Νouveaux και «νουβό» κρασιά

30 Νοεμβρίου 2011
Ντίνος Στεργίδης

Κάποια στιγμή θα πρέπει να τελειώνουμε με αυτή τη γελοιότητα που λέγεται ελληνικό «νουβό» κρασί. Κατ’ αρχάς, παρά τις επίμονες, δονκιχωτικές προσπάθειες κάποιων οινοποιών, τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, ο έλληνας καταναλωτής συνεχίζει να αντιμετωπίζει τα «νουβό» κρασιά με παγερή αδιαφορία.

Εάν δεν ήταν έτσι, όσες οινοποιίες έχουν κατά καιρούς λανσάρει οίνους πρώιμης κατανάλωσης, κατά τα γαλλικά πρότυπα, θα είχαν εμμείνει στην προσπάθειά τους, αντί να τραπούν εις άτακτον φυγήν ενώ, πιο πεζά, η κατηγορία θα είχε κατακλυστεί από ετικέτες.

Οι λόγοι της αποτυχίας αυτής είναι προφανώς πολλοί, με τη διστακτικότητα του καταναλωτή να δεχθεί να αγοράσει ένα ουσιαστικά ανέτοιμο κρασί, όχι ο λιγότερο σημαντικός.Έχει γίνει κοινοτοπία το επιχείρημα πως η επιτυχία του Μποζολέ Νουβό οφείλεται στη μεγαλοφυία των ειδικών του μάρκετινγκ, άρα, κατ’ επέκταση, η επιτυχία αυτή είναι αντιγράψιμη. Αυτό είναι λάθος. Η επιτυχία του Μποζολέ χτίστηκε ιστορικά και σταδιακά, όταν τα ελαφριά κόκκινα κρασιά της περιοχής αυτής ― που γεωγραφικά ανήκει στη Βουργουνδία ―  άρχισαν να διοχετεύονται με ποταμόπλοια προς τον διψασμένο για κρασί πληθυσμό τού Παρισιού, όπου τα πουλούσαν οι καρβουνιάρηδες στα κουτούκια τους. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα φαινόμενο, που στην αφετηρία του τουλάχιστον, ήταν εξαιρετικά αυθεντικό και μη αντιγράψιμο. Σήμερα, η επιτυχία του Μποζολέ μπορεί μεν να συντηρείται χάρη στις τεχνικές της επιστήμης του μάρκετινγκ, αλλά βασίζεται σε αληθινές ισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Το ίδιο δεν μπορεί, φυσικά, να ειπωθεί για τα ελληνικά «νουβό», τα οποία ούτε καν ένα σωστά εξελληνισμένο όνομα δεν έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν, πόσο μάλλον ξεκάθαρη ταυτότητα. Έτσι, κάθε χρόνο είμαστε μάρτυρες μιας θλιβερής διαδικασίας μιμητισμού, με τους έλληνες παραγωγούς «νουβό» οίνων να προσπαθούν κουτσά-στραβά να αντιγράψουν στις ετικέτες τους την αισθητική των Μποζολέ Νουβό και, ακόμα πιο μάταια, να αναπαράξουν τη διονυσιακή ατμόσφαιρα των Παριζιάνικων μπιστρό στις αξιοθρήνητες παρουσιάσεις που οργανώνουν σε γκαλερί και εστιατόρια.

Εκεί, όμως, που ο παραλογισμός φτάνει στο απόγειό του, είναι στην περίπτωση των λευκών «νουβό» οίνων. Διότι τι σόι οίνος πρώιμης κατανάλωσης είναι αυτός που καλείται να συγκριθεί με τα καλύτερα και μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού αμπελώνα, που (κακώς) λανσάρονται στην αγορά την ίδια ακριβώς στιγμή (ενίοτε και νωρίτερα!) και γίνονται αυτοστιγμεί ανάρπαστα; Τι λόγο ύπαρξης, άραγε, μπορεί να έχουν στη χώρα μας τα λευκά «νουβό» κρασιά;

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση