Οβελίξ, Αστερίξ και Ιντεφίξ

22 Φεβρουαρίου 2012
Γιώργος Φλούδας

Διάβασα το σχόλιο  της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, τους Βορβορυγμούς της, σχετικά με το εστιατόριο Σπονδή και την επιχειρηματολογία της περί κοινωνικού περιβάλλοντος. Σαν ιδέα μου αρέσει που υπάρχει η Σπονδή στην Αθήνα και θα ήταν 'φτωχότερη' πολιτισμικά εάν εξέλειπε αλλά και από την άλλη αν δεν είμαι καλεσμένος δύσκολα  θα  πάω. Με αφορμή το συγκεκριμένο άρθρο λοιπόν, σχεδόν ασυνείδητα έκανα την αντίστοιχη προσαρμογή για τα τεκταινόμενα των κρασιών στην Ελλάδα. Προσπάθησα εν ολίγοις να αναλογιστώ σε ποιο περιβάλλον εμφανίστηκαν περί τα 700 οινοποιεία, μέσα σε είκοσι χρόνια βέβαια, και τι προσδοκούν από τον Έλληνα του χύμα και του 'πάτα τράβα'.

Αρχικά έννοιες όπως Κτήμα, Αμπελώνες και Fume, μετέπειτα τα δρύινα βαρέλια με τα batonnage,τα terroir και πλέον οι βιολογικοί αμπελώνες και τα βιοδυναμικά κρασιά κατέκλεισαν την αγορά προσπαθώντας να δημιουργήσουν μια καταναλωτική συνείδηση για ένα αναβαθμισμένο αγροτικό προϊόν.

Ένα προϊόν που το ‘περιβάλλον’ μας στην Ελλάδα, η αρχετυπική του εικόνα δηλαδή,  ήταν το καλό χύμα του παππού όταν πηγαίναμε στο χωριό. Άσχετο αν στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν εξευγενισμένο νέφτι.

Παρόλα αυτά έχει δημιουργηθεί ένα συναισθηματικό δέσιμο με αυτή την εικόνα που δεν μπορεί ο μέσος καταναλωτής να την αποβάλει και να αποδεχθεί ότι το εμφιαλωμένο κρασί είναι  καλύτερο από το ‘αγνό’ χύμα του παππού.

Πολλές φορές συναντάω γιατρούς, πετυχημένους μηχανικούς, δικηγόρους κτλ, ανθρώπους  με επιστημονική μόρφωση αλλά και με κοινωνική παιδεία και αφού δοκιμάσουν διάφορα κρασιά  πετάν και την βόμβα τους….’Έχουνε ένα κρασάκι στο υπόγειο σε ένα πλαστικό μπιτόνι…με μούστο από τα Μεσόγεια και βγάζει ένα κοκκινέλι μούρλια’!

Τα πιάσαμε τα λεφτά μας…Σε έξι μήνες δεν κάνει ούτε για τις φακές και το πιο αστείο είναι ότι τι πίνουν και το απολαμβάνουν.

Στην πιο αρρωστημένη τους έκδοση, που το αντέχει η τσέπη τους δηλαδή, έχουν αγοράσει και είκοσι στρέμματα και κάνουν το δικό τους χύμα και το δίνουν στους φίλους τους. Οι τελείως ‘τελειωμένοι’ το εμφιαλώνουν και βάζουν και ετικέτα με το όνομα τους. Μέρος της παραγωγής φυλάσσεται για τον γάμο της τρίχρονης κόρης τους. Περαστικά σας!

Όταν βγαίνουμε έξω και πάμε στην ταβέρνα, ντυμένοι και ποδεμένοι στην πένα με την γερμανική κούρσα τελευταίας τεχνολογίας παραγγέλνουμε παϊδάκια με 40€ το κιλό και καταδεχόμαστε να πιούμε το χύμα από καράφα με το νάιλον από πάνω και από το ψυγείο της Coca Cola και σε άθλια ποτήρια Και αυτό είναι τόσο αυτονόητο που ελάχιστοι μπαίνουν στον κόπο να το σχολιάσουν. Η ατάκα δε του ταβερνιάρη «έχω και χύμα… δικό μου» αντηχεί στα αυτιά μου μέχρι να έρθουν τα παϊδάκια.

Το ίδιο κοινό είναι και οι αποδέκτες του σύγχρονου ελληνικού ποιοτικού εμφιαλωμένου κρασιού. Διπολική σχιζοφρένεια είναι.

Κοινώς, το περιβάλλον του Φραπέ ή καλύτερα του φρέντο καπουτσίνο  δεν κάνει για την υπερπροσφορά των οινοποιείων και των κρασιών που παράγονται. Γιατί η κοινωνία που έμαθε ότι το κάλο δώρο είναι το ουίσκι και ο καπουτσίνο είναι τρίωρη έξοδος, θα αργήσει πολύ να επιστρέψει την καράφα του ταβερνιάρη επειδή είναι οξειδωμένη και το λευκό κρασί γιατί η θερμοκρασία του είναι για ξύρισμα

Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να σταματήσουν οι προσπάθειες αλλά θα πρέπει να εντείνουμε την εκπαίδευση, την ενημέρωση και να χαμηλώσουμε τις τιμές γιατί το μπούγκα –μπούγκα πάρτι έλαβε τέλος.

Αυτό που δεν κατάλαβα όμως στο άρθρο της Βίβιαν ποιος είναι ο Αστερίξ και ποιος ο Ιντεφίξ;

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση

YORGOS FLOUDAS - 24 Φεβρουαρίου 2012

...και ενώ ακόμα δεν έχω πάρει απάντηση στο βασικό μου ερώτημα περί Αστεριξ & Ιντεφίξ,θα ΄θελα να πω ότι οι έννοιες 'χύμα' και 'καλό', εκ των αποτελεσμάτων, δεν συμβαδίζουν ποτέ.
Και αν κάποιος μου βρει μια ταβέρνα που το έχει καταφερει θα είναι η "μια ταβέρνα που το έχει καταφέρει'.
Εδώ μιλάμε για τόνους κρασιού που είναι για κλάμματα και χρεώνεται με 5 ή 8 € 'το κιλό' όταν υπαρχουν εμφιαλωμένα στα 4€ στα 5,5€ και στα 6€ που φυσσάνε.Δείτε κάποια διαμαντάκι στο Carrefour με 2,5€ στο ράφι. Δείτε κάποια Χιλιάνικα που είναι στα 3€ η φιάλη. Και...δείτε και κάποια ελληνικά κρασιά από γνωστά οινοποιεία που το γυρίσαν στο τσάμικο με κρασια κάτω από 5 €. Αυτά δεν χωράνε να περάσουν το κατώφλι του ταβερνιάρη που το παιζει αφεντικό και έχει πανάξιους Αλβανούς και Πακιστανους να του δουλέυουν και το χύμα του ειναι το καλύτερο??? Να το κάνει σπονδή στους Θεούς για να αρχίζει να μας ξαναβλέπει σαν πελάτες

ΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΡΓΙΔΗΣ - 23 Φεβρουαρίου 2012

Αν και συμφωνώ με τον Πάνο επί της αρχής, νομίζω πως ο Γιώργος Φλούδας έχει πιο πολύ δίκιο. 'Εχω βαρεθεί να ακούω για αυτό το «αξιοπρεπές» χύμα με το οποίο τα μοντέρνα οινοποιεία των Μεγάρων εφοδιάζουν όλες τις ταβέρνες της επικράτειας. Για πειτε μου ρε παιδιά πού είναι αυτές οι ταβέρνες να πάω και εγώ! Το μόνο χύμα που έχω δοκιμάσει τα τελευταία χρόνια που μοιάζει με εμφιαλωμένο, είναι εκείνο του Κρητικού. Όλα τα άλλα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, σαν νεράκι του Θεού και στη χειρότερη σαν τις κάλτσες του Καραγκούνη. Όσο, δε, για τους περίφημους ασκούς με τις πιέσεις των «επώνυμων» οινοποιών, και αυτά είναι για κλάμματα και το μόνο που κάνουν είναι να ντροπιάζουν αυτους που τα υπογράφουν.

ΝΙΚΟΣ ΔΕΛΛΑΤΟΛΑΣ - 22 Φεβρουαρίου 2012

Την εποχή που η περίφημη οινική επανάσταση βρισκόταν στην ακμή της ανθοφορίας της, το εμφιαλωμένο κρασί απέκτησε περισσότερους φίλους από κάθε άλλη περίοδο στα ελληνικά χρονικά. Ωστόσο, όπως συνέβη με τις περισσότερες προσωπικές ή επαγγελματικές σχέσεις που σαρώθηκαν εσχάτως από τα προβλήματα που συσσώρευσε η οικονομική κρίση, έτσι και οι δεσμοί του μέσου καταναλωτή με τα προϊόντα της ποιοτικής οινοποίησης αποδείχθηκαν στα χρόνια της ύφεσης πολύ πιο εύθραυστοι από όσο θέλαμε να πιστεύουμε. Το χύμα κρασί όχι μόνο επέστρεψε θριαμβευτικά στη ζωή μας, αλλά εισέβαλε ακόμη και στα εστιατόρια που μέχρι πρότινος δεν έβαζαν νερό στο εμφιαλωμένο... Merlot τους. Ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία, οι περισσότεροι οινοποιοί υποχώρησαν –περισσότερο ή λιγότερο άτακτα– στον ασκό, ενώ αρκετοί από τους οινογράφους που είχαν δαιμονοποιήσει το χύμα κρασί θυμήθηκαν αίφνης τη γοητεία που τους ασκεί η ταβερνούλα με το μπακιρένιο καρτούτσο. Οι ίδιες υπερβολικές αντιδράσεις που οδήγησαν πριν χρόνια στον πλεονασμό των οκτακοσίων μεσαίων, μικρών ή λιλιπούτειων μονάδων οινοποίησης, επαναλαμβάνονται την τελευταία διετία με την αγιοποίηση του ασκού και την οσιοποίηση της νταμιτζάνας. Αν και όντως διαμορφώθηκε ένα φανατικό οινόφιλο κοινό στο διάστημα που μεσολάβησε από τη σχεδόν δονκιχωτική πρεμιέρα των πρώτων boutique οινοποιείων μέχρι σήμερα, όλοι όσοι κατά καιρούς έχουμε ασχοληθεί με το κρασί οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η μεγάλη αποτυχία μας ήταν πως δεν μπορέσαμε να καλλιεργήσουμε την οινική κουλτούρα στην πολυπρόσωπη βάση της καταναλωτικής πυραμίδας και στη συντριπτική πλειονότητα όσων έχουν επενδύσει στην αγορά της εστίασης. Το εμφιαλωμένο κρασί παρουσιάστηκε ως προνόμιο των ελάχιστων μυημένων στην ορολογία των οινογράφων ή ως φετίχ κοινωνικής ανέλιξης των ανά την επικράτεια νεόπλουτων.

Οι ιδιοκτήτες των καθημερινών εστιατορίων (των καθ’ ημάς eateries) και των μεζεδοπωλείων δεν τιμολογούν ακριβά το κρασί επειδή έχουν παθολογική ροπή προς την αισχροκέρδεια, αλλά αντιθέτως επειδή δεν έχουν την παραμικρή προσδοκία κέρδους από τη συγκεκριμένη προϊοντική κατηγορία. Γνωρίζοντας ότι ελάχιστοι από τους πελάτες τους θα παραγγείλουν τελικά εμφιαλωμένο κρασί, το τιμολογούν ως είδος πολυτελείας προσδοκώντας να βγάλουν από τη μοναδική φιάλη που θα πουλήσουν σ’ ένα βράδυ όσα θα έπρεπε κανονικά να κερδίσουν από μια ολόκληρη παρτίδα. Ούτως ή άλλως, έχουν εξασφαλίσει από κάποιον εμφιαλωτή που παράλληλα διαθέτει και ασκούς το φθηνό κρασί που θα καταναλώσει το πόπολο. Διότι, αντί να προχωρήσουν σε ειδικές και χαμηλότερου κόστους εμφιαλώσεις για την εστιατορική αγορά ή σε πιο οικονομικές αλλά ποιοτικές ετικέτες για το καθημερινό τραπέζι, οι ίδιοι οι οινοποιοί υπονόμευσαν τις προβεβλημένες εμφιαλώσεις τους προσφέροντας στους εστιάτορες την επιλογή του ασκού. δηλαδή, προϊόν που θα καταλήξει στον καταναλωτή ως ανώνυμο χύμα κρασί, δίχως την επωνυμία που εξασφαλίζει η ετικέτα. Κι όλα αυτά, την ίδια στιγμή που επενδύονται τεράστια κεφάλαια στην προβολή του επώνυμου ελληνικού κρασιού εντός και εκτός των συνόρων. Πριν ξεσπάσει η μήνις εναντίον του γράφοντος, ας αναλογιστούμε το εξής: σήμερα, είναι εξίσου σπάνιο να βρεις σε οποιαδήποτε ταβέρνα ή ψητοπωλείο εμφιαλωμένο κρασί όσο και χύμα ρετσίνα. Κι αυτό επειδή οι μεγάλοι παραγωγοί που ελέγχουν την αγορά της ρετσίνας αρνούνται να δώσουν στους πελάτες τους την επιλογή του χύδην προϊόντος, προσφέροντας αποκλειστικά και μόνο εμφιαλώσεις ελεγχόμενης ποιότητας και εγνωσμένης ταυτότητας.

Η αγορά της μαζικής εστίασης δεν είναι ενιαία και ομοιόμορφη. Σε κάποια καταστήματα ταιριάζει αποκλειστικά το εμφιαλωμένο κρασί και σε άλλα ο ασκός ή ακόμη και το χύμα, σε περιοχές με μεγάλη παράδοση στην αμπελουργία και την οινοποίηση. Άλλωστε, όλα τα κρασιά πριν τυποποιηθούν βρίσκονται σε χύδην κατάσταση. Είναι στη διακριτική ευχέρεια του παραγωγού να μοιράσει το καλό φρέσκο κρασί του σε φιάλες και ασκούς ή απλώς να παραγεμίσει τους ασκούς με ό,τι έχει απομείνει στις δεξαμενές του. Με το ίδιο σκεπτικό, ο ίδιος ο εστιάτορας θα αποφασίσει τι είδους κρασί θα βάλει στο μαγαζί του και πόσο θα το τιμολογήσει ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται και την επένδυση που έχει πραγματοποιήσει. Ο... δαίμονας δεν κρύβεται ούτε στον ασκό ούτε στην κοστολόγηση, αλλά στη νοοτροπία μας να πουλάμε τα πάντα στους πάντες και παντού. Παλαιότερα, θέλαμε να βάλουμε τις εμβληματικές εμφιαλώσεις μας σε κάθε ταβέρνα, τώρα θέλουμε να επιβάλουμε τον ασκό ως μάννα εξ ουρανού. Μήπως έχει έρθει η ώρα να συνταχθεί ο καθείς εφ’ ω ετάχθη;

(Περισσότερα περί οίνου και γεύσης στο http://issuu.com/andition/docs]