Είναι γνωστό ως το "Noble Game of Billiards" από τις αρχές του 1800, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα έπαιζαν το παιχνίδι ακόμα και πριν οι ευγενείς ακολουθήσουν φανατικά. Το 1600, το παιχνίδι του μπιλιάρδου ήταν αρκετά γνωστό στο κοινό, ώστε ο Σαίξπηρ το ανέφερε στο έργο του «Αντώνιος και Κλεοπάτρα». Όπως φαίνεται όμως, η ιστορία του ξεκινάει πολλούς αιώνες νωρίτερα.
Αν θεωρήσουμε ότι η στέκα και η μπάλα, είναι δύο βασικά στοιχεία για το παιχνίδι του μπιλιάρδου, τότε η αναπαράσταση που σώζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών με τους παίκτες παρόμοιου παιχνιδιού, αλλά στο έδαφος, ίσως εικονογραφεί ένα παρόμοιο παιχνίδι στην αρχαιότητα. Υπήρξε εξάλλου ένας χώρος (σφαιριστήριο) στον Παρθενώνα όπου οι ιερείς της θεάς Αθηνάς, στις ελεύθερες ώρες τους εξασκούνταν στο παιχνίδι της σφαίρισης. Η κουλτούρα της σφαίρισης, συνήθως πάνω σε χόρτο, μέχρι και τον 11ο αιώνα υπήρξε ένα συμβολικό παράδειγμα αθλήματος που προερχόταν από την Αρχαία Αθήνα και με τον καιρό μεταφέρθηκε στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, αποκτώντας παράλληλα και διάφορες παραλλαγές. Μία από αυτές και το σημερινό πόλο.
Μετά τις πρώτες σταυροφορίες οι στρατιές των σταυροφόρων μετέφεραν το άθλημα της σφαίρισης από τους Αγίους τόπους και μέσω Βυζαντίου στη βόρεια ευρώπη και κυρίως στη Γαλλία. Αγαπήθηκε πολύ από τους ευγενείς, ενώ και οι κληρικοί λάτρεψαν την ενασχόληση μαζί του. ‘Ηταν όμως οι σοβαρές αρρώστειες, όπως η πανώλη που μάστιζε τα αστικά κέντρα που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν αισθητά σε πληθυσμό που οδήγησε την αριστοκρατία να μετακινήσει το παιχνίδι-άθλημα, από τα λειβάδια στο πιο ασφαλές περιβάλλον των κάστρων και των παλατιών. Εκεί, για πρώτη φορά μεταφέρθηκε από το γρασίδι στην επιφάνεια τραπεζιών που πρώτος είχε την ιδέα να συμβεί ο Λουδοβίκος ο 11ος.
Αυτό το πρώτο τραπέζι που ζήτησε να του φτιάξουν, ήταν κατασκευασμένο από σχιστόλιθο, ντυμένο με ύφασμα, ενώ τα ελαφρά υπερυψωμένα τοιχώματα του ήταν επενδεδυμένα με δέρμα και παραγεμισμένα από τρίχες αλόγων, αν και φτωχότερες τάξεις συνέχισαν να παίζουν στο έδαφος μια και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να κατασκευάσουν μια υπερυψωμένη επιφάνεια. Στις αρχές του 16ου αιώνα η δημοτικότητα του είναι πια τόσο μεγάλη σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, που κατα τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, όλοι οι χώροι διασκέδασης και εστίασης, εξοπλίζονται με μπιλιάρδα. Στην Αγγλία, το πρώτο τραπέζι μπιλιάρδου εμφανίστηκε το 1560 από έναν ευνούμενο του παλατιού ονόματι Robert Dandley, με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο σπορ να αποκτήσει σύντομα δημοφιλία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πριν τον απαγχονισμό της το 1587, η βασίλισσα Mary της Σκωτίας, δήλωσε με λύπη στον αρχιεπίσκοπο της Γλασκώβης, ότι οι δεσμοφύλακες της στέρησαν τη χαρά να ξεδίνει με το αγαπημένο της παιχνίδι.
Τον 18ο αιώνα και ενώ δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου κανονισμοί για το παιχνίδι, ορισμένοι από τους παίχτες ανέβαιναν επάνω στο τραπέζι για να καταφέρουν μια καλύτερη βολή της μπάλας, με αποτέλεσμα κάποια από τα τραπέζια που δεν ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικά να σπάνε. Το πρόβλημα έλυσε ο Charles Cotton με την έκδοση του για τους βασικούς κανόνες του μπιλιάρδου και ένας από αυτούς δεν ήταν άλλος από την υποχρέωση του παίχτη να έχει τουλάχιστον το ένα πόδι στο έδαφος κατά τη διάρκεια οποισδήποτε κίνησης του. Κανόνας που ισχύει μέχρι σήμερα. Μέσα από την πάροδο του χρόνου, οι απλές ξύλινες στέκες απόκτησαν τη σημερινή ντελικάτη και λειτουργική τους μορφή, στο παιχνίδι προστέθηκαν και άλλοι κανονισμοί, ενώ το απαγορευμένο και αδιανόητο για όλους φάλτσο χτύπημα της μπάλας εκείνη την εποχή, στις μέρες μας χρησιμοποιείται, όπως και πολλά άλλα από τους δεξιοτέχνες του μπιλιάρδου.
Χαρακτηριστικό αυτής της εξέλιξης είναι ότι σήμερα χρησιμποιούνται πάνω από 400 καραμπόλες, ενώ ρόλο σε αυτό έπαιξε ο πολιτικός κρατούμενος François Mingaud στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο εφευρέτης της δερμάτινης απόλυξης της στέκας του μπιλιάρδου, εξασκήθηκε στο παιχνίδι κατά τη διάρκεια της κράτησης του και μετά από αυτήν, το 1807, επιδείκνυε σε όλο το Παρίσι τις ανακαλύψεις του όσον αφορά στις τεχνικές του παιχνιδιού. Δεν υπήρξε καφενείο με μπιλιάρδο που να μην παρουσιάσει ένα ρεπερτόριο από τουλάχιστον σαράντα διαφορετικά χτυπήματα, σε ένα κοινό που συνήθως τον παρακολουθούσε έκθαμβο για τις δεξιοτεχνίες του. Ήταν δε τόσο εντυπωσιακά τα στροβιλίσματα της μπάλας από τα μαγικά χτυπήματα με τη στέκα του που είναι πιθανό ότι αν ίσχυαν οι νόμοι κατά της μαγείας, θα είχε μάλλον καταδικαστεί σε απαγχονισμό. Φυσικά στις αρχές του 19ου πέρασε και στην Αμερική ακολουθώντας μια πολύ δημοφιλή πορεία και ίσως μεγαλύτερη από εκείνη στην Ευρώπη.
Στις μέρες μας αναγνωρίζονται δύο διαφορετικοί τύποι μπιλιάρδου. Το Αμερικάνικο που υποδιαιρείται στα εξής στυλ: 9μπαλο, 8μπαλο, straight (14/1), snooker, αγωνιστικό - 5 κορύνες. Το Γαλλικό που υποδιαιρείται σε ελεύθερο (ο παίκτης μπορεί να κάνει όσες καραμπόλες θέλει χωρίς περιορισμούς), Κάδρο 71/2 και Κάδρο 47/2 (ο παίκτης μπορεί να κάνει μόνο δύο καραμπόλες στο σχηματισμένο σαν «καδρο» του τραπεζιού και συνεχίζει το σερί του αρκεί τουλάχιστον η μία μπάλα στην τρίτη προσπάθεια να βγεί από την περιοχή αυτή), Κάδρο 47/1 (ο παίκτης μπορεί να κάνει μόνο μία καραμπόλα στο σχηματισμένο σαν «καδρο» του τραπεζιού και συνεχίζει το σερί του αρκεί τουλάχιστον η μία μπάλα στην δεύτερη προσπάθεια να βγεί από το την περιοχή αυτή), Σπόντα (ο παίκτης μπορεί να κάνει κατα μήκος του τραπεζιού όσες καραμπόλες θέλει χωρίς περιορισμό περιοχής, αρκεί όμως πρίν την επίτευξη της καραμπόλας η μπάλα του να βρεί τουλάχιστον μία φορά την σπόντα του τραπεζιού) και το τρίσποντο (ο παίκτης μπορεί να κάνει κατα μήκος του τραπεζιού όσες καραμπόλες θέλει χωρίς περιορισμό περιοχής, αρκεί η μπάλα του να βρεί πρίν την επίτευξη της καραμπόλας τουλάχιστον τρείς φορές τις σπόντες του τραπεζιού)
Το 1996 η παγκόσμια συνομοσπονδία μπιλιάρδου αναγνωρίστηκε από την διεθνή Ολυμπιακή επιτροπή. Στην Ελλάδα από τον Μάρτιο του 2022, το Μπιλιάρδο ανήκει στην Ε.Ο.Α.Α (Ελληνική Ομοσπονδία Αθλημάτων Ακριβείας)
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση