Η Γεύση της Μνήμης, το τελευταίο βιβλίο του Επίκουρου

26 Ιουνίου 2014
Ντένη Καλλιβωκά
Το τελευταίο βιβλίο του Επίκουρου αποτελεί μια αναδρομή στην γαστρονομία των τελευταίων 60 χρόνων, μέσα από ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με γνώμονα τις γευστικές του αναμνήσεις.


Το τελευταίο βιβλίο του Αλμπέρτου Αρούχ, ή αλλιώς Επίκουρου, όπως υπέγραφε πάντα τα κείμενα του,του κριτικού εστιατορίων που με  την Καρτέσια λογική στη γαστρονομία (γεύομαι άρα υπάρχω)  μας δίδαξε  την κουλτούρα του φαγητού -ήταν ο πρώτος που μίλησε και έγραψε για αυτή την κουλτούρα- είναι τελείως διαφορετικό από όλα τα άλλα.  Είναι το κείμενο ενός ανθρώπου γεμάτου. Από γεύσεις, εμπειρίες, στιγμές, αγάπη, χαρές, απογοητεύσεις, χιούμορ, φιλία. Γεμάτου από ζωή. Και γεμάτου από αναμνήσεις. Σε αυτό το βιβλίο ανακαλύπτουμε την άλλη πλευρά του φιλόσοφου, που οι περισσότεροι γνωρίζαμε λίγο, άλλοι πάλι καθόλου. Τον βλέπουμε από πιτσιρίκο- μια μικρή ξανθιά στρογγυλή μπαλίτσα όπως ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του- να εξερευνεί τη ζωή μέσα από τις γεύσεις. Με απίστευτη απλότητα και εντελώς επενεχοποιημένα, πλέκει έναν ύμνο για το τέλειο σουβλάκι και τον μουσακά , αντίστοιχο με εκείνον που περιγράφει τα τριάστερα πιάτα  μεγάλων σεφ.

Τον Αλμπέρτο τον  είχα καθηγητή στο κολλέγιο και ήταν από τους πιο αυστηρούς και τους πιο καλούς. Γιαυτό όλοι έπαιρναν το μάθημα του παρότι, δεν σήκωνε χωρατά. Μετά συναντηθήκαμε σε ένα γαστρονομικό ταξίδι στην Ελούντα το 2003. Εγώ στα ξεκινήματα της γαστρονομικής δημοσιογραφίας. Κύριε Αρούχ, εσείς εδώ; Είμαι ο Επίκουρος, είπε  και από τότε παρότι δεν είχαμε κοντινή σχέση, πάντα με προέτρεπε και  με επαινούσε. Διαβάζοντας το βιβλίου του , έριξα  πολύ  κλάμα. Όχι  (μόνο) επειδή  ο Αλμπέρτος δεν  είναι μαζί μας. Ήταν ένα κλάμα  λυτρωτικό. Γιατί όσα έχω σκεφτεί, νιώσει, ζήσει, ότι με έχει προβληματίσει σαν άνθρωπο παθιασμένο με τη γεύση, το διάβασα μέσα σε αυτές στις σελίδες του, γραμμένο πολύ καλύτερα από ότι θα μπορούσα να το γράψω , περιγράψω ή να εκφράσω, εγώ. Ένιωθα σαν να μιλάει στην ψυχή μου.

Έτσι δεν θα γράψω άλλα για τον Αλμπέρτο. Απλά θα βάλω τίτλους σε μερικά στιγμιότυπα από το βιβλίο μέσα από το οποίομε απίθανο αυτοσαρκασμό,  εξιστορεί γεγονότα, σπουδές, ταξίδια, γάμους, της ζωής του, όλα μέσα από μια οπτική. Της γεύσης αλλά και των αναμνήσεων της.

Ο Αλβέρτος γεννήθηκε στον Αστερισμό

«Δεν είναι τυχαίο ότι γεννήθηκα το μήνα  Μάρτιο που ο κόσμος της γαστρονομίας βρίσκεται στον αστερισμό του Οδηγού Michelin»

Στην κατασκήνωση

«Ήθελα να θυμάμαι όλες τις δραστηριότητες αλλά να ξεχάσω το φαγητό που μας έδιναν. Αδημονούσα να φτάσει Κυριακή. Η προσμονή της Κυριακής (όταν θα ερχόταν η μάνα μου) είχε γεύση από Σαλάμι αέρος.»

Η Μουσική Καλλιέργεια

«... Στην Τσιμισκή  78, βρισκόταν ένα εξαιρετικό σουβλατζίδικο. Έτρωγα το σουβλάκι με καλαμάκι χοιρινό (ή γατίσιο),... Νιώθοντας την ίδια ευδαιμονία που με είχε κατακλύσει όταν, πολύ αργότερα, άρχισα να ακούω κλασική μουσική, το ίδιο δέος που με είχε κυριεύσει όταν πρώτο άκουσα τα Κατά Ματθαίον Πάθη του Μπαχ.»

Κλασσική Παιδεία...

«Το σουβλάκι πρέπει να είναι σαν τον Παρθενώνα, απόλυτα ισορροπημένο!»

Ο πρώτος έρωτας

«¨Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά, καθώς η λιπαρή αρωματικοτητα του λεπτοκομμένου κρέατος, μπλεγμένη με αυτήν του κρεμμυδιού, εισέβαλε στην ψυχή μου με όλη την ορμή ενός πρώτου έρωτα, ενός coup de foudre. ¨ Για όσους δεν καταλάβατε ο Αλβέρτος εδω περιγράφει τον κεραυνοβόλο του ερώτα με... τον αρνίσιο γύρο».

Το κάρμα του…

Η ψηλοτάβανη ατμόσφαιρα της γαλλικής μπρασερι με τα λευκά τραπεζομάντηλα, τους σερβιτόρος με τα μαύρα τους τα καλά σερβίτσια και τον καλό κόσμο μου δημιουργούσε μια ταραχή, μια ανείπωτη χαρά κι ένα προαίσθημα ότι βρισκόμουν σε ένα μέρος που θα έμελε να γίνει ο χώρος της ζωής μου, το κάρμα μου.

Το καλύτερο γεύμα της ζωής του

«....μετα από 12 ώρες στο φαράγγι της Σαμαριάς πάνω σε κοθόρνους με τα πόδια μας γεμάτα πληγές είδαμε μια γριούλα να μας καλωσορίζει στον Παράδεισο κρατώντας στο ένα χέρι ... ¨ένα μπουκάλι παγωμένο νερό και στο άλλο ένα βαθύ πιάτο από εμαγιέ, μέσα στο οποίο είχε φρέσκια μυζήθρα, μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα, αλατσολιες και ψωμί ζυμωτό. .... Και τότε κατάλαβα ότι η γεύση ενός φαγητού δεν έχει να κάνει μόνο με τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του αυτά κάθ´ αυτά, αλλά και με την ψυχολογία εκείνου που τα τρώει.»

Το καλύτερο σέρβις στην κόσμο στο Plaza Atene του Ducass

ήταν το καλύτερο σέρβις που έχω συναντήσει στη ζωή μου` δε βλέπαμε ποτέ κανέναν, δε μας ενοχλούσε ποτέ κανένας αλλά ήταν πάντα δίπλα μας κάποιος για ότι θέλαμε, ενώ φρόντιζαν η ροή του γεύματος να είναι αυτή που πρέπει.

Κυοφορώντας ένα κριτικό εστιατορίων

Το δείπνο της Μπαμπέτ, έτσι όπως ετοιμάστηκε από τον ντε Γκριγιω, μπορεί να μην μας έκανε να αισθανθούμε όσα αισθάνθηκαν οι χωρικοί στη γιορτή της Μπαμπετ στη Δανία, μπορεί να μην άλλαξε τη ζωή μας , όμως έχω την εντύπωση ότι ήταν μια αξιοπρεπέστατη αναπαραγωγή του γεύματος. ¨Έτσι τη βραδιά εκείνη επέστρεψα σπίτι μου με πόνους στην κοιλιά. Όχι λόγο του γεύματος αλλά λόγο της γέννας. Την νύχτα αυτή τη μοιραία, εκεί πάνω στο Πάτημα Βριλησσίων, ξεγέννησα μόνος μου αυτό που κυοφορούσα μια ολόκληρη ζωή: Ένα κριτικό εστιατορίων.

Τα βραβεία gourmet

Εμείς ήμασταν οι πρώτοι που εκδημοκρατίσαμε τη γαστρονομία στην Ελλάδα και τοποθετήσαμε την ταβέρνα στην ίδια θέση με το ακριβό εστιατόριο. Το θέμα όπως υποστηρίζαμε, δεν ήταν εάν σερβίρουν φουα γκρα ή προβατίνα, αλλά εάν το μαγειρεύουν καλά.

Η Προυστική Μαντλέν

Η προσωπική μου Προυστικη Μαντλεν είναι τα μπουρεκάκια με μελιτζάνα, έτσι ακριβώς όπως τα έφτιαχνε η μάνα μου. Παίρνω μια δαγκωματιά από ένα και το στόμα μου γεμίζει αναμνήσεις και συναισθήματα. Το συναίσθημα προκαλεί την ανάγκη να αφηγηθώ την ιστορία μου και η αφήγηση ενισχύει το συναίσθημα. Όπως φαίνεται αυτό που υπερισχύει τελικά, δεν είναι η αισθητική προσέγγιση στη γαστρονομία. Είναι η γεύση της μνήμης μας. Ναι μεν εκθειάζουμε τα μεγαλουργήματα ενός Πιερ Γκανιερ, ναι μεν εξυμνούμε τα κομψοτεχνήματα ενός Αλαιν Ντυκας, αλλά κανένα από τα πιάτα τους δεν κάνει την καρδιά μας να φτερουγίσει και την ψυχή μας να γεμίσει αναφιλητά όπως η ανάμνηση της τρούφας της μάνας μας.

Τέλος θα ομολογήσω κάτι. Τον ζηλεύω το Αλμπέρτο. Όχι για το λόγιο κομμάτι, που  ποτέ δεν είχα έτσι κι αλλιώς. Ο  λόγος που τον ζηλεύω είναι ίδιος με αυτόν που τον αγαπάω κιόλας. Για το πάθος του και τον απίστευτη παιδικότητα που ποτέ δεν έχασε. Όταν ο Αλβέρτος τρώει κάτι που του αρέσει λάμπουν  τα μάτια, τα αυτιά,  όλα και  δημιουργείται μια γαλάζια αύρα γύρω του, που είναι μεταδοτική. Όλο το τραπέζι μετά μπορεί να μιλά και να αναλύει   για ώρες  μια γεύση. Αλλά και για τους ήχους που συνοδεύουν αυτή τη λάμψη. Τα μμμ και σλρουπ αλλά και τα σχόλια. Ας πούμε , για  τους περισσότερους από εμάς  ο  μουσακάς είναι μελιτζάνες με πατάτες και στρώσεις κιμά και μπεσαμελ. Αμάρτημα καθοσιώσεως. Γιατί όταν ο  Αλμπέρτος αναζητά τον μουσακά  λέει «που βρίσκεται όμως ο νέος Μπαχ, ο οποίος θα συνθέσει εκείνες τις ουράνιες συγχορδίες, η ο νέος Μότσαρτ, ο οποίος θα ανασυνθέσει εκείνες τις κομψές αρμονίες που υπάρχουν ανάμεσα στις στρώσεις ενός τέλειου μουσακά;» Και συνεχίζει κάπου αλλού « Ο  μουσακάς έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή μου. Όχι μόνο ως εκλεκτό έδεσμα προς το οποίο τρέφω μεγάλη αδυναμία, ούτε μόνο ως παράδειγμα μαγειρικού εκλεκτισμού, μιας συνθέτης πολυσυλλεκτικής αισθητικής η οποία δημιουργεί ένα λούνα Παρκ γεύσεων που διασκεδάζουν το στόμα και την ψυχή...»

Το βιβλίο «Η Γεύση της Μνήμης» του Επίκουρου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση