Η Ελλάδα και η απόσταση από το μεγάλο κρασί

20 Οκτωβρίου 2021
Σίμος Γεωργόπουλος
Με αφορμή την επιστροφή των Μεγάλων Κόκκινων Κρασιών στις 4 Δεκεμβρίου, αναδημοσιεύουμε μια ενδιαφέρουσα και ολοκληρωμένη άποψη του Σίμου Γεωργόπουλου ως έναυσμα για συζήτηση. Στην ερώτηση πόσο απέχουν τα καλύτερα Ελληνικά κρασιά από το να χαρακτηριστούν μεγάλα; Η δική του απάντηση είναι “μερικές δεκάδες βιβλία και μερικές δεκάδες χιλιάδες φιάλες”!
  • Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΡΑΣΙ | Editor's Note

Το Ελληνικό κρασί έχει πλέον περάσει σε ένα ποιοτικό επίπεδο που δεν έχει σχέση με αυτό του παρελθόντος. Ένα επίπεδο που αφήνει πολλά περιθώρια για όνειρα και φέρνει τη φράση “μεγάλο κρασί” ολοένα και συχνότερα στην άκρη της γλώσσας. Πόσο όμως επιτρέπουν οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της χώρας σε κάποιον να την ξεστομίσει χωρίς να φανεί γραφικός ή άσχετος;

Είμαι σίγουρος ότι ο καθένας έχει την δική του άποψη για το θέμα, πριν όμως  καταθέσω την δική μου θα πρέπει να ορίσουμε τι είναι το μεγάλο κρασί. Ένας ορισμός που και αυτός ενέχει μεγάλο βαθμό υποκειμενικότητας μιας και ο καθένας θεωρεί διαφορετικά πράγματα ως σημαντικά για να αποκτήσει ένα κρασί αριστοκρατικό pedigree.

Σίγουρα πάντως όλοι θα συμφωνήσουμε ότι το πρώτο είναι η υψηλή ποιότητα. Ένα κρασί για να είναι μεγάλο πρέπει να είναι καλό, όμως αυτή είναι αναγκαία αλλά επ’ ουδενί επαρκής συνθήκη. Απαιτούνται πολύ περισσότερα, με πρώτο από όλα την ικανότητα του να παλαιώνει για πολλές δεκαετίες, βασικό εφόδιο προκειμένου  να γίνει αντικείμενο επένδυσης και όχι απλά απόλαυσης. Ακριβώς αυτή η χρήση του κρασιού ως μετοχή θα το φέρει στους οινικούς καταλόγους των μεγάλων οίκων δημοπρασιών και θα απογειώσει τιμή και status.

Όπως ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη έτσι και μια κρασάρα δεν φέρνει την οινική άνοιξη, διαπίστωση που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα μεγάλα κρασιά προέρχονται από “μεγάλες” περιοχές που διαθέτουν δεκάδες ή εκατοντάδες σπουδαίους εκπροσώπους. Φυσικά εξαιρέσεις σαν το Mas de Daumas Gassac του νοτιογαλλικού Midi υπάρχουν, όμως απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα που θέλει τις ξακουστές περιοχές (όπως το Μπορντό, η Βουργουνδία ή το Πιεμόντε) να είναι τόπος προέλευσης της συντριπτικής πλειοψηφίας των μεγάλων κρασιών.

Η συνέπεια στην κορυφαία ποιότητα είναι εξίσου σημαντική προκειμένου το κρασί να δημιουργήσει το ασφαλές περιβάλλον που θα του επιτρέψει να θεωρηθεί επιλογή κύρους και όχι τυχοδιωκτικού καιροσκοπισμού. Ως εκ τούτου το  ιστορικό υπόβαθρό τόσο του  κρασιού όσο και του παραγωγού του –που δεν είναι απαραίτητο να μετράει αιώνες αλλά σίγουρα θα πρέπει να μετράει δεκαετίες- θα βάλει τα θεμέλια του μύθου σε ένα προϊόν στο οποίο η παράδοση εξακολουθεί να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το χτίσιμο ενός  μύθου απαιτεί μια ιστορία που ακόμα και αν δεν είναι αρκούντως πικάντικη θα πρέπει να έχει αφηγητές αναγνωρισμένους μεμονωμένους οινοκριτικούς. Όσο και αν κάποιοι θα διαφωνήσουν μαζί μου, τα μετάλλια σε διαγωνισμούς μπορεί να βοηθούν στην πώληση  μερικών κιβωτίων όμως σε καμία περίπτωση δεν δημιουργούν μύθο. Αντίθετα οι συνεχείς επιβραβεύσεις και αναφορές από σημαντικούς οινογράφους (και βέβαια η επικοινωνία αυτών από τους ίδιους τους παραγωγούς!) είναι αυτές που θα ιντριγκάρουν ένα niche κοινό που ξέρει ότι ένα χάλκινο μετάλλιο το μόνο που διασφαλίζει είναι ότι το κρασί δεν είναι προβληματικό ή νερουλό!

Για οικονομία χώρου θα κλείσω με το πλέον αυτονόητο που είναι ο συνδυασμός μεγάλης προσφοράς και ακόμα μεγαλύτερης ζήτησης. Απαραίτητη η χρήση τη λέξης “μεγάλη” δίπλα στην προσφορά, αφού χωρίς αυτή δεν μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι τα μυθικά κρασιά είναι ποθητά από  αμέτρητους και όχι από ελάχιστους οινόφιλους του κόσμου. Το να ξεπουλάς δηλαδή ένα κρασί που το παράγεις σε 200 φιάλες και το πουλάς 100€ σε δέκα γνωστούς σου και ένα εστιατόριο διόλου δεν καθιστά ένα κρασί ποθητό,  όταν μάλιστα το Chateau Margaux ξεπουλά 130000 το χρόνο!

Αυτό βέβαια που επίσης θα πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι τα παραπάνω πρέπει να ισχύουν όλα μαζί ταυτόχρονα και  όχι μεμονωμένα, προκειμένου ένα κρασί να αποκτήσει το μύθο και την τιμή που θα το θέσουν στην κατηγορία του μεγάλου.

Αν λοιπόν σκεφθούμε  τα κορυφαία Ελληνικά κρασιά σε αυτό το πλαίσιο είναι απολύτως βέβαιο ότι απέχουν παρασάγγας από το να  εκπληρώσουν έστω και λίγες – πόσο μάλλον όλες- από τις παραπάνω προϋποθέσεις. Ίσως τις καλύτερες επιδόσεις να τις επιτύχαιναν στο πρώτο κριτήριο, αλλά ακόμα και εκεί προσωπικά αμφιβάλω αν οποιοδήποτε Ελληνικό κρασί μπορεί να συναγωνιστεί γευστικά ένα Chateau Cos d’ Estournel, ένα Sassicaia ή ένα Castillo Ygay Grand Reserva Especial.

Μάλιστα αν κάπου έπρεπε να ποντάρω για το μακρινό μέλλον θα έβαζα τις μάρκες μου σε κάποια Σαντορίνη και όχι σε κάποιο ερυθρό, έχοντας την αίσθηση ότι σε μερικές δεκαετίες κάποιος εκπρόσωπος αυτού του μοναδικού terroir θα λάβει διαστάσεις  “μεγάλου” στην κατηγορία των λευκών κρασιών.

Αν ήθελα να βάλω στην άκρη τις πολλές αναλύσεις και να δώσω σε μισή παράγραφο έναν δικό μου  “μπακαλίστικο” ορισμό θα έλεγα ότι “μεγάλο είναι το κρασί που βρίσκει θέση σε πολλά από τα  βιβλία με τα εμβληματικότερα κρασιά του κόσμου, ενώ παράλληλα μπορεί να ξεπουλά τουλάχιστον μερικές δεκάδες χιλιάδες φιάλες προς 3ψήφια τιμή κάθε χρόνο”. Ακριβώς δηλαδή ότι καταφέρνουν όλα τα κρασιά που αναφέρθησαν  σε αυτό το άρθρο.

Συνεπώς τώρα να γίνεται πιο κατανοητή η απάντηση “μερικές δεκάδες βιβλία και μερικές δεκάδες χιλιάδες φιάλες” στο ερώτημα  της εισαγωγής…

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση