Είναι το The Fat Duck ένα τέλειο εστιατόριο;

27 Μαρτίου 2019
Πάνος Δεληγιάννης
Ένα γεύμα-εμπειρία σε ένα από τα κορυφαία εστιατόρια του κόσμου δίνει τροφή για σκέψεις και σχόλια. Αυτό ακριβώς κάνω και εγώ σε αυτό το editor’s note.
  • ΕΙΝΑΙ ΤΟ THE FAT DUCK ΕΝΑ ΤΕΛΕΙΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ; | Editor's Note

Η εμπειρία στο The Fat Duck ξεκινά από την κράτηση, όταν σε καλούν να απαντήσεις σε ερωτήσεις για τα γούστα σου, τις αναμνήσεις σου, όλα εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις σαν «παιδί σε κατάστημα με γλυκά». Όταν ο προσωπικός σερβιτόρος-story teller σου σε βομβαρδίζει με μέιλ και πληροφορίες. Το βέβαιο είναι πως εδώ δεν στηρίζονται στην παγκόσμια φήμη τους, στα τρία αστέρια τους, σε κάθε πιθανή κι απίθανη πρωτιά που έχουν κατακτήσει με το πέρασμα των χρόνων…σου «πουλάνε» κάθε στιγμή, με την παραμικρή λεπτομέρεια ότι το γεύμα στο The Fat Duck είναι κάτι περισσότερο από απόλαυση, είναι μια εμπειρία ζωής. Το επίσης βέβαιο είναι ότι δεν φοβούνται να χτίσουν προσδοκίες …και το κάνουν πολύ αποτελεσματικά! Έτσι, αφού εκμυστηρευτήκαμε αναμνήσεις κι επιθυμίες, αφού κοντέψαμε να γίνουμε φίλοι με τον Ka Yau (τον story-teller μας) πήραμε το τρένο για Maidenhead και στην συνέχεια ταξί για το Bray.

Μετά από όλα αυτά, αβίαστα προκύπτει το ερώτημα: Το εστιατόριο και ο πολύς Heston Blumenthal ανταποκρίνονται στη φήμη τους και τις προσδοκίες των πελατών τους; Το γεύμα εδώ είναι πραγματικά εμπειρία ζωής; Και αξίζει τα περίπου €600 το άτομο (χωρίς κάποιο σπουδαίο κρασί); Αν έπρεπε να απαντήσω μονολεκτικά θα έλεγα απλά: Ναι! Ευτυχώς όμως δεν πρέπει, οπότε μπορώ να αναλύσω λίγο περισσότερο τα συν και τα –όποια- πλην, μπορώ να εκθέσω κάποιες προσωπικές επιφυλάξεις που δεν αρκούν για να κάνουν το «ναι» «όχι», ούτε καν «ίσως» αλλά σίγουρα προσγειώνουν λίγο τις προσδοκίες ή αν θέλετε προσγειώνουν λίγο τις αναμνήσεις μου από το σπουδαίο αυτό εστιατόριο.

Το μεγάλου ατού του νέου μενού του Heston Blumenthal στο εμβληματικό The Fat Duck είναι αναμφίβολα το συμπαγές concept και όλες εκείνες οι εντυπωσιακές λεπτομέρειες, το σέρβις και τα props που το υποστηρίζουν. Το μενού είναι ένα ταξίδι στις αναμνήσεις και τις γεύσεις του σεφ που διανθίζεται έξυπνα από τις προσωπικές γευστικές αναμνήσεις του κάθε πελάτη! Στις περίπου τέσσερις ώρες που κρατά το γεύμα εδώ παρουσιάζεται μια ολόκληρη ημέρα, από το πρωινό μέχρι την ώρα που «πέφτεις για βραδινό ύπνο». Ο χώρος είναι σπαρτιάτικα λιτός, σαν να μην θέλουν τίποτα να αποσπά την προσοχή σου από το τραπέζι. Όταν ξεκινάς, το φως στο τραπέζι είναι το ροζ της αυγής, όσο κρατά το γεύμα γίνεται ένα λευκό-day light για να καταλήξει στο θερμό πορτοκαλί του σούρουπου. Οδηγός σου στο ταξίδι αυτό είναι ο προσωπικός story-teller σου που έχεις ήδη μιλήσει μαζί του 2-3 φορές τις προηγούμενες μέρες και ένα μενού-χάρτης που περιγράφει τα στάδια του γεύματος ή μάλλον τα υπαινίσσεται και σου δημιουργεί προσδοκία για το ότι ακολουθεί.

Το όλο στήσιμο, η «ιστορία» που εκτυλίσσεται μου θύμισε –για να είμαι ειλικρινής- τις ιστορίες που παρουσιάζουν οι bartenders σε διάφορους διεθνείς διαγωνισμούς και αυτό, προσωπικά, με ξενέρωσε λίγο αν και ομολογώ ότι εδώ μιλάμε για πολύ υψηλό επίπεδο, για ένα concept μελετημένο εξαντλητικά που σε κάθε βήμα του που χρησιμοποιεί σκεύη και props φτιαγμένα ειδικά για αυτή την εμπειρία. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τα κουτιά των «δημητριακών» του «πρωινού»; Τα απίστευτα σερβίτσια; Το ιπτάμενο και περιστρεφόμενο μαξιλάρι (χάρη σε μαγνητικό πεδίο) που πάνω του είναι οι μαρέγκες με «milk & cookies» για πριν τον ύπνο; Ή το εκπληκτικό Sweet House με τις τροχαλίες που διαλέγει «μόνο του» το συρταράκι σου που περιλαμβάνει μικρά γλυκά που στηρίζονται σε γούστα που έχεις αποκαλύψει νωρίτερα στο γεύμα; Πραγματικά ότι και να πει κανείς για το επίπεδο αυτών των «λεπτομερειών» είναι λίγο!

Ο Heston Blumenthal έχει καταφέρει να προσδώσει μαγεία σε όλη τη διαδικασία του γεύματος και αυτό θα μπορούσε από μόνο του να δικαιολογεί το «ναι» που απάντησα νωρίτερα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η «μαγεία» υπάρχει και στο φαγητό. Πολύπλοκες τεχνικές, μοριακή γαστρονομία και τρικς μεταμορφώνουν υφές και γεύσεις, δημιουργούν χαμόγελα, ξάφνιασμα και –ενίοτε- ευδαιμονία, σε κάνουν να απορείς όπως με αυτόν τον «καφέ» στο πρωινό που με κάποιο τρόπο καταφέρνει να είναι ζεστός και κρύος ταυτόχρονα στην κάθε γουλιά του … όμως εδώ έρχεται και το βασικό «αλλά» μου. Όλα αυτά πριν μερικά χρόνια θα ήταν πάρα πολύ εντυπωσιακά, όταν η περίφημη «μοριακή κουζίνα» πρωτοπαρουσιάστηκε αυτή η παρέλαση μικρών πιάτων και απρόσμενων γεύσεων και υφών θα εντυπωσίαζε και τον πιο στριφνό και επιφυλακτικό πελάτη. Όχι πια όμως! Αν έπρεπε να συνοψίσω την κριτική μου στο φαγητό εδώ θα έλεγα απλά ότι θεωρώ πως έχει έρθει η ώρα για περισσότερη ουσία στο πιάτο και λιγότερο παιχνίδι. Από την άλλη τα πάντα είναι άρτια, σπάνια όμως ένιωσα να με συναρπάζει μια γεύση, ένα πιάτο. Όμως για να αποδώσω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, θα πω ότι η ιδέα να εντάξει ένα «κλασικό» δείπνο στην «ημέρα» του μενού του, του έχει δώσει ένα πανέξυπνο άλλοθι για να παρουσιάσει δύο σπουδαία, «κανονικά» πιάτα: τα χτένια με τις τρούφες και το ζαρκάδι που είναι πιάτα αντάξια ενός κορυφαίου, κλασικού τριάστερου εστιατορίου!

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Heston Blumenthal είναι ένας σπάνιος σεφ και το The Fat Duck δικαίως θεωρείται ότι προσφέρει μια από τις κορυφαίες γαστρονομικές εμπειρίες που μπορεί κανείς να βιώσει. Απλά όλα αυτά, κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, δεν το κάνουν ένα «τέλειο» εστιατόριο. 

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση