Η Κουμανδαρία επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της

28 Οκτωβρίου 2015
Μακρυωνίτου Νικολέτα
Σε μια εκδήλωση γευσιγνωσίας που παρέθεσε η Κυπριακή Πρεσβεία, σε συνεργασία με την Wine Plus, με σκοπό το λανσάρισμα του γλυκού κυπριακού κρασιού στην αγορά της Ελλάδας, δοκίμασα 5 κλασικές και 4 new generation Κουμανδαρίες.


Το γενικό συμπέρασμα είναι πως σε κάθε περίπτωση οι Κύπριοι παραγωγοί έχουν κάνει σημαντικά βήματα από οινολογικής απόψεως, αλλά και θεαματική αισθητική αναβάθμιση - τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις –στις ετικέτες τους.

Η Κουμανδαρία αποτελεί μονίμως το βαρύ οινικό χαρτί της Κύπρου, ακόμα κι αν κακοποιήθηκε σφόδρα στο παρελθόν, με άστοχες οινοποιήσεις, κατά κόρον χύμα διάθεση και ακόμη και στην περίπτωση των εμφιαλωμένων, με κακής αισθητικήςαμφίεση και με ελλειπείς πληροφορίεςσχετικά με το περιεχόμενό της στις ετικέτες.

Πολύ θετικό καταρχάςτο γεγονός πως αυτή τη στιγμή κυκλοφορούν εμφιαλωμένες Κουμανδαρίες από 13 πιστοποιημένους παραγωγούς– εκ των οποίων προς το παρόν βρισκουμε τις 4 στην Ελλάδα !Όλες τους είναι εντυπωσιακά βελτιωμένες ως προς τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά και με ελκυστικές ετικέτες.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η Κουμανδαρία που είναι ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) επιτρέπεται να παράγεται μόνο σε συγκεκριμένη αμπελουργική ζώνη, στα 14 χωριά πουβρίσκονται βόρεια της Λεμεσού (νοτιότερη αμπελουργική ζώνη της Ευρώπης), από λιαστά σταφύλια των κυπριακών ποικιλιών Μαύρο (ερυθρό) και Ξυνιστέρι (λευκό) - σε αναλογίες που δεν προκαθορίζονται επίσημα. Εντούτοις επισημαίνεται πως το κρασί που παράγεται με ενδυνάμωση του αλκοολικού βαθμού (fortified) από 15 μέχρι 20%vol χαρακτηρίζεται ως Vin de liqueur, ενώ τα κρασιά που δεν ενισχύονται με αλκοόλ, αλλά διατηρούν το φυσικώς παραγόμενο αλκοολικό περιεχόμενο από 11 μέχρι 15%vol., ονομάζονται Φυσικώς Γλυκείς οίνοι. Και οι δυο τύποι πάντως, υποχρεωτικά μένουν σε βαρέλια τουλάχιστον για δυο χρόνια πριν την εμφιάλωση, αν και κάποια οινοποιεία τα κρατάνε για επιπλέον χρόνο στο βαρέλι και σε κάποιες περιπτώσεις και στο μπουκάλι πριν τα διαθέσουν στην αγορά.

Οι τεχνικές αυτές λεπτομέρειες ουσιαστικά καθορίζουν τις διαφορές των newage, από τις κλασικά παραγόμενες Κουμανδαρίες που είναι πιο υψηλόβαθμες. Επιπλέον τα νέου τύπου κρασιά έχουν μια τάση να χρησιμοποιούν στα χαρμάνια τους περισσότερο Ξυνιστέρι έναντι του Μαύρου, κι έτσι πλαισιώνονται από όλα τα αβαντάζ των λευκώνεπιδόρπιων οίνων. Δηλαδή πιο ανοιχτόχρωμο χρυσαφένιο χρώμα, περισσότερη λεπτότητα και φινέτσα, ωραία τραγανή οξύτητα και ντελικάτα αρώματα, κι άρα χαρακτηριστικά που είναι περισσότερο ταιριαστά σε ένα μοντέρνο ουρανίσκο.


Για να έρθουμε τώρα στην ουσία, το κρασί που με εντυπωσίασε περισσότερο, ήταν με απόσταση η πενταετούς παλαίωσης Κουμανδαρία του Τσιάκκα, ένα κρασί που μπορεί περήφανα να εκπροσωπήσει την κατηγορία. Με 13% αλκοόλ, εκπληκτική ισορροπία, λαχταριστή φρουτένια γεύση και μια γενναία οξύτητα που σαν αλατοπίπερο τονίζει κάθε χαρακτηριστικό της. Το terroir είναι παρόν και ξεκάθαρο, σαφώς όμως της έλειπε η ρουστίκ τυπικότητα – με κλειστά μάτια δεν είμαι σίγουρη πως κάποιος θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι πρόκειται για Κουμανδαρία, όμως ο κυριότερος λόγος που συμβαίνει αυτό είναι προφανώς το οτι η συγκεκριμένη Κουμανδαρια παράγεται αποκλειστικά από το λευκό Ξυνιστέρι.  Αντίθετα, η Ανέσπερη ΟΠΚ, παρόλο που είναι μια χαμηλόβαθμη και πιο σύγχρονη Κουμανδαρία, με 11%vol κι ελαφριά, δροσερή γεύση, έχειξεκάθαρη γευστική σύνδεση με το παραδοσιακό κρασί. Ο ρουστίκ χαρακτήρας δεν έλειπε ούτε από τα άλλα δυο νέας γενιάς κρασιά, τον Κάλαμο του Νικόλα Ιγνατίου και την Κουμανδαρία Κυπερούντας (με σχεδόν 83% Ξυνιστέρι και 7ετή παλαίωση), που κι αυτά ως Φυσικώς Γλυκείς οίνοι έχουν αλκοόλ που δεν ξεπερνά τα 15%vol, και διαθέτουν στο φοουλ, όλα τα τυπικά αρώματα βαρελιού, εσπεριδοειδών, καφέ, καραμέλας και ξηρών καρπών.


Στην άλλη πλευρά του πάγκου γευσιγνωσίας και στον αντίποδα των Φυσικώς Γλυκών, βρίσκονται οι πιο σκουρόχρωμες Κουμανδαρίες (στα χαρμάνια τους το Μαύρο είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι στους Φυσικώς Γλυκείς), με δεκαπεντάρη αλκοολικό βαθμό και οι πέντε.  Μια άλλη φιλοσοφία, θερμότητα, πληθωρικοί και ρουστίκ χαρακτήρες, με «σκοτεινές» αποχρώσεις καφέ και περγαμόντου, καταιγισμός αλκοολικού πλούτου στο στόμα, πολυπλοκότητα, απαλές οξύτητες και επίλογος με bitter επίγευση. Τα Vins de liqueur της Κουμανδαρίας είναι οπωσδήποτε μια κατηγορία που γεφυρώνει πιο ξεκάθαρα το παρελθόν με το μέλλον του γλυκού οίνου της Κύπρου, κι ακόμα κι αν δεν αρέσουν σε όλους, αποτελούν τα alternative κρασιά μιας γενικότερα mainstream βιομηχανίας. Το κεχριμπαρένιο St. Nicolas της ΕΤΚΟ, η βελούδινη Κουμαναδαρία Αής Αμπέλης, το St.Barnabas της ΣΟΔΑΠ(με 93% Ξυνιστέρι) και η Αλάσια της ΛΟΕΛ, επιμένουν στο κλασικό στυλ Κουμανδαρίας, με την Theodoraτου Καρσερά να ξεχωρίζει ως το βαρύ πυροβολικό χάρη (ή κι εξαιτίας) της πληθωρικότητας και της έντασης της σε όλες τις πτυχές – είναι μια Κουμανδαρία με πολύ σκούρο μπρονζέ χρώμα, με έντονη γλύκα, ζωηρή οξύτητα, μια ξεκάθαρη πίκρα στην επίγευση σα να μασουλάς γλυκό καρυδάκι, ακόμα και μια υποψία αλμύρας έτσι για να μην της λείπει τίποτα. 

Info:

Τις περισσότερες ετικέτες τις βρίσκουμε συγκεντρωμένες στα ξενοδοχεία King George και Μεγάλη Βρετανία – στο GB Corner Gifts and Flavors.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση