Μελίσσα Στοΐλη

15 Μαΐου 2019
Μικαέλα Θεοφίλου
Η δημοσιογράφος γεύσης, συγγραφέας και ηθοποιός μας μιλάει για τις γαστρονομικές της προτιμήσεις
  • ΜΕΛΙΣΣΑ ΣΤΟΐΛΗ | Η Μέρα μου στο Πιάτο

Η Μελίσσα όπως λέει και η ίδια έχει διπλή ζωή. Τα πρωινά είναι αφιερωμένα στον περιοδικό τύπο, το Welcome, το Elliniko spiti, και το Olive όπου συνεχίζει τις γαστρονομικές της ιστορίες, οι πρώτες εκ των οποίων εκδόθηκαν από την Κίχλη σε βιβλίο με τον τίτλο «Και διηγώντας τα… να τρως». Είναι ιστορίες αγαπημένων εδεσμάτων που έχουν έντονη παρουσία στο τραπέζι μας, στα τραγούδια μας, στην λογοτεχνία, στην καθημερινότητά μας με κάθε μορφή. Τα βράδια παίζει στο θέατρο, στο «Γουρούνι στο σακί» του Φεϊντό (στις 13 και 14 Μαΐου παίζει με αυτή  την παράσταση στο ιστορικό θέατρο Αμαλία που μόλις ανακαινίστηκε, στη Θεσσαλονίκη) ενώ κάνει πρόβες για την «Κωμωδία των ψευτογιατρών» του Σαβόγια Ρούσμελη (σκηνοθεσία Έρση Βασιλικιώτη-Νίκος Γκεσούλης) που θα πρωτοπαιχτεί το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Ηρακλείου Κρήτης, «5+1 πολιτισμοί». Με αφορμή το βιβλίο και αιτία την περιέργεια μας για τις δικές της γαστρονομικές συνήθειες κρυφοκοιτάξαμε στο γαστρονομικό της ημερολόγιο. 

«H μέρα ξεκινάει με μια μεγάλη κούπα καφέ φίλτρου και οπωσδήποτε με γιαούρτι και μέλι. Το γιαούρτι από την φάρμα Παλαμά της Καρδίτσας είναι η συνηθέστερη επιλογή μου γιατί είναι μεν στραγγιστό αλλά όχι πολύ κρεμώδες και βαρύ όπως τα περισσότερα. Πολλές φορές φτιάχνω και μόνη μου γιαούρτι, είναι πολύ εύκολο, και χαίρομαι να παίζω με τα θερμόμετρα, τον πάγο και τα κιούπια! Όσο αφορά το μέλι, νομίζω, δεν υπάρχει άλλος σαν εμένα που να έχει τόση λατρεία σε αυτό το προϊόν. Έχω αδυναμία στο Αμοργιανό μέλι του Παναγιώτη Μαρούλη, στο Μελίγυρις από πευκοθύμαρο, και στο Ελάτης βανίλια από την Μελισσοκομία Χελμός. Αλλά και το φίνο μέλι Ταϋγέτου από άνθη πορτοκαλιάς, ή και το φθινοπωρινό ερείκης της Ergon. Σταματώ, δεν περιγράφω άλλο… 

Θα περιγράψω όμως τα αγαπημένα μου στέκια για καφέ και πρωινό ή δεκατιανό ή και brunch: το Πορτατίφ στη Σίνα, με το παριζιάνικο, ρομαντικό του αέρα και τις τάρτες φράουλας, την κις λορέν, τα αφράτα κρουασάν και το εκλέρ με κρέμα φιστικιού. Αγαπώ  επίσης την Στάνη στην Ομόνοια για λουκουμάδες και ρυζόγαλο, το Zoe’s premium latteria στην Ακαδημία για smoothies και φρέσκο κατσικίσιο στραγγιστό γιαούρτι με αγριοκέρασο, το Άριστον στην Βουλής για την θρυλική κουρού, το Mask στην Καλαμιώτου για αυγά μπενεντικτ και κουλούρι Θεσσαλονίκης με σολομό. Από φαγητά του δρόμου δεν αντιστέκομαι στα φαλάφελ. Το πιο αυθεντικό νομίζω πως είναι το φαλαφελάδικο  στην πλατεία Βάθη, στην αρχή της Λιοσίων. Χορταστικό και οικονομικό. Το Talking breads στην πλατεία Εξαρχείων έχει συγκλονιστικά μπέργκερ με ζουμερό μπιφτέκι και βουτυράτο ψωμί που φτιάχνεται επί τόπου. Για σουβλάκια ασυζητητί στον Πρίγκιπα στην Χαριλάου Τρικούπη. Πέρα από τα κλασικά,  έχει ασυνήθιστα και εκλεκτά καλαμάκια βουβαλίσια, καλαμάκια προβατίνας, ή μαύρου χοίρου, και κεμπάπια Φλώρινας.

 Το μεσημέρι δεν τρώω συνήθως στο σπίτι και δεν μαγειρεύω περίπλοκα αν δεν έχω παρέα. Το μαγείρεμα στο μυαλό μου έχει να κάνει πολύ με την προσφορά σε ανθρώπους που αγαπάς. Μια γρήγορη συνταγή, πολύ εύκολη και πολύ νόστιμη είναι τα αυγά ποσέ με γιαούρτι και μπούκοβο.

Για 2 άτομα


4 αυγά 
350 γρ. γιαούρτι στραγγιστό 
1 σκελίδα σκόρδο, λιωμένο 
1 κ.σ. ελαιόλαδο  
2 κ.σ. λευκό ξίδι 
2 κ.σ. βούτυρο φρέσκο 
1/2 κουταλάκι μπούκοβο

½ κ.σ. μαϊντανό, ψιλοκομμένο 
αλάτι, πιπέρι 

Σε ένα μπολ ανακατεύουμε το γιαούρτι, το σκόρδο, το ελαιόλαδο , αλάτι και πιπέρι και 1 κ.σ. ξίδι. Το μοιράζουμε σε 2 πιάτα και τα βάζουμε στο ψυγείο να κρυώσει το γιαούρτι. Σε ένα κατσαρολάκι, σε δυνατή φωτιά, βάζουμε μέχρι τη μέση νερό και όταν πάρει βράσει χαμηλώνουμε την ένταση, ρίχνουμε αλάτι και 1 κ.σ. ξίδι. Σπάμε ένα ένα τα αυγά σε πιατάκι. Με το ένα χέρι και ένα κουτάλι κάνουμε έναν στροβιλο στον νερό και προσεκτικά ρίχνουμε στην δίνη το αυγό. Συνεχίζουμε με τα υπόλοιπα. Όταν ασπρίσουν τα αφαιρούμε με τρυπητή κουτάλα. Βγάζουμε το γιαούρτι από το ψυγείο και βάζουμε από πάνω τα αυγά.  Ζεσταίνουμε το βούτυρο και μόλις βγάλει τα αρώματά του ρίχνουμε το μπούκοβο. Περιχύνουμε με αυτό τα αυγά και το γιαούρτι, αλατοπιπερώνουμε και πασπαλίζουμε με τον μαϊντανό.

M’ αρέσει πολύ να ψωνίζω. Αργά, το πρωί του Σαββάτου πηγαίνω μια βόλτα από την λαϊκή της Καλλιδρομίου, και από το κρεοπωλείο του Γιάννη, στον ίδιο δρόμο που έχει πρώτη ύλη κορυφής και πολύ νόστιμες παρασκευές. Ακολουθεί κουβέντα, καφές και ίσως και μια γλυκιά κρέπα στο Au Grand Zinc, Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου, ένα μπιστρό ψηλοτάβανο και χαρούμενο με βίντατζ αισθητική.

Για τα καθημερινά ψώνια στο Σχοινόπρασο, στου Γκύζη βρίσκω ολόφρεσκα φρούτα και λαχανικά, αλλά και μπαχαρικά, τυριά και αλλαντικά μικρών παραγωγών, ζυμαρικά και όσπρια, ακόμη και λουλούδια!

Στο ψυγείο μου θα βρεί κανείς κυρίως τυριά. Θα μπορούσα να ζω με τυριά και ψωμί! Θα βρεί όμως και γιαούρτι, ντοματίνια ή ντομάτες, αβοκάντο και τόνικ γιατί το αγαπημένο μου ποτό είναι το τζιν τόνικ… Και το αγαπημένο μου τζιν το Tanqueray.

Μ’ αρέσει να τρώω έξω όμως δεν μπορώ τα εστιατόρια με  κακή ακουστική γιατί μετά από λίγο κάθε συζήτηση γίνεται ένας ανυπόφορος θόρυβος, τα τραπεζάκια που δεν έχουν ζωτικό χώρο γύρω τους και οι κινήσεις εντυπωσιασμού στο μενού. Επίσης δεν εμπιστεύομαι τα μαγαζιά που έχουν πολύ μεγάλους καταλόγους και είναι πρόθυμοι να σου φέρουν από ρόκα με μπαλσάμικο μέχρι παϊδάκια και γαύρο.

Αγαπημένη μου κουζίνα είναι η ιταλική γιατί μάλλον είναι πολύ comfort και ταυτόχρονα ταπεραμεντόζα, αρωματική και οικεία. Γι’ αυτό μπορώ να φάω σαν comfort food τα ζυμαρικά σε κάθε μορφή με κάθε σάλτσα, ακόμη και σκέτα με τυρί.

Οικεία όμως στους αναγνώστες μου είναι και ότι στις ιστορίες μους μου συχνά συνδέω τη μουσική με το φαγητό. Νομίζω πως έτσι ενισχύονται οι αισθήσεις. Τη μουσική του Τσιτσάνη  θα την συνδυάζα με τσιροσαλάτα και τσίπουρο, της Μπίλι Χολιντεϊ με όστρακα και της Βέμπο με κότα μιλανέζα. Τώρα που είπα «Τσιτσάνης» θα ήθελα να καθόμουν με τον Τσιτσάνη και τον Καβάφη σε μια παραλία στην Κρήτη, βράδυ, σε ένα τραπέζι γεμάτο θαλασσινούς μεζέδες και τσίπουρο. Αλλά αυτό είναι μια ποιητική διάσταση του φαγητού. Τα συστατικά που θεωρώ απαραίτητα σε ένα γεύμα είναι οι καλές πρώτες ύλες και η καλή παρέα, που αποτελείται από τους δικούς μου φίλους. 

Το δικό μου ταξίδι στην παιδική μου ηλικία, η δική μου μαντλέν είναι το σπίτι της γιαγιάς μου στην Θεσσαλονίκη.Μια μονοκατοικία, σε έναν σχεδόν αθέατο συνοικισμό. Υπήρχε στην κουζίνα μια πετρογκάζ με τρεις εστίες. Νομίζω πως τα καλύτερα τηγανητά τα έφαγα από εκείνη τη γκαζιέρα. Με λεπτή κρούστα από έξω και μαλακά, ζουμερά από μέσα. Το καλύτερο πιάτο ήταν τα λαχανικά από το παρτέρι, μελιτζάνες, πιπεριές, κολοκυθάκια, τηγανισμένα μαζί με χοντροκομμένες πατάτες και περιχυμένα με σάλτσα φρέσκιας ντομάτας. Σερβιρισμένα σε τσίγκινο πιάτο και συνοδευμένα με ζυμωτό ψωμί και φέτα πιπεράτη. Ωραιότερα ήταν κρύα όταν τα λαχανικά είχαν ρουφήξει λαίμαργα τη σάλτσα και είχανε μελώσει. Καθώς γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη στη γευστική μου μνήμη βρίσκονται επίσης τα βουτυράτα πιλάφια, οι λακέρδες, η πιπεράτη φέτα του Βλάστη, οι ελιές θρούµπες, τα µύδια του Θερµαϊκού, τα καϊµακλίδικα καζάν ντιµπί, τα μαστιχωτά τσουρέκια, τα σουσαμένια κουλούρια, τα τρίγωνα, οι µπουγάτσες, τα κουρκουµπίνια, τα ταούκ κιοκτσού και τα σιροπιαστά. Από εκεί και μετά με διαμόρφωσαν γευστικά οι εμπειρίες, τα ταξίδια, η ενασχόληση με την ίδια την γαστρονομία στο σύνολό της. Πίσω από το τι βάζει κάποιος στο πιάτο και στο ποτήρι του κρύβονται οι πολιτισμικές του καταβολές, αλλά και οι περιβαλλοντολογικές και κοινωνικές επιρροές που έχει δεχθεί.

Και από το ταξίδι στο χρόνο, στα καλοκαιρινά μου ταξίδια.  
Τα καλοκαίρια πηγαίνω συνήθως στο Βόλο και την Μυτιλήνη όπου έχω πολύ καλούς φίλους. Η Μυτιλήνη είναι ένα λουνα παρκ για καλοφαγάδες. Το παντοπωλείο του Σκοπελίτη στην οδό Ερμού έχει τοπικά προϊόντα, τραχανά, χάχλες, βότανα, ούζα κλπ. Για τυριά θα πας στις αδελφές Αλμπάνη, για ξηρούς καρπούς στον Ματζουρίδη. Ο φούρνος Φαντάστικο φέρνει γλυκά και ψωμιά από τους συνεταιρισμούς των χωριών, το ψαράδικο Λέλεκας στην οδό Αλκαίου και Αρίωνος είναι εγγύηση και βέβαια θα πάρεις παστουρμά από το κρεοπωλείο του Καμπούρη. Για εστιατόρια στην Νιρβάνα στο λιμάνι, στο ουζερί «Το στέκι του Γιάννη» που όλοι στη Μυτιλήνη το λένε Αίο γιατί εκεί συχνάζουν οι οπαδοί του Αιολικού, στον Ερμή στην αγορά για καφέ και μεζέδες, στου Λιώτα για καλό κρέας, στις Βάγιες στο δρόμο για το Καγιάνι για να πιεις ούζο την ώρα που δύει ο ήλιος, στην Γαλάζια Θάλασσα στα Τσόνια, ένα μέρος ονειρεμένο βγαλμένο από καλοκαίρια του 60, στον Μίμη στη Σκάλα Καλλονής, και στο εστιατόριο του συνεταιρισμού γυναικών Πέτρας κοντά στον Μόλυβο.

Στον Βόλο, στην Λεύκα του Μανώλη απέναντι από το Ξενία για ψάρι, στον Κήπο για σπετζοφάι, αυγά με παστουρμά και τηγανιές, στην Αλμπύρα, στην παραλία του Άναυρου με τραπεζάκια πάνω στην άμμο για μακαρονάδες, και για τσίπουρο στον Ταμπάκη στο Οινόπνευμα, στον Ξιφία και στον Δεμίρη στη Νέα Ιωνία και το Φιλαράκι στα Παλιά.

Στο εξωτερικό έχω περάσει πολύ όμορφα και γευστικά στην Τοσκάνη στην Ιταλία και στον Λίγηρα στην Γαλλία. Μου έχει αποτυπωθεί όμως πολύ έντονα ένα γεύμα στο Παρίσι στο εστιατόριο Le Train Bleu δίπλα στις αποβάθρες των τρένων στον σταθμό Gare du Lyon. Τα κρύσταλλα, η μπαρόκ ατμόσφαιρα οι ήχοι των σερβίτσιων, τα τρένα που πηγαινοέρχονταν μου έδιναν την αίσθηση ότι ζω σε μυθιστόρημα. Ήταν πέρα από το φαγητό, ήταν μια συνολική εμπειρία. Αλλά και ο μπαμπάς με ρούμι ήταν υπέροχος! Και με αυτές τις τελευταίες γλυκές λέξεις περνάμε στο κεφάλαιο «γλυκά»:  Δε θα πω πολλά. Μόνον ότι πάω στον Ασημακόπουλο  στα Εξάρχεια για  την μους σοκολάτα και το σου με φράουλα και στο Φύσις στη Μεσογείων για πορτοκαλόπιτα Καππαδοκίας, και για εκμέκ πολίτικο.Νομίζω όμως ότι τον βιο που θα τον τελείωνα στην Χαρά στα Κάτω Πατήσια καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες παγωτού»!

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση