Καλλιτεχνικοί και δημιουργικοί διευθυντές πάνε κι έρχονται στα διάφορα luxury brands. Βαρύγδουπες μεταγραφές ανακοινώνονται με σκοπό τι άλλο την αύξηση των πωλήσεων. Είναι αλήθεια ότι μετά τους John Galliano, Tom Ford, John Richmond, Raf Simons (όλοι τους γενημμένοι τη δεκαετία του ’60), η μόδα “ψάχνει” το νέο μεγάλο όνομα που θα κάνει τη διαφορά. Οι πωλήσεις των διάσημων οίκων πέφτουν. Πόσα να αγοράσουν πια οι αραβοκινέζοι… Αφήστε τις τιμές που ακατανόητα είναι σε δυσθεώρητα ύψη. Είναι κοινό μυστικό στους κύκλους της μόδας ότι τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αμφιλεγόμενες κολεξιόν στην Haute-Couture και υπερπανάκριβες μετριότητες στο prêt-a-porter. Και το prêt-a-porter είναι η έμμεση διάδοση του μύθου της κάθε μπράντας.
Σε αυτό το Story Of Perfection όμως θα ασχοληθούμε με έναν μύθο της μόδας. Τον “αυτοκράτορα” Valentino Garavani που σε λίγες μέρες θα κλείσει (πρώτα ο Θεός) τα 93 του χρόνια (γενημμένος στις 11 Μαίου 1932).
Ο Valentino γεννήθηκε στην βόρεια Ιταλία, στη Voghera, μία μικρή κωμόπολη στην επαρχία της Pavia. H μητέρα του, του έδωσε το όνομα Valentino γιατί θαύμαζε τον Rodolfo Valentino. Οι γονείς του δεν είχαν καμία σχέση με τη ραπτική ή το χώρο των υφασμάτων. Όμως η θεία του Rosa ήταν διάσημη μοδίστρα της πόλης. Η θεία λοιπόν ήταν αυτή που του έσπειρε την αγάπη για τη μόδα. Έως τα μέσα της δεκαετίας του ’50 η Ιταλία δεν υπήρχε στο χάρτη της μόδας. Η μόδα αφορούσε ελάχιστους Ιταλούς της αριστοκρατίας. Όλα γύριζαν γύρω από τη Γαλλία και το Παρίσι. Έτσι ο Valentino έφυγε για σπουδές, στα δεκαεπτά του χρόνια, στο Παρίσι, και συγκεκριμένα στην École des Beaux-Arts και στοChambre Syndicale de la Couture Parisienne.
Παράλληλα με τις σπουδές του μαθήτευσε για μικρό διάστημα δίπλα στον Jacques Fath, o οποίος ήταν ένας από τους σταρ της μόδας της εποχής μαζί με τη Chanel, τον Christian Dior, τον Pierre Balmain και τον Jean Dessès. Έχοντας κάνει ένα μικρό πέρασμα από το ατελιέ του Balenciaga, ο Valentino Garavani κατάφερε να δουλέψει και να μάθει όλα τα βασικά μυστικά της υψηλής ραπτικής δίπλα στον Έλληνα της Αιγύπτου Γιάννη (Jean) Dessès. Ο Jean Dessès ήτανε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο αγαπημένος των απανταχού γαλαζοαίματων της εποχής. Όμως αυτή η ισχυρή πενταετής συνεργασία έληξε άδοξα το 1957 και ο Valentino βρήκε καταφύγιο στον φίλο του Guy Laroche.
To 1959 βλέποντας ότι η καριέρα του δε μπορεί να εξελιχθεί στο Παρίσι, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιταλία και να ανοίξει το 1960 το δικό του ατελιέ στη Ρώμη (Via Condotti 11) με τη χρηματική βοήθεια του πατέρα του. Η επένδυση αυτή ήταν υψηλότατου ρίσκου αν σκεφτεί κανείς ότι η Ρώμη δεν είχε καμία απολύτως φήμη για την υψηλή μόδα και από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Valentino έχει δηλώσει ότι δεν είχε ιδέα πως να διαχειριστεί μία τέτοια επιχείρηση. “Kαμιά φορά η άγνοια είναι ένα υπέροχο δώρο” συνηθίζει να λέει ο Valentino. Όμως στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όλος ο πλανήτης είναι γοητευμένος από τη Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι και του ιταλικού σινεμά γενικά. Σιγά σιγά στο άκουσμα της Ρώμης έρχονται στο μυαλό ο Felini, o Antonioni, o Marcello Mastroianni, η Sophia Loren, και o Valentino! Η εμμονή του με την τελειότητα, το πάθος του για τη υψηλή αισθητική, το επικοινωνιακό του χάρισμα και η άνεση να φτιάχνει ισχυρές φιλίες με το jet set της εποχής τον απογειώνουν. Ντύνει την Monica Vitti, την Elizabeth Taylor και μάλιστα όχι απλώς την ντύνει αλλά κρύβει με μαγικό τρόπο τις ατέλειες του σώματός της (χαμηλό ύψος, παραπανίσια κιλά). Μετά την εμφάνιση της Taylor στο γκαλά για το λανσάρισμα της ταινίας Spartacus με το λευκό φόρεμα που σχεδίασε για αυτήν, ο Valentino δεν ξανα κοίταξε πίσω. Το 1963 αποφασίζει να φωτογραφίσει την κολεξιόν του στο πλατώ του 8½ του Φελίνι. Η συνεργασίες του με τους σταρ του Ιταλικού κινηματογράφου κι όχι μόνο του προσφέρει μεγάλη δημοσιότητα παγκοσμίως. Σε αντίθεση με τη Chanel που σνόμπαρε τους celebrities o Valentino λάτρευε τις φιλίες με αυτούς και τον τρόπο ζωής τους. Η φιλία του με την Τζάκη Κένεντυ του δίνει τη δυνατότητα να της σχεδιάσει το 1968 το περίφημο νυφικό στο γάμο της με τον Ωνάση. Η δημοφιλία του είναι στα ύψη. Η επιτυχία οφείλεται όμως και στην γνωριμία του το 1960 με τον σύντροφό του Giancarlo Giammetti, o οποίος έχει το ταλέντο του επιχειρείν.
Μπορεί όλα τα περιοδικά μόδας σε Ευρώπη και Αμερική στο τέλος της δεκαετίας του ‘60 όταν αναφέρονταν στην υψηλή ραπτική να κοιτούσαν στη Γαλλία, οι διακρίσεις και οι υψηλής αισθητικής κολεξιόν του, με όλα αυτά τα στοιχεία που γοητεύουν τις γυναίκες της εποχής, καθιερώνουν το V παγκοσμίως. Οι κολεξιόν του δεν ήταν sexy αλλά elegant. Σηκώνοντας στα σχέδια του τη μέση λίγο πιο ψηλά από το κανονικό έδινε την ψευδέση των μακριών ποδιών προσδίδοντας class στις δημιουργίες του. Ποτέ δεν είχε στο μυαλό να απομυθοποιήσει την υψηλή ραπτική όπως έκανε ο Yves Saint Laurent στα seventies. Αντίθετα ήθελε πάντα να αναδείξει την Ιταλική κουλτούρα και αισθητική στην Haute-Couture.
Κάθε σχεδιαστής θέλει να έχει το σήμα κατατεθέν του. Και για τον Valentino αυτό δεν είναι άλλο από το κόκκινο χρώμα. Αυτό το κόκκινο που έχει μέσα του αρκετό πορτοκαλί. Είναι φωτεινό, ζεστό και επιβλητικό, ένα κόκκινο που γοητεύει του πάντες. Το ανακάλυψε σε ένα ταξίδι του στη Βαρκελώνη. Από τότε πάντα, μα πάντα υπάρχει κόκκινο φόρεμα στις κολεξιόν του.
Το 1969 ανοίγει δύο μπουτίκ prêt-a-porter: μία στη Ρώμη και μία στο Μιλάνο. Λανσάρει το πρώτο του άρωμα. Το 1970 ανοίγει μία prêt-a-porter μπουτίκ στη Νέα Υόρκη στην οποία περνά αρκετό χρόνο κάνοντας φιλίες με τους πιο διάσημους και επιδραστικούς ανθρώπους της Αμερικής. Πηγαίνοντας στη Νέα Υόρκη κατάλαβε αμέσως ότι θα είναι η “απόλυτη πόλη” της δεκαετίας του ’70. Και την κατατακτά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχε ντύσει πια τους πάντες. Όχι μόνο ανθρώπους. Από το 1983 έως το 1985 ο Valentino έντυνε το μοντέλο της Ford Lincoln Continentalστην Αμερική! Εκτός από τεράστια φήμη έχει αποκτήσει πάρα πολλά χρήματα. Στα επιβλητικά “palazzi” του στη Ρώμη, στο Παρίσι φιλοξενούνται οι πάντες. Δεν κάνει απλά παρέα με τους jet setters. Είναι ένας από αυτούς.
Haute-Couture, prêt-a-porter, parfumes, accessoires…όλα κάνουν τρελές πωλήσεις. Γιατί έχει την ευφυΐα να κρατά σε όλα τις βασικές αρχές της υψηλής ραπτικής. Δεν υπάρχει στο μυαλό του, το απλό, το καθημερινό. Όλα πρέπει να έχουν υψηλή ποιότητα και κυρίως απαράμιλλη αισθητική.
Το 1998 αποφασίζει μαζί με τον δια βίου συντροφό του Giancarlo Giammetti να πουλήσει την εταιρεία του για 300 εκατομμύρια δολάρια. Όχι γιατί έχουν οικονομικά προβλήματα. Αλλά για να εξασφαλίσουν το μέλλον του ονομάτος Valentino. Παραμένει επικεφαλής της εταιρείαςέως το 2007. Έχοντας κλείσει τα 75 του χρόνια κι έχοντας σχεδόν 50 χρόνια πορείας ως επικεφαλής της μπράντας Valentino το 2007 “συνταξιοδοτείται”. Η επιρροή του όλα αυτά τα χρόνια στο χώρο της μόδας είναι καταλυτική. Η αυτοκρατορία του μυθική. Στα πρόσωπα της Maria Grazia Chiuri και του Pierpaolo Piccioli βρήκε τους άξιους διαδόχους του. Δύο άνθρωποι που διατήρησαν αυτή την ευδιάκριτη ταυτότητα του οίκου Valentino. Υψηλή ποιότητα, elegant αισθητική, εκατοντάδες ώρες χειροποίητης δουλειάς για κάθε ρούχο της κάθε κολεξιόν. To Απρίλιο του 2024 τους διαδέχθηκε ο Alessandro Michele. Ο Valentino δε θα μείνει στην ιστορία για τις καινοτομίες του στο χώρο της μόδας. Θα μείνει στην ιστορία ως ο “αυτοκράτορας” του απόλυτου σικ στυλ και του μεγαλοπρεπούς lifestyle.
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση