Για να είμαι σίγουρη πως θα βρω τραπέζι φρόντισα να έχω κάνει κράτηση. Όπως διαπίστωσα όμως δεν ήταν κι απαραίτητο. Οι κρατήσεις γίνονται μόνο για το 50% των τραπεζιών, ενώ στα υπόλοιπα κάθονται όσοι βρουν άδειο. Ισχύουν δε για ένα δίωρο πάνω κάτω το οποίο αρκεί και με το παραπάνω για ένα μεσημεριανό, που το πολύ που θα παραγγείλεις είναι μια σούπα και μια μερίδα με τέσσερις gyoza.
Ο χώρος είναι ευχάριστος, λιτός, με χαμηλούς πάγκους γύρω από την ανοιχτή κουζίνα, κατά το ασιατικό πρότυπο. Και είναι ξεκάθαρα ευρωπαϊκής αισθητικής, μολονότι, η διαρρύθμισή του θυμίζει κάπως yatai (γιαπωνέζικη καντίνα). Επικρατεί, βέβαια, μια σχετική βαβούρα, καθώς τα τραπέζια είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο και η μουσική ακούγεται μάλλον δυνατά. Όπως μας είπαν δεν είναι πάντα του ίδιου στιλ, γιατί την επιλέγουν οι μάγειρες, ανάλογα με τη διάθεσή τους.
Ο μικρός κατάλογος, δεν εστιάζει μόνο στη σούπα ράμεν, προτείνει και καμιά δεκαριά άλλα πιάτα, της ιδίας λογικής: gyoza, donburi (μπολ με ρύζι ατμού, κρέας και λαχανικά), tonkatsu (τηγανητή κοτολέτα παναρισμένη με panko) κ.ά.
Παρότι
ένα κλασικό μπολ ράμεν περιέχει πάντα διαυγή ζωμό με λεπτά λευκά noodles σταριού, λαχανικά ή/ και κρέας, εδώ ο Σωτήρης
Κοντιζάς παρουσιάζει τέσσερις διαφορετικές εκδοχές του: ένα με διαυγή ζωμό, ένα
με θολό από κόκαλα κοτόπουλου, ένα χορτοφαγικό και ένα ξηρό, χωρίς ζωμό (mazemen).
Δοκίμασα το chashu ramen με τη σιγομαγειρεμένη σε σόγια και μιρίν χοιρινή παντσέτα (iberico), το οποίο βρήκα μάλλον πολύ άτονο. Ο ζωμός του, παρότι ακολούθησα όλο το τελετουργικό – στο οποίο με είχε μυήσει στην αρχή της ταινίας του, «Tampopo (1985) ο Juzo Itami, όπου ο νταλικιέρης- ήρωάς του (Ken Watanabe) βύθιζε τις λεπτές φέτες του κρέατος και τα λαχανικά στο ζωμό για να του δώσουν γεύση – ο δικός μου, όσο κι αν βύθιζα το χοιρινό μου δεν έλεγε να πάρει umami ή έστω λίγη λιπαρότητα (kukumi). Αντίθετα, πολύ πιο νόστιμο μου φάνηκε το soyu ramen με τα μανιτάρια πλευρώτους, τα τοματίνια, το σπανάκι, τη σελινόριζα και τα λιγοστά μυριστικά, που είχε ήδη μια πιο umam-ένια γεύση, την οποία τόνισε περισσότερο το ολόκληρο, βρασμένο αυγό μόλις το έσπασα μες το ζωμό. Δοκίμασα κι ένα πιάτο με gyoza (γιαπωνέζικα dumplings γεμιστά με κιμά και λαχανικά και τυλιγμένα σε λεπτή ζύμη). Νόστιμα μεν, αλλά λίγο πιο λιπαρά από όσο τα περίμενα. To donburi katsu curry, το ρύζι με την τηγανητή χοιρινή παναρισμένη κοτολέτα, έφερνε πολύ σε ινδικό λόγω κάρι, αλλά ήταν νόστιμο και χορταστικό. Και πολύ, θα προσθέσω – χρειαζόμουν μεγαλύτερη παρέα για να το καταφέρουμε.
Μιλώντας γενικότερα, πιστεύω πως είναι μάλλον νωρίς για συντονιστεί μια τόσο μεγάλη ομάδα και να αποδώσει, ακόμα και το απλό φαγητό μιας γιαπωνέζικης καντίνας στο 100% του. Αυτή η διαφορετική πρόταση, όμως, γιαπωνέζικου φαγητού καντίνας, σε προσιτές τιμές, μού φαίνεται μια ευχάριστη αλλαγή για ένα μεσημεριανό στο κέντρο. Η δε ομάδα του σέρβις είναι ευγενική και τόσο συνεργάσιμη που με έπεισε πως αξίζει να το επαναλάβω σύντομα.
Το χάρηκα που το κέντρο της πόλης μου αποκτά έναν πιο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, χωρίς να χάνει την ταυτότητα του, γιατί όπως λένε: Όλοι οι καλοί χωράνε.
info: Αριστείδου 1, Ευριπίδου 2, Αθήνα, τηλ.: 210700 0252, Ανοιχτά: Δευτέρα -Σάββατο 14:00-19:00, τιμή: € 15-30
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση