Επιστρέφοντας στα εστιατόρια…

14 Απριλίου 2021
Θάλεια Τσιχλάκη
Τι μου έλειψε, τι νοσταλγώ και τι περιμένω να βρω όταν ανοίξουν και πάλι τα εστιατόρια …η Θάλεια Τσιχλάκη γράφει σε πρώτο πρόσωπο.
  • ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΑ… | Editor's Note

Αφού παρήγγειλα ό,τι άντεξα και ό,τι νόμισα ότι όφειλα να παραγγείλω σε delivery φαγητού, πέρασα όλους αυτούς τους μήνες της απομόνωσης, άλλοτε τρώγοντας το μεσημεριανό μου, στα όρθια, στον πάγκο της κουζίνας, δίπλα στο νεροχύτη, παριστάνοντας πως περίμενα το κοκτέιλ που τάχα έφτιαχνε πίσω από τη μπάρα του κάποιος μπαρτέντερ κι άλλοτε στρώνοντας με επισημότητα το μοναχικό μου τραπέζι, λες και περίμενα φίλους για το ρεβεγιόν των Χριστούγεννων.

Όταν πια διάβασα ό,τι ξεχασμένο υπήρχε στη βιβλιοθήκη μου και είδα ό,τι σκουπίδι μας πασάρει η εποχή μας, κάποιες λίγες φορές πήρα νοσταλγικά τους δρόμους για να δω τι γινόταν – που δεν γινόταν – στα αγαπημένα μου εστιατόρια και γύρισα πίσω με το στομάχι βαρύ, καθώς δεν έχει βρεθεί ακόμα αντιόξινο που να απομακρύνει τη θλίψη.

Γράφονται πολλά για τον επικείμενο θάνατο της παλιάς κουλτούρας των γευμάτων μας στα εστιατόρια, όμως εγώ κρατώ πεισματικά στη μνήμη μου ως υπόσχεση μιας ευοίωνης επόμενης μέρας εκείνη την τελευταία βραδιά, πριν αρχίσει το πολύμηνο lockdown, στο Le Pavillion που μόλις είχε ανοίξει με σεφ και συνιδιοκτήτη τον Jean-Charles Métayer: Ένα πραγματικό, αλλά και σύγχρονο εστιατόριο, από αυτά που ανοίγουν ολοένα και πιο σπάνια κι έχουν ως γνώμονα το ποιοτικό φαγητό και έμφαση στο κρασί και το διακριτικά προσεγμένο σέρβις.

Όχι άλλο… χάρτινο

Άκουσα να επαναλαμβάνεται άπειρες φορές ότι θα επιστρέψουμε αναζητώντας ένα πιο casual και πιο κατανοητό φαγητό. Απόψεις. Θα το κατανοούσα αν κάτι τέτοιο εκπορευόταν από την πλευρά των εστιατορίων που πρόκειται να πρωταγωνιστήσουν σε ένα δικό τους Survivor, σε ένα αγώνα επιβίωσης, μετά από τόσους μήνες με κατεβασμένα τα ρολά. Εμείς όμως γιατί να φάμε άλλο ένα burger, έστω κι πρόκειται για το ultimate, που το μπιφτέκι του θα είναι φτιαγμένο από το απόλυτο deluxe – και άσχετο με την κουλτούρα του street food – κρέας, κομμένο αριστοτεχνικά, στο χέρι, με ατσάλινα γιαπωνέζικα και χρυσοπληρωμένα μαχαίρια;

Δεν έχω τίποτα εναντίον των πεντανόστιμων ramen, ούτε των γιαπωνέζικων sandos με το αφράτο shokupan, ούτε ακόμα και κι ενός «παλιομοδίτικου», αλλά σωστά ψημένου croque madame– ιδίως όταν το αυγό του παραμένει αρκετά μελάτο, αλλά πιστέψτε με δεν μου λείπουν πια καθόλου∙ είτε γιατί έφτιαξα μόνη μου, είτε γιατί πήρα τόσες φορές απέξω που αν δω ακόμα μερικές ακόμα χάρτινες συσκευασίες στην ανακύκλωση μου, θα… πάθω κάτι.

Όλο αυτόν τον καιρό χορτάσαμε και από junk food. Ούτε μια φορά δεν συγκράτησα το χέρι μου από τα plongeons στη γιγαντιαία σακούλα με τα πατατάκια με ξίδι κι αλάτι, αλλά…  basta!

Τώρα ήρθε η ώρα να φάμε αληθινό φαγητό, καθισμένοι στο τραπέζι, περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους. Έστω και σε απόσταση δυο μέτρων από το διπλανό τραπέζι, οι ήχοι των μαχαιροπίρουνων, τα ντεσιμπέλ των συζητήσεων, η «δόνηση» των άλλων ανθρώπων που συνηχούν στην ίδια συχνότητα του φαγητού, στον ίδιο χώρο του εστιατορίου, δεν ανταλλάσσεται με τίποτα.

Αλλά, όταν λέω πως χρειάζομαι αληθινό φαγητό, εννοώ πως μου έλλειψε το πιο επαγγελματικό και πιο εμπνευσμένο, εκείνο που κρύβει επιμελώς τις πολύπλοκες τεχνικές του και τη φροντίδα που κατέβαλε η κουζίνα για να έρθει όμορφα παρουσιασμένο στο πιάτο μου.

Όσο για τα περί comfort food– ακόμα κι αν εγώ βρίσκω την παρηγοριά μου στις σούπες, στο βραστό ή στα παπουτσάκια και κάποιοι άλλοι τη δική τους στο παστίτσιο, στα μακαρόνια με κιμά και στα τηγανητά κεφτεδάκια της μαμάς τους – δεν θα πάψει να είναι το φαγητό που έτρωγα στο σπίτι μου και εκεί θέλω να συνεχίσω να το τρώω.

Μου έλλειψαν όμως και οι τις αχνιστές κατσαρόλες κάποιας αυθεντικής ταβέρνας ή ενός εστιατορίου ελληνικής κουζίνας. Σίγουρα νοσταλγώ κι όλα εκείνα τα ταξίδια, αλλά κυρίως νοσταλγώ τις στάσεις για φαγητό σε μέρη αγαπημένα. Μου έλλειψαν τα ρεβίθια με μανιτάρια και μαστίχα του Γαστροδρομίου εν Ολύμπω, τα μεταξένια ντολμαδάκια του Clochard στη Θεσσαλονίκη το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, μετακομίζει στην Καλαποθάκη – το κατσικάκι ψήμα της Μπουκαδούρας, το αρνάκι στη λαδόκολλα του Ντουνιά, στην Κρήτη και, και… θα μπορούσα να απαριθμώ για ώρα.

Μου έλλειψε ακόμα κι εκείνη η έκπληξη ενός cultμαγειριού από αυτά που συναντάς στο δρόμο σου και ευγνωμονείς που δεν έπιανε σήμα το GPS και βρέθηκες, «άθελα» σου έξω από τη Δημητσάνα, στη Παναγιά να τρως χυλοπίτες, περιχυμένες με βούτυρο και ξερή μυζήθρα στη Ζέρζοβα – και να εύχεσαι να σου συμβεί ξανά τέτοιο «κακό».

Γιατί το αληθινό φαγητό μπορεί να κατηγοριοποιείται σε fine dining, σε casual και σε πιο απλό – τόσο απλό που να το απορρίπτουν κάποιοι Instagramers – αλλά σίγουρα δεν παύει ποτέ να είναι φαγητό μαγειρεμένο με αγάπη, από αυτήν που ο παραλήπτης της μεταβολίζει σε ψυχική ικανοποίηση.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση