Ξεφεύγοντας από τα δεσμά της ιστορίας

24 Απριλίου 2013
Ντίνος Στεργίδης

Το κρασί μπορεί να γεννήθηκε στη Μεσοποταμία και από εκεί να ήρθε στην Ελλάδα, ωστόσο το σύγχρονο ελληνικό κρασί είναι ανώτερο ποιοτικά από εκείνο των χωρών της Μέσης Ανατολής.

Προτού ασχοληθεί με το κρασί, ο Joel Butler ΜW ήταν ιστορικός. Συνεργάστηκε λοιπόν με τον ακαδημαϊκό και θεολόγο Randall Heskett και μαζί έγραψαν ένα βιβλίο με τίτλο «Divine Vintage: Following the Wine Trail from Genesis to the Modern Age», όπου παρουσιάζουν τη γέννηση της αμπελοκαλλιέργειας και της οινοποίησης και την ταυτόχρονη με το Χριστιανισμό εξάπλωσή τους προς δυσμάς. Κατόπιν επιστρέφουν, στο βιβλίο τους, στην ανατολή για να εξετάσουν τις σύγχρονες μορφές που έχει πάρει το κρασί στις χώρες όπου γεννήθηκε.

Σε επόμενο σημείωμά μου θα αναφερθώ εκτενέστερα στο βιβλίο των Μπάτλερ-Χέσκετ, γιατί εδώ θέλω να σταθώ μόνο σε μερικές σκέψεις που μου γεννήθηκαν ύστερα από μία ενδιαφέρουσα γευσιγνωσία που πρόσφατα οργάνωσε στην Αθήνα η σχολή κρασιού WSPC παρουσία του Τζόελ Μπάτλερ. Στη γευσιγνωσία αυτή δοκιμάστηκαν κρασιά από την Τουρκία, το Ισραήλ, το Λίβανο, τη Γεωργία, την Ιορδανία και την Ελλάδα ώστε με αφετηρία το βιβλίο να ανοίξει μία συζήτηση για τα κρασιά του χθες (των Βιβλικών, δηλαδή, χρόνων!) σε σχέση με εκείνα του σήμερα. Με άλλα λόγια, πώς συγκρίνεται το οινολογικό χθες με το οινολογικό σήμερα στις χώρες εκείνες όπου κατά γενική ομολογία γεννήθηκε το κρασί;

Να, αναμφίβολα, μία ενδιαφέρουσα ερώτηση! Που θα μείνει φυσικά αναπάντητη αφού κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια τι γεύση είχαν τα κρασιά που έπιναν οι αρχαίοι. Πάντως δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να καταλάβει κανείς πως τα σύγχρονα γευστικά μας κριτήρια μάλλον θα έβρισκαν απαράδεκτα τα κρασιά των παλιών, είχαν δεν είχαν αυτά πρόσθετες ουσίες (που ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, ο κανόνας).

Ο κ. Μπάτλερ, έφερε στην Αθήνα κρασιά από γηγενείς ποικιλίες αμπέλου (όπου υπάρχουν, κυρίως στην Τουρκία) και άλλα, από διεθνείς ποικιλίες, από χώρες όπου δεν υπάρχουν (πλέον;) γηγενείς, π.χ. Λίβανος και Ισραήλ. Η άσκηση που έβαλε στο κοινό του ήταν να αναρωτηθούμε, δοκιμάζοντας τα κρασιά αυτά σε συνάρτηση με τις ιστορικές πληροφορίες που έδινε, κατά πόσο διατηρούν ακόμα στοιχεία αυθεντικά, διαφορετικά, ακόμα και ιστορικά. Τα κρασιά που δοκιμάσαμε με έκαναν να θυμηθώ και άλλα από τις χώρες αυτές, που έχω δοκιμάσει στο παρελθόν.

Εάν υποθέσουμε ότι οι ως άνω χώρες αποτελούν ένα είδος κλειστής λέσχης «Βιβλικών Κρασιών», δεν χωρά αμφιβολία πως τα ελληνικά είναι μακράν τα καλύτερα. Οι Τούρκοι διατείνονται ― και αυτοί ― πως έχουν εκατοντάδες γηγενείς ποικιλίες, αλλά εάν οι: Okuzgozu, Bogazkere και Kalecik Karasi είναι ό,τι καλύτερο έχουν να επιδείξουν στις ερυθρές τους ποικιλίες (και δεν υπάρχει λόγος να το αμφισβητήσω αφού το λέει ο κ. Μπάτλερ MW), έχουν ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουν. Από τις τρεις η τελευταία ήταν η πιο ενδιαφέρουσα, αλλά στο σύνολό τους μιλάμε για πολύ ρουστίκ καταστάσεις τις οποίες ούτε η σύγχρονη οινολογία δεν σώζει. Λευκές ποικιλίες δοκιμάσαμε μόνο μία, την Narince, που δίνει ένα ευχάριστο κρασί δίχως άλλο. Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία έχει μπει πολύ δυνατά στο παιχνίδι της επικοινωνιακής προώθησης των γηγενών της ποικιλιών, αλλά γευστικά τουλάχιστον βρίσκεται ακόμα πολύ πίσω.

Ισραήλ, Λίβανος και Ιορδανία καλλιεργούν γαλλικές ποικιλίες με αρκετά καλά αποτελέσματα, δίχως ωστόσο να μπορούμε να μιλάμε για κρασιά με ξεχωριστή προσωπικότητα. Τα κρασιά του Λιβάνου και του Ισραήλ είναι αρκετά διαδεδομένα και έχει τύχει να τα δοκιμάσω αρκετές φορές. Αυστηρά, αν όχι στεγνά, τείνουν να είναι συχνά τα κρασιά του Λιβάνου, ενώ του Ισραήλ, γενικά καλύτερα σε ποιότητα, είναι πολύ «εμπορικά». Όσο για τη Γεωργία, της οποίας τις προάλλες δοκιμάστηκε ένα μόνο κρασί (μέθοδος οινοποίησης, σύμφωνα με τον Τζόελ Μπάτλερ: «whatever happens, happens!»), δεν θα μπορούσε φυσικά να εκφέρει κανείς μια συνολική άποψη βάσει αυτού, αλλά η χαμηλή ποιότητα της παραγωγής της είναι γνωστή τοις πάσι.

Εν ολίγοις, είναι εντυπωσιακή η διαφορά στην ποιότητα μεταξύ των ελληνικών κρασιών και εκείνων από τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο. Αυτό δεν θα είχε μεγάλη σημασία, πέρα από την όποια ικανοποίηση μας δημιουργεί, εάν δεν υπήρχαν φορείς, οργανισμοί, έντυπα κ.λπ. που μας κατατάσσουν συστηματικά, οινολογικά και γεωγραφικά, στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, με αποτέλεσμα αυτό να ενισχύει την άδικη εικόνα που έχει δημιουργηθεί για το ελληνικό κρασί. Για παράδειγμα, ο Mark Squires, ο υπεύθυνος για την Ελλάδα οινοκριτικός του Wine Advocate δοκιμάζει και Λίβανο, Ισραήλ κ.λπ. ενώ μόλις πριν από ένα μήνα στη μεγάλη έκθεση της Γερμανίας, Prowein, η Ελλάδα ήταν στο ίδιο κτίριο με τα Βαλκάνια και τις χώρες της Μέσης Ανατολής, παρά το γεγονός ότι ζητήθηκε επίσημα από τους διοργανωτές να βρίσκεται δίπλα στη Γαλλία και την Ιταλία, με τα κρασιά των οποίων οι καλύτερές μας ετικέτες θέλουν πλέον να αναμετρηθούν.

Τέλος, ρώτησα τον Τζόελ Μπάτλερ εάν, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του σε όλες αυτές τις χώρες όπου το κρασί προϋπήρξε της Ελλάδας, αντελήφθη οι πληθυσμοί τους να έχουν την ίδια με τους Έλληνες βαθιά αντίληψη γι’ αυτό. Πλην της Γεωργίας καμία, ήταν η απάντησή του. Μπορεί, λοιπόν, η αμπελοκαλλιέργεια και η οινοποίηση να ξεκίνησαν στα βάθη της Ανατολής, το κρασί στην Ελλάδα όμως απέκτησε την πολιτιστική του διάσταση και ανυπομονώ να δω εάν η ιδιαιτερότητα αυτή αναφέρεται στο βιβλίο του κ. Μπάτλερ.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση