ΩΜέγας Τίγρης του Νυμφαίου

23 Ιουνίου 2021
Θάλεια Τσιχλάκη
Αναρωτηθήκατε ποτέ τι είναι αυτό που «προσθέτει αξία» σε όσα κάνουμε, σε όσα ζούμε, σε όσα γευόμαστε; Έχετε σκεφτεί ποτέ τι θα ήταν το φαγητό, χωρίς τους μύθους του; Και τι θα ήταν οι μύθοι χωρίς τους ήρωες τους; Με έναν τέτοιο «ήρωα» των αστικών μύθων της συμπρωτεύουσας συναντήθηκα τις προάλλες στο Νυμφαίο.
  • ΩΜΕΓΑΣ ΤΙΓΡΗΣ ΤΟΥ ΝΥΜΦΑΙΟΥ | Θέματα

Κάποιο μεσημέρι φτάνεις στην πλατεία ενός χωριού κι έτσι, χωρίς πληροφορίες και χωρίς κάποιον αποχρώντα λόγο, επιλέγεις να καθίσεις σε ένα εστιατόριο για φαγητό. Κάτι σε σπρώχνει. Μπορεί να είναι το όνομα του μαγαζιού, η θέση του, οι μυρωδιές που αναδίδει ο αέρας. Δεν έγινε έτσι τούτη τη φορά στο Νυμφαίο. Συμμετείχα σε δημοσιογραφική «αποστολή» και το εστιατόριο το είχε επιλέξει ο διοργανωτής της, Γιώργος Ζαρζώνης. Κι όμως, πλησιάζοντας στην είσοδο του μεζεδοπωλείου- τσιπουράδικου Ωμέγας Τίγρης μέσα μου ήξερα πως αυτό θα είχα διαλέξει κι εγώ.

Η μικρή πλατεία γύρω μου δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου. Ακόμα και τώρα που γλύκανε ο καιρός και τα μαγαζιά στρώνουν πια τραπέζια έξω, με ομπρέλες και ξύλινες, pliantes πολυθρόνες, όλα σε τούτο το ορεινό βλαχοχώρι μοιάζουν να αναπαραγάγουν την εικόνα της παλιάς Νιβέστα, που βλέπουμε στις μαυρόασπρες καρτ-ποστάλ.

Στην πόρτα του ένας άνδρας, προφανώς ο ιδιοκτήτης, μας περιμένει με τα χέρια του σταυρωμένα στο ύψος του στήθους του. Τον αναγνωρίζω. Είναι ο γνωστός Θεσσαλονικεύς επιχειρηματίας Δημήτρης Νούλης. Απαράλλακτα ευθυτενής, λιπόσαρκος, με το ίδιο πάντα αχνό κι ευγενικό χαμόγελο, όπως τότε που τον πρωτοείδα στο Belair. Μοναδική διαφορά το πολύχρωμο, πλεκτό καλπάκι του, κάτι ανάμεσα σε καλυμμαύχι κληρικού και σκουφάκι μοναχού, μοιάζει να τον συνδέει με τον τόπο και τον δρόμο που ακολούθησε έκτοτε.

Η παρουσία του Δημήτρη Νούλη ως εστιάτορα στο Νυμφαίο με γυρίζει χρόνια πίσω, προξενώντας μου και μια απροσδιόριστη αλεξιθυμία. Υπήρξε, βλέπετε, ο άνθρωπος που μαζί με τους αδελφούς Κώστα και ∆ηµήτρη Αθυρίδη άλλαξαν πολλά στην εστιατορική σκηνή της Θεσσαλονίκης. Καταρχήν δημιούργησαν, στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το μπαρ Vogatsikou 3, το θρυλικό Belair, το πιο σημαντικό μπαρ-εστιατόριο των 80’s στη Θεσσαλονίκη. Και όχι μόνο. Για να φρεσκάρω τη μνήμη όσων τα γνώρισαν, θα αναφέρω και τα άλλα τους εστιατόρια: το Ermis Μeze στη Ρογκότη, το Μπέχτσιναρ και την Αίγλη, στο Yeni Hamam της οδού Κασσάνδρου. Ήξερα πως σπούδασε οικονομικά στο L.S.Ε., στο Λονδίνο, είχα δει τους ζωγραφικούς του πίνακες και γνώριζα το μεράκι του για τη φωτογραφία και το γράψιμο. Είχα μάθει πως αυτός, ο bon vivant πολίτης του κόσμου το 1999 παράτησε τα πάντα στη Θεσσαλονίκη για να εγκατασταθεί στο Λαιμό Πρεσπών, όπου έκτισε και λειτούργησε το ξενοδοχείο "Λιακωτό". Εκεί αφοσιώθηκε επιτέλους στη ζωγραφική. Μετέτρεψε, λένε, τους κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου σε μόνιμη έκθεση.

Να που τον συναντούσα ξανά, τόσα χρόνια μετά, σε τούτο το λιλιπούτειο μεζεδοπωλείο που άνοιξε τον Απρίλιο 2019 εδώ, στην πλατεία του Νυμφαίου. Ένα ιδιοσυγκρασιακό, θα έλεγα, all day χώρο που λειτουργεί από το πρωί, σερβίροντας καφέ και αναψυκτικά κι αργότερα μετατρέπεται σε μεζεδοπωλείο και προσφέρει τους μερακλίδικους μεζέδες, τους οποίους ο Δημήτρης Νούλης φτιάχνει μόνος του – τυχαίο;


Ενθουσιάστηκα με τον παστό του κορήγονο (Coregonus lavaretus), ένα είδος σολομονοπέστροφας που έχει εισαχθεί µε επιτυχία στη λίμνη Βεγορίτιδα, το οποίο μετά το πάστωμα του, θα σας θυμίσει γλυκιά, πολίτικη λακέρδα. Μου άρεσε το αυγοτάραχο γριβαδιού, αλλά και ο χειροποίητος καβουρμάς κι ο παστουρμάς. Όσο για τη λούζα του, ανταπεξέρχεται μια χαρά στο ρόλο της, σερβιρισμένη δίπλα στα άγρια χόρτα.

Στο μικρό του κατάλογο θα βρείτε ακόμα το ζουμερό κι υπέροχα ψημένο πρόβειο κοντοσούβλι του, το οποίο «επιβάλλεται» να συνοδέψετε με τις «πατάτες βουνού» (σαν rissolées) και τα ντόπια κεμπάπτσινα (κεμπάπ φτιαγμένα με ένα μείγμα μοσχαρίσιου κιμά με κιμά από ζυγούρι, κύμινο και μοσχοκάρυδο), τα οποία σερβίρει με γιαούρτι και πάπρικα. Πέρα από το φαγητό, τα τσίπουρα, τα κρασιά και τις πραγματικά πολύ λογικές τιμές του (από 3-10 €, το πιάτο) θα σας κερδίσει, πιστεύω, το απαράμιλλο και διακριτικό στιλ του ιδιοκτήτη, ο οποίος γνωρίζει όσο λίγοι τι σημαίνει φιλοξενία. Αν συνηθίζετε να κλείνετε το γεύμα σας με κάποιο digestif, θα πρότεινα να δοκιμάσετε το δροσιστικό και πολύ ξεχωριστό ομπόζο του Τίγρη, ένα τοπικό ποτό από άνθη κουφοξυλιάς (σαμπούκου).

Info: Πλατεία Νυμφαίου, τηλ. 694 628 7057, Λειτουργεί: Πέμπτη – Σάββατο 09:00 -12:00 και Κυριακή 09:00 -17:00

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση