Θα ξεκινήσω με μια ταπεινή ομολογία: δεν πήγα στο Cookoovaya πριν ανοίξει, ούτε καν την πρώτη μέρα που άνοιξε… άργησα, πήγα τη δεύτερη! Ήθελα, βλέπετε, να του δώσω χρόνο να στρώσει.
Ας αφήσω την πλάκα όμως. Η αλήθεια είναι ότι όταν πρωτοέμαθα για το project ενθουσιάστηκα και φυσικά προβληματίστηκα για το πρωτοφανές της συνεργασίας πέντε σεφ-δημιουργών με διαφορετικές απόψεις και κουζίνες σε ένα εστιατόριο. Όλα όμως κρίνονται στη υλοποίηση και όχι στις προθέσεις ή στους προβληματισμούς άλλων και στην υλοποίηση η κολεκτίβα των πέντε (όπως λέω εγώ τους: Σπύρο & Βαγγέλη Λιάκο, Νίκο Καραθάνο, Περικλή Κοσκινά και Μάνο Ζουρνατζή) ξεκίνησε με γκολ από τα αποδυτήρια!
Καταρχήν θα πω ότι είναι πολύ έξυπνη ιδέα που έβαλαν έναν έκτο σεφ, τον Σπύρο Παυλίδη (ex-Moouu & ex- Vezene) σε ρόλο «επικεφαλής» να τους συντονίζει και να αφομοιώνει τις ιδέες τους. Κατά δεύτερον κατάφεραν να συντονιστούν πλήρως προς μια γαστρονομική κατεύθυνση αφήνοντας κατά μέρος εγωισμούς, βεντετισμούς κλπ. Και με αυτό αναφέρομαι κυρίως στον Νίκο Καραθάνο που μαγειρικά ήταν πιο μακριά από τους άλλους τέσσερις, όπως τον γνωρίσαμε μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Η κουζίνα του Cookoovaya δεν έχει καμία σχέση και επαφή με την έντεχνη, ακριβή και εκλεπτυσμένη κουζίνα του Καραθάνου στην Hytra. Αντίθετα πλησιάζει περισσότερο σε ένα μίγμα Κοσκινά και αδελφών Λιάκου που όμως μπολιάζεται από ενέσεις τεχνικής από τον Καραθάνο, ενισχύεται από τον εκπληκτικό εξοπλισμό του εστιατορίου (σχάρα, φούρνος, rotisserie είναι έργα τέχνης) και βέβαια στηρίζεται στο sourcing των υλικών που τολμώ να πω ότι ήταν και η βάση που –καταρχήν- ένωσε τους πέντε μαγειρικά.
Και μετά από όλα αυτά ας περάσουμε στο εστιατόριο. Άλλωστε το Cookoovaya καταρχήν είναι εστιατόριο, δεν είναι ούτε διακήρυξη ιδεών, ούτε ινστιτούτο γαστρονομίας. Και μάλιστα είναι ένα μεγάλο, ανοιχτόκαρδο, φιλόξενο, θερμό εστιατόριο που φιλοδοξεί να ταΐζει μεσημέρι και βράδυ από 200 ανθρώπους τη φορά! Είναι λοιπόν από την φύση του και εξ ορισμού ένα «δημοκρατικό» και –με την καλή έννοια- μαζικό εστιατόριο. Σε αυτό το σημείο να πω ότι αξίζουν συγχαρητήρια στον αρχιτέκτονα Στέφανο Ψυλλάκη (ιδιοκτήτη του θαυμάσιου μπαρ CV Distiller που σύντομα μετακομίζει εκεί απέναντι) που κατάφερε να δημιουργήσει έναν υπέροχο νέο-αστικό χώρο όπου τα πάντα είναι μελετημένα και τίποτα δεν είναι εξεζητημένο, έναν χώρο θερμό και φιλόξενο όπου πρωταγωνιστεί η γαστρονομία και η τεράστια, μακρόστενη ανοιχτή κουζίνα είναι ταυτόχρονα η καρδιά και η θεατρική σκηνή του εστιατορίου.
Το μενού είναι χωρισμένο σε «μαγειρικές» κατηγορίες και ενθαρρύνει την κατάργηση του πρώτου-δεύτερου επιστρέφοντας στο παραδοσιακό ελληνικό μοίρασμα. Δοκίμασα πολλά πιάτα και θα ξεκινήσω λέγοντας ότι εντυπωσιάστηκα από το πόσο έτοιμο μοιάζει ήδη το εστιατόριο από τις πρώτες του μέρες! Τα πάτα δεν «φωνάζουν», δεν στοχεύουν στον εντυπωσιασμό αλλά στην βαθιά ικανοποίηση και με αυτή την έννοια είναι αφενός πολύ ώριμα και αφετέρου πολύ φιλικά στον μέσο καταναλωτή, ικανοποιώντας παράλληλα και τον πιο ψαγμένο. Πολλά έχουν μέσα τους μια ανατρεπτική ιδέα ή ένα υλικό-κρυφό χαρτί, παράδειγμα το υπέροχο βοδινό καρπάτσιο που έρχεται με μια ανάλαφρη μαγιονέζα με καπνιστό χέλι (απίθανο ταίριασμα) και μερικές ρίζες σπανακιού απίστευτης έντασης και φινέτσας. Ή το τηγανιτό χοιρινό που είναι στην πραγματικότητα μια εκπληκτική κροκέτα από πηχτή που συνοδεύεται από ένα ποσαρισμένο αβγό (ήθελε μια ιδέα περισσότερο ποσάρισμα για να είναι τέλειο) και συνοδεύεται από πατατοσαλάτα με αρωματικά και μια βνεγκρέτ μουστάρδας. Κάποια πιάτα είναι αριστουργηματικά όπως τα «μακαρόνια», ένα χοντρό «κοχύλι» σε άψογο al dente γεμιστό με μοσχάρι και χοιρινό με μια αρωματική σάλτσα τρούφας, άλλα είναι απλά γευστικότατα αλλά χρειάζονται λίγη δουλειά ακόμη για να φτάσουν στο επίπεδο του υπόλοιπου μενού όπως το κατσικάκι με τραχανά. Να πω τέλος ότι υποκλίνομαι στην κορυφαία χορτόπιτα, στα απίθανα σουβλάκια από μαύρο χοίρο με την συναρπαστική, χειροποίητη, τραγανή πίτα αλλά και στα καλούδια της σούβλας που για την ώρα δοκιμάζονται και περιφέρονται ως treats εκτός καταλόγου^ αν πετύχετε το κοντοσούβλι θα καταλάβετε τι εννοώ.
Το στοίχημα του Cookooovaya είναι -μεταξύ άλλων- να μας δώσει τέτοιες εκδοχές αγαπημένων πιάτων όπως η χορτόπιτα ή το κοντοσούβλι που να πείσουν και τον πιο διστακτικό ή αυτόν με την πιο μερακλού μητέρα ότι εδώ είναι καλύτερα. Και αυτό το στοίχημα το πέτυχαν ήδη από την πρώτη μέρα!
Σε καλό επίπεδο κινούνται και τα γλυκά στα οποία έχει βάλει περισσότερο το χέρι του ο Μάνος Ζουρνατζής. Βρήκα πολύ καλή την τάρτα αχλάδι και το προφιτερόλ και ανυπομονώ να δοκιμάσω την τρούφα που τόσο την μελέταγα τον τελευταίο καιρό και την βρήκα στο μενού εδώ. Η λίστα των κρασιών είναι πολύ καλή, σε πολύ σωστές τιμές αλλά και ορισμένες ελλείψεις και ενώ δεν βρίσκω παράλογη την έλλειψη σομελιέ θα ήθελα τόσο εκπαιδευμένο το σέρβις στο κρασί όσο είναι και στο φαγητό.
Το Cookoovaya είναι ήδη ένα σημαντικό, πέρα από πολύ καλό, εστιατόριο. Και τηρουμένων των αναλογιών μου θύμισε τα εμβληματικά St. John’s & Hix στο Λονδίνο …είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο που έπαιξαν εκείνα στον προσδιορισμό της σύγχρονης βρετανικής κουζίνας, για την ελληνική. Ξεκινάω με ένα επτά στα δέκα και πολύ σύντομα το βλέπω να κατακτά το επόμενο σκαλοπάτι. Μπράβο τους!
Η μεσημεριανή λειτουργία θα ξεκινήσει σε μερικές μέρες.
Φωτογραφίες Νίκος Μπουζιτσέπης
- Cookoovaya
- Τηλέφωνο: (+30) 210 7235005
- Διεύθυνση: Χατζηγιάννη Μέξη 2Α, Παγκράτι, Χίλτον, Αθήνα
- Ιστοσελίδα: http://cookoovaya.gr/el/
- Ανοιχτά: καθημερινά, μεσημέρι-βράδυ
- Τιμή ανά άτομο (€)*: 70 - 100
- * οι τιμές υπολογίζονται κατ' άτομο με πρώτο, κύριο και γλυκό συν κουβέρ, νερό αλλά και μισό μπουκάλι κρασί ή μια μπύρα ανάλογα και το στιλ του εστιατορίου κάνουμε δηλαδή μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το πραγματικό κόστος ενός πλήρους γεύματος
- 0 - 4
- Κακό
- 4.5 - 5
- Μέτριο
- 5.5
- Αποδεκτό
- 6 - 6.5
- Καλό
- 7 - 7.5
- Πολύ Καλό
- 8 - 8.5
- Εξαιρετικό
- 9 - 10
- Άριστο
0 - 4 | 4.5 - 5 | 5.5 | 6 - 6.5 | 7 - 7.5 | 8 - 8.5 | 9 - 10 |
Κακό | Μέτριο | Αποδεκτό | Καλό | Πολύ Καλό | Εξαιρετικό | Άριστο |
*«βελάκι-σύμβολο»: το βελάκι προς τα πάνω, δεξιά από τον βαθμό, αν εμφανίζεται, συμβολίζει εστιατόριο που είναι κοντά στο να ανέβει το επόμενο βαθμολογικό σκαλοπάτι. |
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση
Η "κουκουβάγια" δεν είναι "γκουρμέ" αλλά είναι ένα καλό εστιατόριο. Το ζήτημα είναι το πόσοι μπορούν πραγματικά, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, να αντιληφθούν το πόσο καλά υλικά χρησιμοποιούνται και το πόσο καλά (σωστά μαγειρικά) είναι φτιαγμένα τα "ταπεινά" κοτόπουλα , πίτες κοντοσούβλια και σουβλάκια που σερβίρονται. Μόνη παραφωνία τα γλυκά, που πλην της πολύ καλής τάρτας αχλάδι είναι μέτρια με αποκορύφωση της μετριότητας αυτήν την τρούφα απομεινάρι από τα 70s και τα 80s. Αλλάξτε τα ρε παιδιά ή βάλτε κάποιον πατισιέ να φτιάξει κάτι πιο ενδιαφέρον από αυτά.
Με μια καλή παρέα βρεθήκαμε Πέμπτη βράδυ στο εστιατόριο, αφού επί ενά 20ήμερο αγωνιζόμασταν να βρούμε τραπεζι, σαν κάτι ωραίες εποχές που για να φας ένα κεμπάπ (μεταξύ μας πολύ καλό) στο τότε κραταιό ΤΙΚΕ έπρεπε να ψαχνεις τραπέζι ένα μήνα πριν και οι προσπάθειες σκόνταφταν πάντα στην ευγενική-αγένεια της νεαράς που σου απαντούσε με ύφος 1000 καρδιναλίων ότι δυστυχως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε... Εν παση περιπτωσει κλείσαμε, φτασαμε, μπήκαμε και αισθανθηκαμε οι 3 από τους 4 άντρες της παρεας που έχουμε κάνει την θητεία μας στο ναυτικό ότι θα δειπνούσαμε στο κέντρο εκπαίδευσης του Πόρου.... Τραπεζια σε στρατιωτική παράταξη, ο ενας κολλητά με τον άλλο, χαμός από το βουητό και τις φωνές.... Σερβις ελαφρώς αργό, αλλά στα όρια του αποδεκτού, ευγενικό, υπερβολικά προσηνές σε σημείο που ενοχλεί ή απλά καταντά κουραστικό. Φαγητό πρωτα: πιττα στον ξυλοφουρνο εξαιρετική οπως σωστά γραφει ο Πανος, κρεατόπιττα επισης καλή και τραγανή, σαλατες μαλλον έως αδιάφορες και ταρταρ στα ορια του απαραδεκτου γευστικά. Καποιος που σερβιρει ταρταρ θα πρεπει πιθανον να εχει κατα νου οτι πρεπει να το συνοδεύει από ψωμί και πάντως αν το ενθέτει σε πατάτα, ακόμη και αν είναι πολύ ψιλοκομμένη μπορει να μην είναι επιθυμητη ή να ταιριαζει πάντα. Το αρωματικο επί του ταρταρ μαλλον το χαλαει. Κυρια πιατα συμπαθη, με πιο ενδιαφερον το κοτοπουλο το ψητο, αλλα με ασυνδετη γευστικά την σως απο πιπερία προφανώς φλωρίνης και μαλιστα εξαιρετικά αραιή. Το αρνάκι ήταν σκετο λιπος και ψαχναμε το κρεας, οποτε το καταταξαμε στα περιττα ως αδιάφορα, και το κρεας με τον τραχανα μαλλον ουδετερο χωρις τιποτε που να συναρπαζει. Αντιθετα, το εστιατοριο έχει μια αξιοπρόσεκτικη λίστα κρασιων κυριως ελληνικών αλλά και ολίγον ξένο αμπελώνα. Γλυκά μαλλον πολυ επιπεδα, με την προσπαθεια για την κλασσική τρούφα να ειναι σχετικά καλή (συμμερίζομαι πλήρως την θέση του Πάνου ότι γνήσια παλαιάς κοπής τρούφα ζαχαροπλαστείου δεν βρίσκεται, εκτός απο το Ελληνικόν). Το ριζόγαλο μαλλον παραείχε και το πορτοκαλι πολύ εντονο και υπερκάλυπτε το γαλα... Τιμή λογική. Υπό ένα γενικότερο πρίσμα, μέχρι ωρας δεν δικαιολογεί τον χαμό που γίνεται για να βρεις τραπέζι και το βουητό του χώρου ειναι πολύ κουραστικό. Η παραταξη των τραπεζιων αντιαισθητική και το φαγητό το βρίσκεις γενικώς πολύ εύκολα και αλλού χωρις να αντιλαμβάνεται ο μεσος καταναλωτής πως γινεται 5 τόσο καλοί ΣΕΦ να βγάζουν ως αποτέελεσμα κατι τοσο μέτριο. Κατά την κοιινή γνώμη όλης της παρέας, αλλά και διπλανών φίλων και τραπεζιών το εστιατόριο ανήκει στην κατηγορία, μεχρι ώρας, του διάτοντα αστέρα τον οποιο επισκέπτεται κανεις άπαξ!!