση πως ποτέ δεν θα ξαναδείς κάτι αντίστοιχο. Και όντως δεν θα ξαναδείς, ή έστω θα αργήσεις να δεις κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα.

Καλό ταξίδι...

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση

CUERVO PALOMA SPONSOR