Τον Μάρτιο συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από τον απροσδόκητο θάνατο της, αναμφίβολα, στο απόγειο μιας εντυπωσιακής καριέρας. Γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου του 1950 στη Βαγδάτη και πέθανε 31 Οκτωβρίου του 2016 στο Μαϊάμι των ΗΠΑ. Σπούδασε μαθηματικά στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού στο Λίβανο και το 1972 ταξίδεψε στο Λονδίνο για να σπουδάσει στην Αρχιτεκτονική Ένωση, ένα σημαντικό κέντρο της προοδευτικής αρχιτεκτονικής σκέψης κατά τη δεκαετία του 1970. Εκεί γνώρισε τους αρχιτέκτονες Elia Zenghelis και Rem Koolhaas, με τους οποίους θα συνεργαζόταν αργότερα στο Office of Metropolitan Architecture. Υπήρξε μέρος μιας γενιάς αρχιτεκτόνων που επαναπροσδιόρισαν τις φόρμες που χαρακτήριζαν μέχρι τότε το σύγχρονο σχεδιασμό, αλλά και η ίδια της η παρουσία, ως γυναίκας δημιουργού με Αραβική καταγωγή που αποκτούσε διεθνή αναγνώριση, αμφισβήτησε το «ποιος» θα μπορούσε να είναι αρχιτέκτονας, σε μια κοινωνία που άλλαζε άρδην, κρατώντας όμως σφιχτά ακόμα, πολλά «κομμάτια» της πατριαρχικής, ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Η Χαντίντ μεγάλωσε σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Βαγδάτης που ασχολούνταν τόσο με την πολιτική όσο και με τις τέχνες. Συνειδητοποίησε το ενδιαφέρον της για την αρχιτεκτονική σε νεαρή ηλικία και αργότερα, το συνέδεσε με τις παιδικές επισκέψεις στις πόλεις των Σουμερίων στο νότιο Ιράκ. Όταν μετακόμισε στο Λονδίνο, η δουλειά της κατά τη διάρκεια των σπουδών, άρχισε να επηρεάζεται από το ενδιαφέρον της για τα ρωσικά πρωτοποριακά κινήματα. Ίδρυσε τη δική της εταιρεία, Zaha Hadid Architects (ZHA) το 1979, παρουσιάζοντας αρχιτεκτονικές ιδέες που δεν θύμιζαν σε τίποτα, αυτό που ο κόσμος αποκαλούσε μέχρι πρότινος αρχιτεκτονική. Σχέδια συχνά αποδομημένα, με γωνιώδεις φόρμες που έμοιαζαν να εμπεριέχουν το «τυχαίο», αλλά με λογική και λειτουργική προνοητικότητα. Υποστήριξε αυτές τις νέες αρχιτεκτονικές μορφές και μέσα από μια σύντομη συζήτηση για την τυχαιότητα και την αυθαιρεσία που μάλιστα δημοσιεύτηκε το 1982. Η φιλοσοφία της έγινε ευρέως γνωστή όταν ανέλαβε το πρώτο κατασκευαστικό της έργο, τον πυροσβεστικό σταθμό Vitra στο Βάιλ αμ Ράιν της Γερμανίας, χρησιμοποιώντας αντισυμβατικές φόρμες, ξένες στη μέση αντίληψη περί αρχιτεκτονικής. Στη μικρή, διώροφη κατασκευή, οι αιχμηρές γωνιώδεις γωνίες, έμοιαζαν να εκτοξεύονται στο διάστημα. Όπως γράφτηκε κάπου «Σαν μια στιγμή παγωμένη στο χρόνο».
Άρχισε να αποκτάει διεθνή αναγνώριση με τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό για το The Peak, ένα κέντρο αναψυχής και ψυχαγωγίας στο Χονγκ Κονγκ όπου κέρδισε το πρώτο βραβείο, αν και η πρόταση της, όπως και αρκετές ακόμα στη δεκαετία του ογδόντα και στις αρχές του ενενήντα, δεν υλοποιήθηκε. Αυτό το σχέδιο, ένας «οριζόντιος ουρανοξύστης» που κινούνταν σε μια δυναμική διαγώνιο στην πλαγιά ενός λόφου, καθιέρωσε την αισθητική της, εμπνευσμένη από τον Kazimir Malevich και τους Suprematists. Τα επιθετικά γεωμετρικά της σχέδια χαρακτηρίζονταν από μια αίσθηση κατακερματισμού, αστάθειας και κίνησης, όπως σημείωναν εκείνοι που τρόμαζαν από το αντισυμβατικό τσουνάμι της δημιουργικότητας της. Αυτό το αποδομημένο στυλ την οδήγησε να ομαδοποιηθεί με αρχιτέκτονες γνωστούς ως «αποδομιστές», μια ταξινόμηση που έγινε δημοφιλής από την έκθεση ορόσημο «Deconstructivist Architecture» του 1988 που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Στην εξέλιξη της πορείας της, τις έντονες γωνίες και την αποδόμηση, διαδέχθηκαν οι ρευστές καμπύλες και οι φόρμες που συχνά έμοιαζαν να κινούνται. Μια συνεχής, εξελισσόμενη κίνηση που δεν υπάκουε σε καμμιά αρχή στατικότητας.
Η Hadid εδραίωσε κατά κάποιο τρόπο τη φήμη της ως αρχιτέκτονας το 2000, όταν ξεκίνησαν οι εργασίες για το νέο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Lois & Richard Rosenthal στο Σινσινάτι του Οχάιο. Το κέντρο των 7.900 τετραγωνικών μέτρων που άνοιξε επίσημα το 2003, ήταν το πρώτο αμερικανικό μουσείο που σχεδιάστηκε από γυναίκα. Ουσιαστικά μια κατακόρυφη σειρά από κύβους και κενά που βρίσκεται στη μέση της κεντρικής περιοχής του Σινσινάτι. Η πλευρά που βλέπει στον δρόμο έχει μια ημιδιαφανή γυάλινη πρόσοψη που προσκαλεί τους περαστικούς να δουν τη λειτουργία του εσωτερικά και έτσι έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του μουσείου ως απομακρυσμένου και σχεδόν απόμακρου και επιβλητικού χώρου. Η κάτοψη του κτιρίου καμπυλώνει απαλά προς τα πάνω μετά την είσοδο του επισκέπτη, σαν ένα «αστικό χαλί» που καλωσορίζει τους ανθρώπους.
Δικαίωση για την ευφυή αρχιτεκτονική της Ιρακινής-Βρεττανής δημιουργού, υπήρξε το 2010 και ο τολμηρά ευφάνταστος σχεδιασμός για το μουσείο σύγχρονης τέχνης και αρχιτεκτονικής MAXXI στη Ρώμη, που της χάρισε το βραβείο του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων (RIBA) Stirling Prize για το καλύτερο κτίριο από Βρετανό αρχιτέκτονα που ολοκληρώθηκε εκείνη την εποχή. Ενώ κέρδισε και ένα ακόμα βραβείο Stirling την επόμενη χρονιά, για τα σχέδια της Ακαδημίας Evelyn Grace στο Λονδίνο. Μετά από την επιμονή και την προσπάθεια της, η λάτρης του Ιαπώνων σχεδιαστών μόδας Issey Miyake και Yoshi Yamamoto, απολάμβανε επιτέλους τους καρπούς των κόπων της. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το 2004, έγινε η πρώτη γυναίκα αρχιτέκτονας που κέρδισε το σημαντικότερο βραβείο αρχιτεκτονικής, Pritzker
Η Ζάχα Χαντίτ, μεγάλωσε σε ένα από τα λίγα σπίτια της Βαγδάτης εμπνευσμένα από το Bauhaus. Έχει σχεδιάσει έπιπλα, παπούτσια και αντικείμενα για το σπίτι, ενώ αγαπούσε τη μόδα και ειδικότερα τους Ιάπωνες σχεδιαστές. Ο Carl Lagerfeld την λάτρευε, ενώ ο πολύς Rem Koolhaas δήλωσε κάποτε ότι «οι γραμμές της έχουν έντονο το στοιχείο της καλλιγραφίας και αντικατοπτρίζουν το αραβικό της υπόβαθρο». Το 2003 σε μια συνέντευξη της είπε «Η γεωμετρία έχει τεράστια επιρροή στη δουλειά μου, περισσότερο τώρα από οτιδήποτε άλλο». Το γραφείο της Zaha Hadid συνεχίζει τη λειτουργία του και μάλιστα με σημαντικά projects. Τη διεύθυνση του έχει αναλάβει μια ομάδα αρχιτεκτόνων, συνεργατών της Hadid.
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση