Μα καλά, δεν το βλέπουν;

16 Μαΐου 2018
Σίμος Γεωργόπουλος
Ο Πάνος Δεληγιάννης παραχωρεί το edito στον Σίμο Γεωργόπουλο που εκφράζει απορίες και ιδέες για το ελληνικό κρασί και τους οινοπαραγωγούς.
  • ΜΑ ΚΑΛΑ, ΔΕΝ ΤΟ ΒΛΕΠΟΥΝ; | Θέματα

Το “κάλιο αργά”  μπορεί να είναι καλύτερο από το “παρά ποτέ”, όμως στους φρενήρεις ρυθμούς του παγκόσμιου κρασιού μπορεί να αποδειχθεί “πολύ αργά”!

Ο σοφός λαός μπορεί να ισχυρίζεται ότι όποιος είναι έξω από το χορό πολλά τραγούδια ξέρει, ωστόσο η εξωτερική παρατήρηση φέρνει διαπιστώσεις που ίσως αυτοί που δίνουν τον καθημερινό αγώνα της παραγωγής να μην έχουν καν σκεφθεί.

Φυσικά οι ανοιχτοί ορίζοντες, η επαφή με διαφορετικά είδη κρασιών, η γνώση για κρασιά άλλων χωρών ή οινοπαραγωγικών περιοχών, η τόλμη και η έλλειψη μιμητισμού βοηθούν ώστε να μάθει κανείς περισσότερα τραγούδια και να ακολουθήσει ως εκ τούτου τάσεις, να δει ανάγκες και εν τέλει να γίνει πρωτοπόρος αποκομίζοντας τα ανάλογα οφέλη.

Αντίθετα, η προσπάθεια να πηδήξουμε στο τελευταίο βαγόνι τις περισσότερες φορές είναι αποτυχημένη  - ιδιαίτερα να το τρένο του κρασιού κινείται  με ιλιγγιώδεις ταχύτητες- ενώ και η υστέρηση με την οποία οι καταναλωτές –ιδιαίτερα οι Έλληνες- αλλάζουν συνήθειες και αντιλήψεις καθιστούν ακόμα και τα πετυχημένα σάλτα  ιδιαίτερα ετεροχρονισμένα.

Τα 20 χρόνια που ασχολούμαι με το κρασί προσεγγίζοντας το μάλλον από την πλευρά του καταναλωτή έχω αναφωνήσει πολλές φορές “μα είναι δυνατόν να μην το βλέπουν;” Και όμως πράγματα που φαντάζουν οφθαλμοφανή χρειάζονται πολλά-πολλά χρόνια για να μπουν στο μπουκάλι, με τα παρακάτω 7 να …βγάζουν κυριολεκτικά μάτι!

Η παραγωγή ανοιχτόχρωμων ροζέ

Επί σχεδόν 15 χρόνια καβγάδιζα (μπορώ να επικαλεστώ δεκάδες παραγωγούς για του λόγου το αληθές)  για τον λόγο ύπαρξης των ροζέ που έχουν άρωμα τσιχλόφουσκας και γεύση στυφού  κοκκινελιού, χαρακτηριστικά που περιορίζουν δραματικά την ευελιξία των κρασιών αυτού του χρώματος στο τραπέζι.

Ευτυχώς όμως τα τελευταία χρόνια τα ροζέ τύπου Προβηγκίας όχι μόνο εντάχθηκαν στην γκάμα σχεδόν όλων των παραγωγών αλλά αποδεικνύουν ότι είναι από τα καλύτερα του κόσμου, δίνοντας πλέον αφορμή μόνο για άλλου περιεχομένου γκρίνια: γιατί δηλαδή δεν γίνονται η αιχμή του δόρατος του Ελληνικού κρασιού;

Η παραγωγή αφρωδών από λάθος ποικιλίες

Η παραγωγή αφρωδών με την παραδοσιακή μέθοδο της δεύτερης ζύμωσης μέσα στην φιάλη απαιτεί από το κρασί βάσης φρεσκάδα, δύναμη, τρομακτική οξύτητα και χαμηλό Ph. Και ωραία, λόγω κλίματος δεν μπορείς να έχεις τα παραπάνω στον βαθμό που τα έχει η Καμπανία, η Λομβαρδία ή ο Λίγηρας, αλλά τουλάχιστον προσπάθησε να ξεγελάσεις το πρόβλημα ποικιλιακά! Γιατί λοιπόν δεν βλέπουμε συχνότερα άγρια Ξινόμαυρα, Ασύρτικα ή Κυδωνίτσες αλλά κυρίως Μοσχοφίλερα και Αθήρια στα αφρώδη μας; Και δεν λέω ότι οι παραγωγοί που δουλεύουν τα τελευταία παράγουν κακά κρασί, απλώς σκέφτομαι πόσα παραπάνω θα μπορούσαν να πετύχουν με ποικιλίες που “μπορούν”…

Η χρήση μικρών βαρελιών

Έπρεπε ο Χρήστος Ζαφειράκης να παλέψει μόνος του με τα θεριά επί σχεδόν μια δεκαετία για να ανοίξει μια χαραμάδα στην χρήση μεγάλων βαρελιών. Τη στιγμή που απ’ άκρη σε άκρη του κόσμου αυτά είναι πολύτιμο εργαλείο τόσο για τα ερυθρά όσο βεβαίως και για τα λευκά, στην Ελλάδα επιμένουμε στην χρήση  μικρών βαρελιών που κουράζουν το ήδη υπερώριμο (λόγω κλίματος) κρασί. Που θα πάει όμως, θα έρθει η στιγμή που ο Έλληνας παραγωγός θα δίνει παραγγελιά λέγοντας “α, βάλε μου και 1-2 foudres”!

Η παραγωγή σπουδαίων ερυθρών και από δεξαμενή

Όταν παραγωγοί όπως ο Michael Chapoutier χρησιμοποιούν κρασιά που δεν έχουν περάσει βαρέλι σε ακριβοθώρητες ετικέτες, απορείς με την εμμονή των Ελλήνων συναδέλφων του στα μικρά, νέα βαρέλια. Και αν η κρίση έκανε την ανάγκη φιλοτιμία, η πραγματική πίστη σε ένα σπουδαίο ερυθρό που να έχει νοιώσει για καιρό το “ψυχρό” χάδι του inox περισσότερο από την ζεστασιά του βαρελιού μάλλον θα αργήσει…

Η οινοποίηση σε αμφορείς

Ίσως κανείς σκεφτεί ότι πλέον και η κουτσή Μαρία οινοποιεί σε αμφορείς, κάτι με το οποίο δεν θα διαφωνήσω. Όμως θα πω πως τους προτιμώ από το βαρέλι, αφού η επίδρασή τους είναι πολύ πιο ευγενική στο κρασί. Από την άλλη πάλι δεν κατανοώ γιατί εκτός από τους Γεωργιανούς –που το “άθλημα” το έχουν στο αίμα και το έχουν κάνει σημαία τους- θα έπρεπε να περιμένουμε και όλους τους λαούς του κόσμου να προηγηθούν σε τέτοιου είδους οινοποιήσεις. Όταν μάλιστα η Ελλάδα είναι η πρώτη που δικαιούται να ομιλεί όταν η λέξη πιθάρι πέσει στο τραπέζι και που το αρχαιοελληνικό αφήγημα μπορεί να κουμπώσει τέλεια πλάι σε μια οινοποιημένη σε πηλό κρασάρα μας!

Η παραγωγή κρασιών στα πρότυπα του Moscato d’ Asti

Δόξα τω Θεό, αν για κάτι δεν δικαιούται να παραπονιέται η Ελλάδα είναι για το Μοσχάτο της, που εντυπωσιάζει από την Σάμο ως την Κρήτη και από την Λήμνο ως την Πάτρα! Γιατί τότε χρειάστηκε το Moscato d’ Asti να σαρώσει την αγορά προτού οι Έλληνες παραγωγοί να προσφέρουν ανάλογα ημιαφρώδη γλυκά κρασιά; Και με ετικέτες όπως το Deus της Cavino, το Mos της Cair και το D’ Ifestia του Χατζηγεωργίου να κοιτούν τον εκ Πεδεμοντίου ανταγωνισμό στα μάτια;

Η παραγωγή φρουτωδών ερυθρών γλυκών κρασιών

Και φτάνει η ώρα του θα πρέπει κάποιος να προτείνει ένα Ελληνικό φρουτώδες ερυθρό γλυκό. Και το αρχίζουν τα “χμμμ” και τα ξυσίματα του κεφαλιού,  αφού τα Ελληνικά γλυκά είτε έχουν λιαστεί είτε έχουν μείνει χρόνια στο βαρέλι, με ότι μάλιστα αυτό συνεπάγεται για το κόστος τους. Και έτσι στέλνεις το πελατάκι κατ’ ευθείαν στο Port κάνοντας τον Πορτογάλο shipper μάγκα, την στιγμή που αμέτρητες ποικιλίες –με προεξέχουσα φυσικά την Μαυροδάφνη – θα μπορούσαν να δώσουν μια φρουτώδη εκδοχή σαν το Ruby ή το Late Bottled Vintage Port.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση