Ζωή Μπελούκα, Ένα βιβλίο, μια νέα αρχή

11 Ιουλίου 2012
Ήρα Σινιγάλια

Μετά από μια σπουδαία καριέρα στις δημόσιες σχέσεις τις αφήνει για να γράψει το πρώτο της βιβλίο. Μια απόφαση… Ζωής και το μυθιστόρημά της, οι Γυναίκες του Αυγούστου, είναι γεγονός!

-Έπειτα από τόσα χρόνια σε μια δουλειά που είχε το στοιχείο της επαφής με τον κόσμο, διαλέγεις τη δημιουργική σιωπή, απαραίτητη για να γραφτεί ένα βιβλίο. Πώς πέρασες σε αυτό το νέο σύμπαν;

Όταν πρέπει να κάνεις συνέχεια πράγματα για τους άλλους, όταν οι ώρες του 24ωρου δεν φτάνουν, όταν πρέπει να μιλάς στο τηλέφωνο ή σε συναντήσεις με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, κλεισμένη σε ένα γραφείο, ενώ θα ήθελες να ‘σαι σε μια παραλία ξυπόλητη, δεν μπορείς -εγώ τουλάχιστον- να γράψεις και να τελειώσεις ένα μυθιστόρημα. Μπορούσα όμως να μαζεύω εικόνες, λόγια, γεγονότα, χαρακτήρες, συμπεριφορές. Κι όταν αυτή η «τρέλα» (ωραία μεν, πολύ πιεστική δε) περάσει, οι συνθήκες αλλάξουν και ο χρόνος γίνει πάλι δικός σου, τότε περνάς πολύ ωραία και δημιουργικά σε αυτό το άλλο σύμπαν.

-Μιλάμε για τρεις γυναίκες με διαφορετικό ταμπεραμέντο, τις ηρωίδες σου. Έχουν αυτές κάτι από εσένα;

Και να σου έλεγα ότι δεν έχουν, δεν θα γινόμουν πιστευτή, τουλάχιστον για το πρώτο μου μυθιστόρημα. Οι δυο ηρωίδες έχουν στοιχεία από μένα, από φίλες και συμμαθήτριες, από πρόσωπα που γνώρισα όλα αυτά τα χρόνια.

-Στις Γυναίκες του Αυγούστου, μιας και είμαστε σε ένα site που αγαπά τη γεύση, τα γλυκά γίνονται ένας συνδετικός κρίκος που φέρνει κοντά ανθρώπους, έρωτες και ντύνει και γεγονότα. Έτσι η γεύση πρωταγωνιστεί. Γιατί;

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που τα φαγητά, τα γλυκά και τα τραπεζώματα ήταν πολύ σημαντικά και σχεδόν καθημερινά. Η μητέρα μου, η Ευτυχία, ήταν μια αξεπέραστη νοικοκυρά και οικοδέσποινα. Το σπίτι μας το καθόριζαν οι ευωδιές της κουζίνας: βανίλια, κανέλλα, γαρύφαλλο, μαστίχα, γλυκά του κουταλιού, λικέρ από φρούτα εποχής, κέικ και κουλουράκια, τηγανιτοί κεφτέδες, κρητικά καλτσούνια, γαμοπίλαφο, χωριάτικες πίτες, καθώς και άλλα λιγότερο παραδοσιακά. Κάθε γιορτή της οικογένειας είχε το δικό της γλυκό, που, καθώς περνούσαν τα χρόνια, γινόταν όλο και καλύτερο! Αλλά και κάθε επίσκεψή μας σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια συνοδευόταν από το ξεχωριστό γλυκό ή φαγητό της μαμάς μου. Συνταγές άλλαζαν χέρια, γραμμένες σε χαρτάκια ή σελίδες των σχολικών τετραδίων μου με τίτλους γυναικείων ονομάτων: «μελαχροινη Ευτυχίας», «κουλουράκια θείας Μαρίτσας», «κουραμπιέδες Τασίας»...

-Πόσο αυτοβιογραφικό τελικά είναι το πρώτο σου μυθιστόρημα;

Είναι βιωματικό αλλά όχι αυτοβιογραφικό. Έχω ακόμη πολλά να ζήσω ώσπου να γράψω αυτοβιογραφία!

-Τι σου λείπει από την παλιά δουλειά;

Μου λείπουν οι ωραίες και μεγάλες εκδηλώσεις που διοργανώναμε στην Beluga, όπου εγώ αισθανόμουν σαν οικοδέσποινα που έπρεπε να τα έχει όλα τέλεια για τους καλεσμένους της.

-Και τι δεν σου λείπει καθόλου;

Δεν μου λείπει καθόλου η ρουτίνα των χωρίς λόγο και αποτέλεσμα απαιτήσεων κάποιων πελατών, η μιζέρια κάποιων και η έλλειψη ευγένειας άλλων. Αντίθετα μου λείπει η επαφή και η συνεργασία με τους περισσότερους, που έμειναν φίλοι με την ευρύτερη έννοια του όρου.

-Τι ρόλο παίζει η οικογένεια στο βιβλίο σου, καθώς φαίνεται ότι κινεί τα νήματα της πλοκής;

Η οικογένεια είναι πολύ σημαντική στη ζωή μας αλλά και στην εποχή του μυθιστορήματος. Πιστεύω ότι και τώρα, που γίνεται το «μεγάλο ξεκαθάρισμα» αξιών, προσώπων, τρόπου ζωής, και πάλι είναι σημαντική παράμετρος.

-Μετά από χρόνια καταξίωσης στο χώρο σου κάνεις μια στροφή και σε γνωρίζουμε πια σαν συγγραφέα. Τι γεύση έχει αυτή η αλλαγή;

Πολύ γλυκιά γεύση! Έχει το άρωμα της μαστίχας, το χρώμα της φράουλας, τη γεύση μιας «πάβλοβας» και ενός κρεμώδους τιραμισού και την επίγευση ενός λιμοντσέλο. Δεν περίμενα ότι θα νιώσω τόση χαρά και ικανοποίηση. Να ‘ναι καλά ο εκδότης μου, ο Θανάσης Καστανιώτης.

-Η Ελλάδα είναι σε μετάβαση, για να μην επαναλάβω τη λέξη κρίση. Πού βλέπεις την έξοδο;

Eίναι δύσκολη η προσαρμογή όταν βιάζουν τη ζωή και την καθημερινότητά σου με τέτοιο τρόπο. Αδυνατούμε να δούμε το χειρότερο γιατί πρέπει να πιστέψουμε κάπου για να επιβιώσουμε. Δεν γίνεται ολόκληρη χώρα να εξαφανιστούμε σαν να μην υπήρξαμε ποτέ. Χρειάζεται πολλή δουλειά με τον εαυτό μας, την οικογένειά μας και τον περίγυρό μας για να αντέξουμε. Μακάρι η έξοδος να περνούσε μέσα από τον πολιτισμό και όχι μέσα από τις «αγορές» αλλά αυτό είναι μάλλον ουτοπία.

-Στο βιβλίο περιγράφεις μια Αθήνα άλλης εποχής. Ήταν καλύτερη τότε;

Κάποια στοιχεία ήταν καλύτερα και κάποια χειρότερα, ανάλογα την ηλικία, το περιβάλλον, το χαρακτήρα του καθενός. Εγώ προσπαθώ να βρίσκω τις φωτεινές πλευρές της ζωής πάντα. Ευτυχώς, ζούμε σε μια χώρα που όσο και να την παρουσιάζουν «άθλια» είναι γεμάτη χρώματα και φως!

-Οι δημόσιες σχέσεις συνδέθηκαν αυθαίρετα με το lifestyle «λεζάντα», τις επιφανειακές σχέσεις, το φαίνεσθαι. Τι είναι όμως στα αλήθεια;

Οι δημόσιες σχέσεις είναι ένας κλάδος της επικοινωνίας πολύ νευραλγικός. Είναι κυρίως ανθρώπινες σχέσεις, τέχνη, επιστήμη και πείρα. Μπορούν να κάνουν ένα προϊόν, μια υπηρεσία, ένα γεγονός γνωστό στο ευρύ κοινό, μπορούν να βελτιώσουν την εικόνα μιας εταιρείας ή τις σχέσεις της με τα media και άλλους κοινωνικούς φορείς. Δυστυχώς όμως πουθενά αλλού δεν είδα να ταιριάζει το «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις!» Αλλά για να αφήσεις το στίγμα σου σε οποιοδήποτε επαγγελματικό χώρο, πρέπει να δουλέψεις πολύ, να απαιτείς το τέλειο από την ομάδα σου και τον εαυτό σου, να ανακαλύπτεις νέα μονοπάτια που σε οδηγούν μπροστά από την εποχή σου και κυρίως να αγαπάς πολύ αυτό που διάλεξες να κάνεις. Για μένα όλη αυτή η πορεία ήταν ένα μαγευτικό ταξίδι και άξιζε τον κόπο και την προσπάθεια.

-Στο μυθιστόρημα ο έρωτας έχει κάτι ανεκπλήρωτο και συχνά βαρύ. Είναι πράγματι έτσι;

Πιστεύω ότι ο έρωτας έχει πάντα κάτι το ανεκπλήρωτο ακόμη κι όταν ολοκληρώνεται. Αν το βαρύς έχει την έννοια του συμπυκνωμένου, τότε ναι, ίσως είναι έτσι.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση