Εννέα χρόνια λειτουργίας κλείνει το bistro Simul στο Κολωνάκι και ο ζεστός και μοντέρνος χώρος του μετρά ήδη αρκετές αλλαγές, όπως και το μενού, με κεντρικό πρόσωπο πάντα τον σεφ και συνιδιοκτήτη Νίκο Θωμά. Τα γήινα και φυσικά χρώματα κυριαρχούν στην κεντρική σάλα, με 10 τραπέζια στο χρώμα του ξύλου της κερασιάς, βελούδινες πράσινες καρέκλες και καναπέδες και αντί για πίνακες, οι τοίχοι να διακοσμούνται με δύο μεταλλικά installation. Τα μπρούτζινα φωτιστικά που κρέμονται από το ταβάνι σαν σωλήνες νερού δημιουργούν μια χαλαρωτική ατμόσφαιρα, κατάλληλη για φαγητό και συζητήσεις σε μια ήρεμη ατμόσφαιρα. Η δεύτερη, μικρότερη σάλα, όπου υπήρχαν τρία τραπέζια, έχει αλλάξει πρόσφατα και πλέον διαθέτει μόνο ένα μεγάλο, τύπου μοναστηριακό τραπέζι, για private dinner μπροστά από το πάσο της κουζίνας, ενώ προσφέρει και θέα από το μεγάλο, χαμηλό παράθυρο προς τον φωτισμένο, καταπράσινο κήπο. Η κάβα του εστιατορίου, της οποίας την ευθύνη έχει o head sommelier (και συν-ιδιοκτήτης), Τριαντάφυλλος Λούζης, επίσης δεν σταματά να εξελίσσεται και σήμερα περιλαμβάνει περίπου 250 ετικέτες κυρίως από τον ελληνικό αμπελώνα, χωρίς να απουσιάζουν σημαντικές φιάλες από την Ιταλία, την Αργεντινή, τη Γαλλία κ.ά. Επίσης, διαθέτει τον εντυπωσιακό αριθμό των 7 πορτοκαλί κρασιών, από Τήνο, Κεφαλονιά, Ξάνθη, Μυτιλήνη κ.λπ.
Εμφανείς είναι οι αλλαγές στο μενού, καθώς το a la carte περιορίζεται πλέον σε 13 πιάτα, 3 γλυκά και ένα πλατό τυριών, ενώ το μενού γευσιγνωσίας βρίσκεται στην πρώτη σελίδα του καταλόγου. «Έχουμε αποφασίσει, συν τω χρόνω, να σταματήσουμε το a la carte. Τα προηγούμενα χρόνια κάναμε 120 κουβέρ τις καθημερινές και 150 τα Σαββατοκύριακα. Το εστιατόριο όμως δεν ήταν στημένο για να λειτουργεί έτσι και ως εκ τούτου αποφασίσαμε να αλλάξουμε ρότα», εξηγεί στο FNL σεφ ο Νίκος Θωμάς. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα βγάλει ένα «στημένο» μενού υψηλής γαστρονομίας. Όμως εξηγεί, θα παραμείνει στην αρχική ιδέα που είχε με την Αλεξάνδρα Γασπαρινάτου (σύζυγός του και συν-ιδιοκτήτρια), για ένα bistro, με τεχνικά στοιχεία, πάντα όμως με τη γεύση σε πρώτο πλάνο. Έτσι, στους μελλοντικούς του στόχους είναι να καταργηθεί το alacarte, να μεγαλώσει λίγο το μενού γευσιγνωσίας που τρέχει σήμερα, να φτιάξει ακόμη ένα μικρότερο, όπως βέβαια και ένα vegetarian. Επίσης, το εστιατόριο δεν λειτουργεί πλέον τα μεσημέρια, πλην του Σαββάτου, που θα παραμένει ανοικτό.
Το μενού γευσιγνωσίας που είναι διαθέσιμο, και δοκίμασα, περιλαμβάνει 8 στάδια, pre-dessert και επιδόρπιο. Τα πιάτα πληθωρικά στα υλικά, πλούσια στη γεύση, με βάση την ελληνική πρώτη ύλη, αλλά και αρκετά ασιατικά -και όχι μόνο- «καλλωπιστικά», που άλλωστε είναι και η αδυναμία του σεφ. Εξαιρετικό ήταν το αβγό, με το οποίο και ξεκινούσε το μενού. Σερβιρισμένο σε ένα σκεύος-απομίμηση αβγού που έχει εκκολαφθεί, στη βάση του οποίου υπήρχε ένα τραγανό, φρυγανισμένο μπριός και ένα βραστό, μελάτο αβγό ορτυκιού, ενώ ο χώρος γέμιζε με αφρό από πατάτα και πράσο περασμένα στα κάρβουνα και στην κορυφή είχε χαβιάρι από το Ιράκ. Εντυπωσιακός ο αφρός, καθώς, παρά την επεξεργασία που είχαν υποστεί τα υλικά -και συνήθως είναι άνοστα- σε αυτήν την περίπτωση η πατάτα είχε κρατήσει τη γήινη γεύση της και το πράσο τη γλύκα του, ενώ η γευστική αίσθηση της σχάρας ήταν επίσης παρούσα. Το ταρτάρ από μοσχαρίσιο φιλέτο σιτεμένο για 60 μέρες, σωστά κομμένο ώστε να έχει δάγκωμα και για υγρασία συνοδευόταν από μαγιονέζα με αποξηραμένη παλαμίδα. Ως παρουσίαση θύμιζε σάντουιτς, καθώς ήταν τοποθετημένο σε δύο κομμάτια υγρής -δυστυχώς καθόλου τραγανής- βάφλας και στη βάση του πιάτου υπήρχε λίγη πάστα από νόρι.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πιάτα ήταν η καρμπονάρα από κουνουπίδι, που θύμιζε ριζότο καρμπονάρα, με το λεπτοκομμένο λουλούδι του κουνουπιδιού να έχει μαγειρευτεί μέσα σε κρέμα πεκορίνο-παρμεζάνας, κρόκο αβγού, τραγανό γκουαντσιάλε και λάδι τσίλι. Και ενώ οπτικά έμοιαζε σαν μία απλή, κρεμώδης παρασκευή, γευστικά είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: όσο τη μασούσα, τόσο απελευθέρωνε umami στο στόμα. Η γεύση είχε τόσο μεγάλη διάρκεια, που δεν ήξερα τελικά πότε θα πρέπει να καταπιώ τη μπουκιά μου. Σε υψηλό επίπεδο και το fusion αρνίσιο διπλό παϊδάκι στη σχάρα με πράσινο ταϊλανδέζικο κάρι, αρωματισμένο με κόλιανδρο, λάιμ, λεμονόχορτο, φύλλα καφίρ λάιμ κ.ά. Εδώ, λόγω της έντονης γεύσης χωριού, άφησα στην άκρη το savoir vivre, έπιασα το παϊδάκι με το χέρι και το ξεκοκάλισα.
Τα επιδόρπια του εστιατορίου έχει αναλάβει να επιμεληθεί και να δημιουργήσει ο pastry chef Γιώργος Δέδες και τα πρώτα δείγματα γραφής του είναι καταπληκτικά. Το pre-dessert με παγωτό μανιτάρι (πορτσίνι και σιτάκε), χώμα λευκής σοκολάτα και καφέ ήταν μια γευστική αποκάλυψη και εξυπηρετούσε ακριβώς το σκοπό για τον οποίο το είχε σερβίρει, ενώ η καραμελωμένη μηλόπιτα χωρίς βάση, με παγωτό καραμέλας και κρέμα ανγκλέζ με τόνκα, είχε τόση όση ζάχαρη πρέπει και ήταν ό,τι πιο όμορφο για να κλείσει ένα μενού γευσιγνωσίας με πολλές και διαφορετικές έντονες γεύσεις, αλλά και σωστή κλιμάκωση.
Info: Υψηλάντου 63, Κολωνάκι, τηλ.: 2107224737, τιμή: €80το μενού γευσιγνωσίας, (συν €50 με wine pairing), ανοιχτά καθημερινά 6:00 μ.μ.- 12:00 π.μ., Σάββατο 2:00 μ.μ.- 12:00 π.μ..
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση