Τρία χρόνια χωρίς τον Άντονι Μπουρντέν που ήθελε ο κόσμος να είναι όπως στις ταινίες

08 Ιουνίου 2021
Τάσος Μητσελής
Με αφορμή τη συμπλήρωση τριών χρόνων από τον θάνατο του Μπουρντέν και το επερχόμενο φιλμ για τη περιπετειώδη ζωή του, ο Τάσος Μητσελής γράφει δυο λόγια για τον ανυπόταχτο Τόνι, που ούτε μπορούμε, ούτε δικαιούμαστε αλλά ούτε και θελουμε να ξεχάσουμε.
  • ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΑΝΤΟΝΙ ΜΠΟΥΡΝΤΕΝ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΣΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ | Θέματα

Στις 16 Ιουλίου θα παίξει στους κινηματογράφους το φιλμ για τη ζωή του Άντονι Μπουρντέν και στη περίπτωση που ζούσε τον φαντάζομαι να έχει λουφάξει σε μια γωνίτσα, πίσω πίσω στο σινεμά προφανώς (και δικαίως) μεθυσμένος, και να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα από τα πάντα: να σωπαίνει. Μπορεί το Roadrunner, το ντοκυμαντέρ του Morgan Neville να εξιστορήσει με τον γλαφυρότερο τρόπο το φαινόμενο «Μπουρντέν», αλλά μεταξύ μας, τώρα, πως να κλείσεις μέσα σε ένα δίωρο τον άνθρωπο που έκανε πιο ανθρώπινη τη σχέση μας με το ταξίδι και το φαγητό; Πόσα πρέπει να «πετάξεις» και πόσα να κρατήσεις από εκείνα τα αμίμητα τσιτσάτα που σου κόβανε την ανάσα με τη αδιανόητη συμπύκνωση των νοημάτων ,πολλές φορές μέσα σε μόλις δυο γραμμές, με την διαισθητική τους ευφυΐα, με το ουμανιστικό τους πνεύμα, με τη φιλοσοφημένη δομή τους, με μια απλή και κατανοητή γλώσσα που μπορούσε να μεταβολίσει μέχρι κι ένας ψαράς στο αγαπημένο του Ανόι, με έναν περίεργο κυνισμό που τον μαλάκωνε όμως στην επόμενη στροφή έστω μια φλούδα πίστης, ότι όλα θα πάνε καλά. Και ας μη πήγαιναν. «Το καλό φαγητό έχει να κάνει με το αίμα, τα όργανα, τη βία και τη σήψη.» έγραψε το 1999 αφήνοντας άφωνους τους αναγνώστες του New Yorker. «Ήθελα περιπέτειες. [...] Ήθελα να διασχίσω την έρημο με καμήλα, να φάω ένα ολόκληρο αρνί με τα χέρια. Ήθελα να παίξω με αυτόματα όπλα στην Πνοχ Πενχ. [...] Να βρεθώ σε μια τρισάθλια pulqueria με φωτισμό νέον στο αγροτικό Μεξικό. Ήθελα να βιώσω τον φόβο τον ενθουσιασμό, το μιράκολο. [...] Ήθελα να δω τον κόσμο κι ήθελα ο κόσμος να είναι όπως οι ταινίες.» 

Όντως η ζωή του έκανε πολλά χατήρια κι ο Τόνυ έζησε πράγματα και θαύματα, έχοντας το πόδι του μονίμως στο γκάζι. Ποιος ξέρει πόσες φορές αφότου καταξιώθηκε σε ολόκληρη την υφήλιο, γύρισε να συνομιλήσει με το δεκάχρονο παιδί που ταξίδεψε με τους γονείς του στο Παρίσι και δοκίμασε για πρώτη φορά όστρακα ή με τον έφηβο που έγραφε για την New York Press κριτικές εστιατορίων για να τα βγάλει πέρα ή αργότερα και με τον ενήλικα σαραντάρη που πέρασε των παθών του το τάραχο με τις μαγειρικές πριμαντόνες στη Νέα Υόρκη και ζούσε μονίμως με δανεικά για να πληρώσει το νοίκι του. Κι ύστερα ήρθαν τα πάνω κάτω κι όλος ο κόσμος ήταν στα πόδια του. Χρήματα, δόξα, αναγνώριση, βιβλία, ταξίδια, τηλεόραση, χρυσά συμβόλαια, μπίρες και bun cha με τον Ομπάμα. Μέχρι και καρδιά κόμπρας που ακόμη χτυπούσε είχε δοκιμάσει στο Βιετνάμ. Το σαράκι όμως παρέμεινε σαράκι. Και παρότι ο ίδιος δεν το έβαζε εύκολα κάτω, ούτε κι εκείνο τον άφηνε ποτέ σε ησυχία. Έβρισκε εντούτοις συχνά τον τρόπο για να ξανασηκωθεί. Και να σου πάλι από την αρχή. Έκοψε τα ναρκωτικά, μίλησε για την κατάθλιψη του, για την εξάρτηση του από το αλκοόλ. Και συνέχιζε τα συναρπαστικά ταξίδια του, στα οποία εκτός του ότι αναδείκνυε τον πολιτισμό της γεύσης μέσα από την καθημερινότητα των ανθρώπων, αποκαλύπτοντας κάθε φορά ένα άλλο ταξίδι μέσα στο ταξίδι, δε δίσταζε να περνάει όπου χρειαζόταν ακόμη και κοινωνικά μηνύματα, τη στιγμή που θα κόμπιαζε ακόμη και η γλώσσα ενός διπλωμάτη. 

Έπειτα γυρνούσε στη Νέα Υόρκη και αντί να μπαίνει στο Le Bernardin του κολλητού φίλου, Eric Ripert και να κατεβάζει ένα κιβώτιο Romaneé Conti για την πλάκα του, εκείνος τρύπωνε από την πίσω πόρτα για να του κάνει έκπληξη και να τον σύρει σε κάτι καλτ νεοϋορκέζικα μπαράκια, όπου βγαίνανε μετά από δέκα ωρες τύφλα. Και μπορεί όλος ο κόσμος να έπεσε από τα σύννεφα όταν έμαθε πως αυτοκτόνησε αλλά εκείνος κάποτε και που προσπαθούσε να το φέρει απέξω απέξω: «Σημασία έχει αν ζεις ή αν πέθανες. Μπορώ να ζήσω με την ντροπή και τον εξευτελισμό. Το έχω συνηθίσει αλλά γιατί να το κάνω;» είχε πει παλιότερα σε μια συνέντευξη του. Τι άλλο ήθελε να ακούσει κάποιος δηλαδή για να καταλάβει ότι αυτή η αρρώστια κι οι σκοτεινοί δορυφόροι που την περιέβαλαν, δε λαδώνονται με μεγαλεία, πλούτη και αγάπη από τον κόσμο. Για αυτό κι ο ίδιος τα έκανε συχνά τα μακροβούτια του στην άβυσσο. Μέχρι που σε ένα από αυτά δεν είχε άλλο οξυγόνο για να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Ήταν μόλις 61 ετών και το ημερολόγιο έγραφε 8 Ιουνίου του 2018. 

Πριν από τρία χρόνια. Σαν σήμερα. 

Κλείνω με αυτό το υπέροχο απόσπασμα από το «Κουζίνα Εμπιστευτικό»: 

«Θα ήθελα οι αναγνώστες να ρίξουν μια ματιά στις γνήσιες χαρές της προετοιμασίας ενός πραγματικά καλού γεύματος σε επαγγελματικό επίπεδο. Θα ήθελα να καταλάβουν πως νιώθεις όταν κάνεις πραγματικότητα το παιδικό σου όνειρο, να κυβερνήσεις τη δική σου μπριγάδα, πως νιώθεις, τι βλέπεις και τι οσφραίνεσαι μέσα στον ορυμαγδό και τα ουρλιαχτά, στη κουζίνα ενός εστιατορίου σε μια μεγάλη πόλη. Και θα ήθελα να τους μεταφέρω, όσο καλύτερα μπορώ, τις παράξενες χαρές που χαρίζει αυτή η γλώσσα, αυτή η λαλιά που συνδυάζει το ιδίωμα και το θανατηφόρο χιούμορ, που απαντούν στη γραμμή του πυρός. Θα ήθελα οι αναγνώστες που διαβάζουν αυτό το βιβλίο, να νιώσουν έστω την αίσθηση, ότι αυτή η ζωή, σε πείσμα όλων, μπορεί να έχει πλάκα.»

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση