De profundis

12 Σεπτεμβρίου 2012
Ντίνος Στεργίδης

Η επιστροφή στα θρανία ― και του FNL ― είναι μια καλή ευκαιρία για μια μικρή οινογραφική ενδοσκόπηση.

Όσο βαθαίνει η κρίση της ελληνικής κοινωνίας, αποκτώντας νέες πτυχές, ο εξειδικευμένος στο κρασί και τη «γεύση» δημοσιογράφος αναρωτιέται όλο και πιο συχνά εάν έχει λόγο ύπαρξης. Το να κάθεσαι να μιλάς ― και μάλιστα να γράφεις! ― για το εάν ένα κρασί μυρίζει έτσι ή αλλιώς ή εάν το τάδε φαγητό στο δείνα εστιατόριο αξίζει τα χρήματά του, είναι, ιδωμένο μέσα από μια γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων, εντελώς ασήμαντο· πιθανότατα... ανούσιο. Με τόσο δε κόσμο να υποφέρει, αναρωτιέμαι μήπως είναι και προκλητικό να μιλάμε για εμφιαλωμένα κρασιά και ακριβά εστιατόρια, λες και δεν βλέπουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων είμαστε σαν την ορχήστρα του Τιτανικού...

Από την πρώτη στιγμή που μεταπήδησα στο χώρο του κρασιού από εκείνον της πολεοδομίας, έβρισκα ιδιαίτερα διασκεδαστικό να βλέπω, στις διεθνείς εκθέσεις και αλλού, καλοντυμένους κύριους να ανταλλάσσουν με κάθε σοβαρότητα απόψεις για το κρασί: «μου φαίνεται πως έχει νύξεις τρούφας», έλεγε ο ένας, «όχι, μάλλον βαθύσκιωτο δασοτόπι μυρίζει», έλεγε ο άλλος ― και αυτό αρκούσε για να κλείσουν και εμπορικές συμφωνίες! «Τι απίστευτο προϊόν είναι αυτό!», έλεγα στον εαυτό μου. Και η απόσταση που χώριζε τον κόσμο τούτο από το άλλον, τον απόλυτα τεχνοκρατικό των πολεοδόμων, ήταν φυσικά αβυσσαλέα. Ασφαλώς, δεν τίθεται το ερώτημα για το ποιος είναι ο πιο διασκεδαστικός· αλλά ούτε και ο πιο χρήσιμος (στην κοινωνία).

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο χώρος του κρασιού τραβά ως μαγνήτης όλους τους τρελούς· εκτιμώ πως αναλογικά πρέπει να έχει τους περισσότερους sui generis τύπους απ’ όλα τα επαγγέλματα, των τεχνών εξαιρουμένων (όπου βάζω και τη μόδα ― αυτοί, καλά, δεν παίζονται). Ο χώρος της οινικής δημοσιογραφίας, ειδικά, είναι ένας πραγματικός ζωολογικός κήπος που φιλοξενεί πολλά προς εξαφάνιση είδη. Ένα από αυτά, ιδιαίτερα διαδεδομένο στο εξωτερικό, είναι ο εύπορος δανδής ο οποίος, μετά από σπουδές στο Oxbridge (classical studies, βέβαια), αποφασίζει να βγάλει τα προς το ζην πίνοντας, τρώγοντας και, ενίοτε, γράφοντας μέχρις εκεί που αντέχει το συκώτι του. Σε κάθε περίπτωση όλα τα μεγάλα ονόματα της οινικής δημοσιογραφίας κατέληξαν να γράφουν για το κρασί, έχοντας κατά κανόνα λύσει το βιοποριστικό τους πρόβλημα αλλιώς. Ένα άλλο διαδεδομένο είδος οινογράφου είναι ο bradypus calamum (βραδύποδας κονδυλοφόρος), μοναδικό ενδιαφέρον του οποίου είναι η τεμπελιά και η συμμετοχή σε ταξίδια και δωρεάν τσιμπούσια. (Καλά, δεν βαριούνται;).

Το κρασί τρομάζει, γιατί το λεξιλόγιό του απαιτεί μαεστρία στο χειρισμό του, και είναι λίγοι εκείνοι που μπαίνουν στον κόπο να ασχοληθούν με αυτό. Ο χώρος της  «γεύσης», αντίθετα, είναι ανοιχτός σε όλους («περί ορέξεως...» κ.λπ) και έτσι ο κάθε ένας δεν διστάζει να αυτοχρηστεί «κριτικός» ή «γευσιγνώστης». Ό,τι δηλώσεις είσαι. Αρκεί να «απογειώνεσαι» με τις γεύσεις και, πάει, έγινες και εσύ κριτικός εστιατορίων και τιμητής των πάντων.

Από την άλλη πλευρά, «so what?», που θα έλεγε και ο Τζορτζ Όργουελ. Στο βιβλίο του Down and Out in Paris and London, ο μεγάλος συγγραφέας θέτει το εξής ερώτημα: Γιατί, λέει, κατακρίνουμε τους ζητιάνους, οι οποίοι στο κάτω-κάτω, ένα επάγγελμα ασκούν κι αυτοί; Γιατί, αν είναι να κρίνουμε τους ανθρώπους από τα επαγγέλματά τους, μπορώ, λέει ο Όργουελ, να σκεφθώ ένα σωρό άλλα επαγγέλματα πολύ πιο νοσηρά και βλαβερά για την κοινωνία από τη ζητιανιά…

Δεν ξέρω, λοιπόν, τι προσφέρει το επάγγελμα του «οινογράφου» στο κοινωνικό σύνολο, αν προκαλεί τα πλήθη με τα ασήμαντα για την ανθρώποτητα θέματα με τα οποία καταπιάνεται. Θεωρώ πως το κρασί δεν είναι ασήμαντο είδος, αλλά μπορεί να κάνω και λάθος. Σε κάθε περίπτωση, ούτε εμείς οι οινογράφοι, ούτε οι καημένοι οι κουζινογράφοι, δεν προκαλούμε γενικευμένη κατάθλιψη όπως κάνουν οι  δημοσιογράφοι της τηλεόρασης!

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση