Δοκιμάσαμε το μυκονιάτικο COYA

07 Ιουλίου 2020
Τάσος Μητσελής
Ο Τάσος Μητσελής έκανε ένα ταξίδι αστραπή μέχρι τη Μύκονο για να ρίξει μια πρώτη ματιά στο ήδη πολυσυζητημένο COYA που αποβιβάστηκε από τον Λονδίνο στη γαστρονομική πίστα του νησιού και μας αναμεταδίδει.
  • ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ ΤΟ ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΟ COYA | Θέματα

Όταν ξεκίνησε τη πλεύση του το COYA στα νερά της βρετανικής πρωτεύουσας, τον Νοέμβριο του 2012 με την υπογραφή του Arjun Waney, του επιχειρηματία που μέχρι τότε είχε δημιουργήσει ορισμένα από τα πιο καυτά  concept στο Λονδίνο όπως το Zuma, το Roka, το The Arch Club και το La Petite Maison, η περουβιανή κουζίνα εξελισσόταν ήδη με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς σε μια από τις κυρίαρχες γευστικές τάσεις του πλανήτη. Δεν ήταν και λίγο να βλέπεις τον Ferran Adria μαζί με τον πρωτεργάτη αυτής της γαστρονομικής επανάστασης, Gaston Acurio, να χτενίζουν τις υπαίθριες αγορές, δοκιμάζοντας τα αμέτρητα τοπικά προϊόντα της ή τον Alain Ducasse με τον Joel Robuchon και τον Daniel Humm να ξετρελαίνονται με σεβιτσερίες και πιο δημιουργικά εστιατόρια-πίνοντας νερό ή μάλλον pisco στο όνομα μιας ιδιαίτερα γοητευτικής κουζίνας που γνώρισε μια πρωτόγνωρη άνθηση στα τέσσερα σημεία του πλανήτη και συνεχίζει ακάθεκτη αυτή την αστρική πορεία μέχρι και σήμερα. Είχε προηγηθεί όλων βέβαια ο Nobu Matsuhisa που έκανε γνωστά σε Αμερική, Ευρώπη και Ασία ορισμένα από τα πιο δημοφιλή πιάτα του Περού, μια και τα ενέταξε πρώτος στα μενού των εστιατορίων του παντρεύοντας με τεράστια επιτυχία στοιχεία από την απλή τοπικής τους κουζίνα με την ιαπωνική λεπτότητα, αλλά η έκρηξη της περουβιανής γεύσης και το παλιρροϊκό κύμα που έκανε σε χρόνο dt τον γύρο του πλανήτη, είχε τις σφραγίδες και πολλών άλλων. Ποιος να το έλεγε δηλαδή στις φτωχογειτονιές της Λίμα πριν από είκοσι χρόνια ότι οι παραδοσιακές τους γεύσεις κατά τι ασφαλώς πιο ραφιναρισμένες και σύγχρονες θα έκαναν πάταγο στο COYA του Λονδίνου, το οποίο κακά τα ψέματα έβαλε κι εκείνο το λιθαράκι του στην εξάπλωση αυτής της γευστικής φιλοσοφίας στη Μεγάλη Βρετανία.


Για να έρθουμε στα δικά μας, τώρα, η απόβαση του στη Μύκονο το φετινό καλοκαίρι μπορεί να συνέπεσε με την πρωτόγνωρη υγειονομική κρίση του Covid 19 που άλλαξε άρδην τα δεδομένα της γευστικής σκηνής και στη χώρα μας, αλλά όσα γεύτηκα και είδα εκείνο το βράδυ που επισκέφτηκα το COYA για να γράψω τις εντυπώσεις μου, δεν θύμιζαν σε τίποτα ένα εστιατόριο το οποίο άνοιξε έπειτα από την επέλαση ενός επικίνδυνου και φονικού ιού. Παρότι η Μύκονος ήταν εντελώς άδεια στα τέλη Ιουνίου-ζήσαμε να το δούμε κι αυτό-μετά τις εννιά το βράδυ σχεδόν όλοι οι χώροι του είχαν γεμίσει με beautiful people που βρισκόταν στο νησί, οπότε ο παλμός και το fun που υπήρχαν σήκωναν το πανέμορφο μαγαζί στον αέρα. Σκηνογραφικά, τώρα, ο διάκοσμος και λάμψη έχει και εξωτισμό και έθνικ μοτίβα που σε βάζουν αμέσως στο κλίμα της κουζίνας, head chef της οποίας είναι ο Μάριος Τσουρής, με προϋπηρεσία σε διάφορα επιτυχημένα πόστα όπως για παράδειγμα το μυκονιάτικο Solymar. Η δουλειά που κάνει εδώ μαζί με την καλοκουρδισμένη μπριγκάντα του, ακολουθώντας πιστά τις συνταγές του executive chef των COYA, Sanjay Dwivedi με τον οποίο μάλιστα μιλήσαμε και προσεχώς θα δημοσιεύουμε αυτή την ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο FNL, είναι πραγματικά αξιόλογη. Χωρίς να φοβάται τις εντάσεις και τα εξωτικά αρώματα που είναι σήμα κατατεθέν αυτής της γαστροκουλτούρας, παρουσιάζει με το καλησπέρα σας ένα μενού με λεπτοπλεγμένες ισορροπίες, μοντέρνα αντίληψη, σωστή τεχνική και αρκετή νοστιμιά, το οποίο αν συνεχίσουν με αυτή την όρεξη στη κουζίνα, βλέπω να δείχνει μελλοντικά ακόμη περισσότερο τη δυναμική του. Δοκίμασα αρκετά πιάτα εκείνο το βράδυ και για να ξεχωρίσω κάποια από αυτό θα σας πω ότι το ενδιαφέρον μού ξύπνησε το βελούδινο γουακαμόλε που το φτιάχνουν μπροστά σας, σε ένα γουδί και είναι πραγματικά δύσκολο να μη κερδίσει τους γευστικούς σου κάλυκες με την αυθεντικότητα του. Έπειτα και τα σεβίτσε τους είναι παραπάνω από καλά: τα ψάρια έρχονται κομμένα με άψογο τρόπο και οι μαρινάδες τους χωρίς να είναι μονοδιάστατες -ιδιαιτέρως στο πιο απλό με το λαυράκι και σε αυτό με τον θαυμάσιο τόνο-έχουν τόλμη και ηλεκτρίζουν με τις οξύτητες τους. Από την τριλογία των tacos βρήκα καλοφτιαγμένο αυτό με τον τόνο και το ωραιότατο τόσο-όσο wasabi που του έδινε γκάζι και αρκετά ενδιαφέρουσα μια γαλανόλευκη εκδοχή με μυρωδάτη μελιτζανοσαλάτα, γιαούρτι και φέτα: ένα κλείσιμο ενδεχομένως του ματιού στο-γιατί όχι;-πάντρεμα αυτών των γεύσεων και με δικά μας ελληνικά προϊόντα. Θα επέστρεφα ευχαρίστως στο COYA για να χαρώ ξανά το Gambas a La Chalaca, ένα tiradito δηλαδή με ψητές γαρίδες στον Josper, aji panca και chives, ενώ high score στη γεύση κάνει και το χιλιανό λαυράκι πάνω ένα γευστικότατο χυλωμένο ρύζι που αρωματίζουν με lime και chilli.


Προσεγμένα και γοητευτικά είναι εξίσου και τα επιδόρπια τους με μάλλον καλύτερο το Sundae Pina Colada, με ψητό ανανά, ένα εκφραστικό παγωτό καρύδας και αφρό από ρούμι. Την εμπειρία εδώ, πέραν του ευχάριστου σέρβις του, συμπληρώνει ο πολύ ταλαντούχος sommelier του εστιατορίου, Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος με την dream team του, ο οποίος έχει δημιουργήσει εκτός από τη βασική wine list-εμπιστευτείτε τον με κλείστα μάτια-κι ένα μικτό προς το παρόν κελάρι με οινικά διαμάντια από μυθικά οινοποιεία όπως το μεγαλειώδες La Tâche του 1996, το Chateau Lafite Rothschild του 2010 κι άλλα πολλά. Τέλος επειδή Περού χωρίς Pisco και cocktails δεν νοείται, περάστε οπωσδήποτε μια βόλτα και από τη μπάρα του COYA, μια και έχει αναλάβει χρέη bar manager ο εξαιρετικός Χάρης Πεγιούδης, με τη δουλειά του οποίου θα καταπιαστούμε προσεχώς. Να πιείτε όμως εσείς μέχρι τότε εκεί τα Pisco Sour σας!

Info: Οδός Μαλαματένιας, Ματογιάννια Μύκονος τηλ. 22890 22515

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση