Μεσημέρι Σαββάτου και, παρά τη σχετική ψύχρα, το μαγαζί ήταν γεμάτο, μέσα και έξω. Η Ιζαμπέλα, χαμογελαστή και φιλόξενη – ολόιδια, όπως τη θυμόμουν σ’ εκείνο το παλιό της μαγαζί, στο Ρέντη, με τον καταπράσινο, cult κήπο με τις μουριές του, τα λαμπιόνια του και το λευκό γαρμπίλι, μας καλοδέχτηκε και πάλι, όπως τότε. Η μόνη διαφορά αυτή τη φορά ήταν ότι στα ταγιαρισμένα, παλιομοδίτικα ποτηράκια της είχε σερβίρει λικέρ αρμπαρόριζας – βγαλμένο, θαρρείς από εκείνες τις δεκαετίες που τα σπιτικά λικεράκια ήταν απαραίτητο στοιχείο του τελετουργικού της υποδοχής.
Την ώρα που καταφτάνουν πια και οι τελευταίοι της παρέας το τραπέζι μας, κάτω από το προφυλαγμένο υπόστεγο, είναι ήδη γεμάτο πιάτα∙ λαχματζούν, μαντί, (τα «ραβιολάκια» με κιμά των λαών της Ανατολής), βραστά ιτσλί κεφτέ, σαν γιουβαρλάκια, τυλιγμένα με πλιγούρι, αλλά και μια σαλάτα ιτς επίσης με πλιγούρι, αρτυμένη με πετιμέζι ροδιού και δίπλα τους χούμους ρεβιθιού με ψωμί λαβάς, το αρμενικό flatbread, κομμένο και τυλιγμένο σε ρολάκια, σε δυο εκδοχές: όπως βγαίνει από το φούρνο και τηγανητό, σαρμαδάκια (ντολμαδάκια αμπελόφυλλο) με κιμά μοσχαρίσιο που μοσχοβολάνε μαϊντανό, δυόσμο και άνηθο… Γενικά τα πιάτα της μοσχοβολάνε από τα οικεία δε μας μυριστικά, αλλά και τον φρέσκο κόλιανδρο και τα τυπικά μπαχαρικά της Αρμενίας, που ενώ δηλώνουν ευθαρσώς την παρουσία τους, δεν επιβάλλονται. Επιτρέψτε μου, άλλη μια μικρή παρένθεση, απλώς για να απαντήσω σε όσους ισχυρίζονται ότι τα ίδια τα μπαχαρικά βαραίνουν το φαγητό: Όχι, αν χρησιμοποιούνται με γνώση, δεν το βαραίνουν. Το υπερβολικό τσιγάρισμα των κρεμμυδιών που συνδυάζονται με αυτά, όμως, μπορεί άνετα να τα βαρύνει.
Τα πιάτα μπαίνουν στη μέση και εξαφανίζονται πριν προλάβεις να πεις « barev! » (γειά). Κάποιοι τα συνοδέψαμε με αρμενικά κρασιά και οι άλλοι, που προτιμούν την μπίρα, παρήγγειλαν την αρμενική lager, Kilikia. Προς το τέλος, βέβαια, τιμήσαμε και τις τσικουδιές από την Κρήτη, την ιδιαίτερη πατρίδα του Στέλιου Κοπανάκη, συζύγου της Ιζαμπέλας και άξιου ψήστη. Και αυτό το «άξιος», εκείνη τη μέρα σκέφτηκα με «πόνο ψυχής», καθώς δεν παραγγείλαμε ούτε ένα από τα εξαιρετικά του χοροβάτς, τα σουβλάκια που μαρινάρει (μοσχοβολάνε rehan, είδος πλατύφυλλου, σκουρόχρωμου βασιλικού, που, οπως λένε, κατάγεται από την Περσία) και τα ψήνει μόνος του, στον πήλινο αρμενικό τους φούρνο (τονίρ).
Θα πρέπει να διευκρινίσω, όμως, ότι ενδέχεται αυτές οι νοστιμιές που παράθεσα να μην μας άγγιζαν τόσο, αν δεν συνδυάζονταν με τη φιλόξενη διάθεση της χρυσοχέρας μαγείρισσας Ιζαμπέλας, του γιού της Αγκόπ και τη μαεστρία του Στέλιου Κοπανάκη.
Φεύγοντας, συζητούσαμε ότι δυο τρεις από την παρέα - που το μόνο που γνώριζαν μέχρι εκείνο το Σάββατο από την αρμενική κουζίνα ήταν η λέξη «παστουρμάς» - με ακόμα μια επίσκεψη στην Ιζαμπέλα, θα μας «βάζουν τα γυαλιά» στα μαγειρικά trivial, έτσι που εμπέδωσαν τα πιάτα. Και…Ναι - το είπαν εξάλλου - θα ξαναγύριζαν, ευχαρίστως, στη Δραπετσώνα για ένα τόσο «συνοπτικό» ταξίδι προς την Αρμενία.
Info: Αναπαύσεως 36 και Σπάρτης, Δραπετσώνα, τηλ. 215 5056083 και κιν. 6934867280, ανοιχτά: Τρίτη – Παρασκευή: 17:00μ.μ. - 23:00, Σάββατο: 14:00 - 23:00 και Κυριακή: 14:00- 18:00, τιμή: € 25-35
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση