Η οινοποσία ως παιχνίδι και ως πρόκληση

15 Φεβρουαρίου 2012
Δάφνη Μοντεσάντου

-«Σκουτελοβαρίχνω σου»

-«Αντιστέκομαι σου»

. Σου χτυπώ το σκουτέλι, το κύπελλο ή το βαθύ πιάτο, δηλαδή. Σου προβάλω αντίσταση, έτσι λένε στην Κρήτη, όταν τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Με είχαν προειδοποιήσει. Δεν γίνεται να αρνηθείς την κούπα που θα σου στείλουν. Καλύτερα να μην πας καθόλου ή να καθίσεις μαζί με όσους δήλωσαν πως δεν πίνουν. Την άλλη μέρα μόνο, που αισθάνθηκα κάπως βαρύ το κεφάλι μου, θυμήθηκα την παροιμία του γέροντα που έλεγε πως «όποιος δε θέλει χτύπους στο χαλκιδιό* δεν πάει».

Ήθελα όμως να καταλάβω. Δεν με ενδιέφερε να κρίνω. Είχα ακούσει πολλά για την κρητική οινοποσία και την πρόκληση της ανταλλαγής της κούπας, του νεροπότηρου δηλαδή, που γεμίζουν με κρασί, (προ)καλώντας κάποιον από την παρέα να το πιεί. Δεν μου έφτανε να γνωρίζω απλά τους κανόνες του παιχνιδιού, χρειαζόταν να κατανοήσω από πού πήγαζε και τι σήμαινε αυτή η κρητική συνήθεια. Δεν ξεκινούν με την πρόθεση να μεθύσουν κανέναν, όπως πιστεύουν οι απέξω. Μιμούμενοι τον συμποσιάρχη των αρχαίων συμποσίων, επιδιώκουν να ορίσουν πόσο πρέπει και αντέχει να πιεί κανείς για να συμμετέχει στο «αγώνα» τους. Η παρέα μαζεύεται σε κάποιο σπίτι ή στην ταβέρνα. Σκοπός της είναι να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουν.

Όταν φτάσουν στις «κούπες», υπάρχει τελετουργικό, που ακολουθείται από τους όλους συμμετέχοντες και το οποίο, στην ουσία, αποσκοπεί να τους φέρει όλους στο αυτό επίπεδο ευθυμίας. Ένας «κεραστής» σηκώνεται πρώτος, γεμίζει το ποτήρι του και πίνει με μιας, μονοκοπανιά, μια γεμάτη κούπα κρασί. Τότε και μόνο τότε, έχοντας κατεβάσει τη δική του κούπα, ξαναγεμίζει το ίδιο κοινό πια ποτήρι και «περνάει την κούπα» σε κάποιον, ονοματίζοντας τον με μια πρόποση του τύπου «Στην υγειά σου, Μάρκο» ή «Στην αφεντιά σου, Μιχάλη» ή απλά λέγοντας «καλώς σε, Σήφη». Κι ο Μάρκος, ο Μιχάλης ή ο Σήφης, από απέναντι, απαντάει «Καλώς να σε βρω» και την πίνει κι αυτός με μιας, άσπρο πάτο, όπως λέμε. Τώρα είναι σε αυτόν η κούπα κι είναι σειρά του να διαλέξει σε ποιόν θα την «πέ(μ)ψει». Συνήθως επιλέγεται πρώτα όποιος κριθεί ότι δεν πίνει αρκετά, όποιος είναι επικριτικός. Σκοπός τους είναι να τον βάλουν κι αυτόν στο χορό.

Ο πρώτος κανόνας λέει πως δεν νοείται να καλέσεις κάποιον που σε κάλεσε μόλις πριν λίγο. Γιατί, επαναλαμβάνω, ο σκοπός δεν είναι να μεθύσεις, αλλά να αντέξεις και να ευθυμήσεις. Η κούπα δεν είναι ούτε κόντρα, ούτε «εκδίκηση», είναι η πρόκληση μιας διαφορετικά εννοούμενης λεβεντιάς, όπως και οι μπαλωθιές. Είναι η έκφραση της υπερβολής, όπως την περιέγραψε και ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά του, αλλά έχει και τους δικούς της κανόνες. Για αυτό θεωρώ εντελώς περιττό να προσπαθήσω να αναλύσω, με τους όρους του ανθρώπου της πόλης, τις συμπεριφορές ενός τόπου, αγνοώντας τα ήθη και τη νοοτροπία των ανθρώπων του Παρόλα όσα λέγονται, εξάλλου, όποιος θέλει να βγει από το συμποτικό αυτό παιγνίδι δεν έχει παρά να δηλώσει «βίκο», που σημαίνει δεν πάει άλλο.

Ωστόσο οι γυναίκες, οι γέροντες και γενικότερα ο λεγόμενος «άμαχος πληθυσμός» νομιμοποιούνται να μη λάβουν μέρος στον αγώνα. Μερικές φορές αρκεί να συμμετέχουν, ακολουθώντας τα δικά τους μέτρα. Δεν πίνουν κούπες «ξυραφάτες» (γεμάτες μέχρι τα χείλη του ποτηριού), παρά πίνουν από μικρά κρασοπότηρα, μόνο για τη χαρά της συμμετοχής στο γλέντι κάποιου γάμου ή κάποιας βάφτισης. Του λόγου το αληθές αποκαλύπτει η ακόλουθη μαντινάδα που έφερε στην Κρήτη, ο Μουντάκης από την Κάρπαθο κι έκτοτε παίζεται με μικρές ίσως παραλλαγές: «Τίνος είναι η κούπα η μονοβασιά μην είναι του Μιχάλη, του μπέη, του πασά.΄ πιες τη κόρη πιες τη και βρες τη διπλανή σου που κάθεται μαζί σου» αντί του κλασικού «Πιε τη γιε μου, πιε τη και ξαναγέμισέ τη και βρες στο γείτονά σου που κάθεται κοντά σου. Ας την ανεβάσουμε στα επουράνια κι ας την κατεβάσουμε στα καταχθόνια. Δώσ’ της μια να πάει κάτω για να βρει η κορφή τον πάτο, πάτο, πάτο Άδειασε μας το ποτήρι και μας χαλάς χατίρι Δώσ’ της μια να πάει κάτω για να βρει η κορφή τον πάτο, πάτο, πάτο πιε το, πιε το, το ποτήρι και δεν κάνουμε χατήρι.

*Χαλκιδιό = σιδηρουργείο

 

Σ(κ)ουφιχτά μακαρούνια
(Χειροποίητα ζυμαρικά από το Λασίθι, που καταναλώνονται οπωσδήποτε την Κυριακή της Τυρινής)

 

Υλικά για τη ζύμη

500 γρ. αλεύρι (ή 350 γρ. αλεύρι ολικής άλεσης και 150 λευκό αλεύρι, για όλες τις χρήσεις)
225-250 ml νερό
1 κ. κ. αλάτι
3 κ. σ. ελαιόλαδο

Για τα μακαρόνια

  • 2, 5 λίτρα καλά αλατισμένο νερό ή ζωμό από κρέας
  • 1-2 κ. σ. ελαιόλαδο (προαιρετικό)
  • 180 γρ. ξερό ανθότυρο, τριμμένο
  • 3-4 κ. σ. βούτυρο ή στακοβούτυρο
  • φρεσκοτριμμένο πιπέρι

Βάζετε σε μια λεκανίτσα το αλεύρι, το νερό, το αλάτι και το ελαιόλαδο και τα ζυμώνετε. Αφήνετε τη ζύμη να σταθεί για 1 περίπου ώρα και στη συνέχεια την πλάθετε σε κορδόνια για να φτιάξετε τα μακαρόνια. Το φάρδος κάθε κορδονιού πρέπει να είναι περί τα 3 εκ. και το μήκος του γύρω στα 15 εκ ώστε να το κόψετε στα τρία. Μόλις τα κόψετε, πιέζετε το κάθε κομμάτι του κορδονιού με τα ακροδάχτυλα σας. Έτσι θα σχηματιστεί μια μικρή κοιλότητα στο κέντρο του και καθώς οι άκρες του θα στρίψουν προς τα μέσα (θα σ(κ)ιουφίσουν, στα κρητικά), το μακαρόνι θα πάρει ένα σχήμα, που θα θυμίζει το «μασουράκι» της κανέλλας ή μια μικρή βαρκούλα. Πασπαλίζετε τα μακαρόνια με αλεύρι και τα αφήνετε να στεγνώσουν, πάνω σε μια ελαφρά αλευρωμένη πετσέτα, για 1-2 ακόμα ώρες.

Στη συνέχεια τα βάζετε σε ένα κόσκινο και τα κοσκινίζετε, πριν τα ρίξετε στον καυτό ζωμό κρέατος ή στο αλατισμένο νερό για να τα βράσετε. Χρειάζονται αρκετό βράσιμο, μέχρι να ανέβουν στην επιφάνεια του νερού. Ανάλογα με το αλεύρι που χρησιμοποιήσατε, υπολογίζετε από 25-30 λεπτά και φροντίζετε να τα ανακατεύετε συχνά για να μην κολλήσουν μεταξύ τους. Για αυτό εξάλλου πολλοί προσθέτουν και 1-2 κουταλιές ελαιόλαδο, όταν τα βράζουν μόνο σε νερό. Δεν τα σουρώνετε. Τα βγάζετε με τρυπητή κουτάλα, για να κρατήσουν λίγο από το νερό τους, τα μοιράζετε στα πιάτα, τα περιχύνετε με καυτό βούτυρο ή στακοβούτυρο και τα πασπαλίζετε αμέσως με το τυρί και το φρεσκοτριμμένο πιπέρι. Τα σερβίρετε αμέσως, καυτά.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση