Αν τόσο καιρό που ακούτε ή
διαβάζετε τη λέξη «μπιστρονομία» έχετε ακόμη απορίες για την δημοφιλή γευστική
τάση που κατακτά ολοένα και περισσότερο κυρίως στο εξωτερικό τον
κόσμο της γεύσης, το «Λινού Σουμπάσης και Σία» συγκεντρώνει σε μεγάλο βαθμό όλα
εκείνα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το προφίλ ενός τέτοιου ιδιαίτερου
εστιατορίου. Στο Παρίσι και στο Λονδίνο έχουν μεγάλη πέραση, μια και εκφράζουν
το αίτημα της εποχής που θέλει τη γαστρονομία να εκδημοκρατίζεται με γοργούς
ρυθμούς, μπαίνοντας στη καθημερινότητα των ανθρώπων με ένα εναλλακτικό γκουρμέ,
με την απλότητα και τις φιλικές τιμές τους. Και στην Αθήνα πάντως κάτι γίνεται
σιγά σιγά. Ένα από τα συνθήματα της μπιστρονομικής επανάστασης είναι ότι δεν
υπάρχουν σύνορα. Ούτε κλισέ και στερεοτυπικά σενάρια. Για αυτό και σε αρκετές
περιπτώσεις είναι λογικό να υπάρχει μια σύγχυση ως προς την κατανόηση της
ταυτότητας τους. Στην ουσία πρόκειται για μικρές πειραματικές σκηνές της
γεύσης σε off Broadway συνοικίες και δρόμους, που στήνουν ένα εντελώς ιδιοσυγκρασιακό
μικροσύμπαν, με νεαρούς σεφ οι οποίοι εκτονώνουν με ελεύθερο τρόπο τη
δημιουργικότητα τους χωρίς να ακολουθούν την πεπατημένη.
τα πρώτα δείγματα γραφής του στην Αθήνα έχουν ξεκάθαρη δυναμική, έξυπνες ιδέες, καλές εκτελέσεις με κάποιες αστοχίες εδώ κι εκεί που ελπίζω να οφείλονται στη νηπιακή ηλικία του εστιατορίου και εποχικές πρώτες ύλες των οποίων η ζωντάνια αναδεικνύεται αρκετά μέσα από τα μαγειρέματα
«Απλό εστιατόριο. Γραφείο. Κεριά.» Με αυτές τις πέντε λέξεις αυτοπροσδιορίζεται το μαγαζί που έστησαν στου Ψυρρή η σκηνοθέτης Μυρσίνη Λινού με τον ιδιοκτήτη των Morning Bar και ME THEN, Γιώργο Σουμπάση. Ο διάκοσμος είναι όντως πάρα πολύ απλός με τη σάλα να μοιάζει με «εστιατόριο που τρων τα συνεργεία» ή με μια περιποιημένη και σύγχρονη αίθουσα φοιτητικής εστίας. Στα inox τραπεζοκαθίσματα υπάρχει και από ένα φυσικό κερί - πωλούνται κιόλας - με ένα σύντομο σημείωμα που εξηγεί με ποιητικό τρόπο το λόγο: «Για εμάς εδώ το κερί ξαναβρίσκει την αίσθηση μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που δέχεται την ύλη που καταστρέφεται και την ίδια στιγμή, φλέγεται από ζωή.» Άλλωστε η αρχική ιδέα ήταν να ανοίξουν ένα κηροπωλείο, αλλά μετά ο Γιώργος ανακάλυψε στο εστιατόριο «Ριζά» της Λήμνου τον σεφ Λουκά Μάιλερ. Στο πατάρι έχουν κι ένα γραφείο που θα το λειτουργήσουν ως εκδοτικό οίκο και δισκογραφική εταιρεία. Πήγα δέκα μέρες αφότου άνοιξε και μαθαίνω ότι ένα μήνα μετά το ΛΣ & ΣΙΑ είναι κάθε μέρα γεμάτο. Δεν μου κάνει εντύπωση αυτή η αποδοχή. Παρότι δε θα περίμενα το σέρβις να πετάει, η κοπέλα που μας εξυπηρέτησε εκείνο το βράδυ, ήταν αστέρι. Η λίστα κρασιών, τώρα, παραείναι μια σταλιά, ενώ μιλάει άπταιστα την φυσική διάλεκτο που είναι και κοντά στον χαρακτήρα του φαγητού. Χρειάζεται όμως κι άλλες ετικέτες για να στηρίξει πιο πειστικά το αφήγημα. Πάντως η Λουσού, η orange Μαλαγουζιά που εμφιάλωσε το πολύ αγαπημένο μου Κτήμα Χατζηβαρύτη αποκλειστικά για το μαγαζί, είναι ωραία δουλειά.
Δοκιμάζοντας για πρώτη φορά πιάτα του Λουκά Μάιλερ αντιλαμβάνομαι την έκπληξη και τον ενθουσιασμό όσων τον γνώρισαν στη Λήμνο. Έτσι και τα πρώτα δείγματα γραφής του στην Αθήνα έχουν ξεκάθαρη δυναμική, έξυπνες ιδέες, καλές εκτελέσεις με κάποιες αστοχίες εδώ κι εκεί που ελπίζω να οφείλονται στη νηπιακή ηλικία του εστιατορίου και εποχικές πρώτες ύλες των οποίων η ζωντάνια αναδεικνύεται αρκετά μέσα από τα μαγειρέματα. Η τερίνα από βιολογικό μοσχάρι είναι ποίημα και η αιχμηρή μουστάρδα που τη συνοδεύει σπάει με όμορφο τρόπο τη λιπαρότητα της, ενώ το πιάτο με τον ωμό ξιφία, το τραγανό κουνουπίδι και μια ντελικάτη ταραμοσαλάτα μου άρεσε εξίσου πολύ. Το ωμό ελαιόλαδο, όμως, σε αυτή την αλόγιστη ποσότητα βαραίνει δίχως λόγο το σύνολο και θαμπώνει τη καθαρότητα του. Ο σεφ βέβαια από ότι φαίνεται το αγαπάει αρκετά και το προσθέτει χωρίς φειδώ σε διάφορα πιάτα. Έτσι το κατά τα άλλα υπέροχο χειροποίητο λουκάνικο μαύρου χοίρου μπορεί να είναι φανταστικά ψημένο αλλά κι εδώ το τόσο πολύ ελαιόλαδο συννεφιάζει τη μερακλίδικη γεύση του. Το ίδιο πρόβλημα, σε ακραία βαθμό αυτή τη φορά, εντόπισα στη ψητή παλαμίδα, την οποία στην περίπτωση μας στέγνωσε η σχάρα. Την τυλίγουν με αρνίσια μπόλια και παρότι έχει αρκετή νοστιμιά, κολυμπώντας σε μια λίμνη από βαρύ ελαιόλαδο, κάνει τη μπουκιά βαριά και ασήκωτη. Από την άλλη τα ψητά κολάρα του μπακαλιάρου με πεντατράγανη πετσούλα και ζουμερή σάρκα ήταν εξαιρετικά. Ούτε σε πρωτοκλασάτη ψαροταβέρνα δε βρίσκεις εύκολα τέτοιο μεζέ. Το πιάτο που με κέρδισε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και θεωρώ ότι αποδίδει στην εντέλεια την άποψη του σεφ για την ελληνική κουζίνα ήταν τα χοντρά μακαρόνια του Μάιλερ σε μια εξευγενισμένη πρόβεια κρέμα με καβουρντισμένα σιτηρά και πιπέρι. Από τα γλυκά ξεχώρισα το άψογο σορμπέ μανταρινιού με άνηθο, ενώ παρότι γευστικά μου άρεσε πολύ κι ο κατσικίσιος χαλβάς με το παγωτό κηρήθρας, θα τον προτιμούσα στην υφή πιο βελούδινο κι όχι τόσο σφιχτό.
- Λινού Σουμπάσης και Σία
- Τηλέφωνο: (+30) 210 3220300
- Διεύθυνση: Μελανθίου 2, Αθήνα , Ψυρρή, Αθήνα
- Ιστοσελίδα: -
- Ανοιχτά: Τρίτη-Σάββατο, μεσημέρι-βράδυ. Κυριακή μόνο μεσημέρι
- Τιμή ανά άτομο (€)*: 50 - 70
- * οι τιμές υπολογίζονται κατ' άτομο με πρώτο, κύριο και γλυκό συν κουβέρ, νερό αλλά και μισό μπουκάλι κρασί ή μια μπύρα ανάλογα και το στιλ του εστιατορίου κάνουμε δηλαδή μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το πραγματικό κόστος ενός πλήρους γεύματος
- 0 - 4
- Κακό
- 4.5 - 5
- Μέτριο
- 5.5
- Αποδεκτό
- 6 - 6.5
- Καλό
- 7 - 7.5
- Πολύ Καλό
- 8 - 8.5
- Εξαιρετικό
- 9 - 10
- Άριστο
0 - 4 | 4.5 - 5 | 5.5 | 6 - 6.5 | 7 - 7.5 | 8 - 8.5 | 9 - 10 |
Κακό | Μέτριο | Αποδεκτό | Καλό | Πολύ Καλό | Εξαιρετικό | Άριστο |
*«βελάκι-σύμβολο»: το βελάκι προς τα πάνω, δεξιά από τον βαθμό, αν εμφανίζεται, συμβολίζει εστιατόριο που είναι κοντά στο να ανέβει το επόμενο βαθμολογικό σκαλοπάτι. |
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση
Κριτική για εστιατόριο με ένα αστέρι michelin στην Αθήνα ΛΙΝΟΥ ΣΟΥΜΠΑΣΗΣ & ΣΙΑ. Κάναμε τηλεφωνικη κράτηση και μας είπαν ότι είχανε μόνο σε πάγκο για δύο άτομα. Δεχτήκαμε και φτάσαμε στην ώρα μας 8:30μμ. Η πρώτη εντύπωση: το εστιατοριο είναι κάπου σε ενα στεναχωρο στενο στην αρχή του Ψυρρή. Στην εισοδο περνας μέσα από ενα χωλ που έχει ταμείο και κουζίνα ανοιχτή. Η κεντρικη σαλα ειναι γυρω στα 80τμ και πρόκειται για έναν πρωην υποφωτισμενο βιοτεχνικό χώρο στον οποίο δεν έχει γίνει καμία ουσιαστικη αρχιτεκτονικη παρέμβαση. Τα πατώματα ειναι παλιά μωσαϊκά, οι τοιχοι ασπρισμένοι με καποιους σδιαφορους πινακες τεχνης, χωρις ψευδοροφές, με κουφωματα παλια, χωρις κουρτινες, χαλια ή κατι να ζεσταινει το χωρο και να μειωνει τους θορυβους. Τα τραπέζια και ο ικαρεκλες απο λαμαρινα, με ψευδοindustrual αισθητική και με πολυ μικρη αποσταση απο διπλανα τραπεζια, σε σημειο να μην υπαρχουν εμφανεις δισδρομοι να διασχισεις τη σαλα. Οι αβολες "σκληρες"καρεκλες όταν μετακινούνται κάνουν πάρα πολύ θόρυβο σε ενα χώρο που ο ηχος αντανακλαται εντονα. Το εστιατοριο διαθετει και τραπέζια σε εξωτερικο χωρο σε ένα στενο δρομάκι από την άλλη πλευρά από το οποίο περνάνε αυτοκίνητα διπλα απο την κατεκλα σου! Οδηγηθηκαμε απο τη σερβιτόρα σε ένα στενοχωρο και στενάχωρο πάγκο πλατους 40-50 εκατ. στον οποίο η θέα μας ήταν ο τοιχος μπροστά μας. Τα διπλανά τραπέζια μεγάλες παρέας σχεδον κολλητά πάνω μας. Περιμέναμε γύρω στα 15 λεπτά σε ενα ημιγεματο απο κοσμο εστιατοριο για να έρθουν μας ρωτήσουν αν θέλουμε νερό και άλλα 10 λεπτά και αφού το ζητήσαμε γοα να παραγγειλουμε. Η anantguard καρτα μενου ειναι αλλοπροσαλλη. Τυπωμενο χαρτι Α4 με ημερήσιο μενου, με σβησμενο με μαρκαδορο κάποιο ειδος, χωρις να ξερεις με την πρωτη ματια τι ειναι πρωτο, τι ειναι κυριο και με θαλασσινα και κρεατα ανακατεμενα χωρις συνοχη και σαφη δομη. Οταν ήρθε η σερβιτορα να παρει παραγγελια, μας γνωστοποιησε ότι δεν υπηρχαν ηδη δυο ειδη απο την καρτα, πραγμα αδιανοητο για 9 η ωρα το βραδυ σε γεματο εστιατοριο. Οι τιμες εριστικα κι αδικσιολογητα ακριβες για κατι που δεν παιρνεις αισθηση απο την πρωτη εντυπωση οτι εχει value (πχ κοτοπουλο με μανιταρια 28 ευρω). Δωσαμε συνολικα 76 ευρω για ένα ξυνο νερο, ενα κοκορέτσι, μια σαλάτα με ντοματίνια και ένα πρώτο με μοσχαρισιο ταρτάρ και ξεροτήγανο. Εάν κάναμε κανονική παραγγελία ο λογαριασμος ανετα ξεπερνάει τα 70€ το άτομο χωρίς το κρασί. Μας προσφέρανε διαφορετικες γευσεις απο μπουκιες ψωμι με ενδιαφερουσες γευσεις μαζι με αγουρελαιο κι ανθο αλατιου. Τα σκληροφλουδα ντοματίνια μαζι με 2 φυλα βασιλικού και μια κουταλιά σουπας ασπρο τυρι ήταν πλημμυρισμένα στο λάδι και γευστικα κάτω του μετριου. Το επισης κατω του μετριου ταρταρ μαζι με το ξεροτηγανο δεν ηταν καλα "δουλεμενο" και ειχε εντονη γευση και οψη του αυγου. Η μεγαλη απογοητευση ήταν στο κοκορέτσι το οποίο ήρθε σε πέντε ροδέλες σε αισθητα χλιαρη θερμοκρασία, υπερβολικά αλατισμένο, με υπερβολικα μπαχαρικά που καλυπταν την αισθηση του κρεατος. Συνολικά ενα 8/20 σε ενα πολυσυζητημενο αστερατο εστιατοριο. Θελαμε ταχιστα να απαλλαγουμε από την κακη aftertaste του κοκορετσιου στο στόμα μας και ένα χειροποιητο και τίμιο παγωτό gelato σε διπλανο παγωτατζιδικο ήταν ότι έπρεπε για να ξεχάσουμε την αρνητική εμπειρία μας. Σε κανει να αναρωτιεσαι πλεον και τα κριτήρια βραβευσεων του οδηγου michelin. Εκτός κι αν πεσαμε απλως σε μια κακη βραδια του εστιατοριου....
Να προσθέσω απλώς πως δεν έχει αστέρι michelin το συγκεκριμένο μαγαζί, είναι απλά recommended by michelin guide, το οποίο έχει τεράστια διαφορά! Αλλά ουτε το recommendation αξίζει να έχει για μένα προσωπικά γιατί στη δική μου επίσκεψη τα μισά πιάτα ήταν πολύ μέτρια και πανάκριβα χωρίς λόγο.
ποσο μαγικα εφαγα ποσοοοοο μαγικα μου αρεσαν ολα στην κυριολεξια δν θα ξεχωρισω καποιο πιατο απλα θα ξεχωρισω την απλοτητα και την γεματη γευση στα πιατα μεγαλη εκπληξη τα γλυκα που ενω συνηθως δεν τα προτιμω εδω ηταν εξαιρεση στον κανονα μου σιγουρα θα ξαναπαω