Βάσω Παπαγιαννακοπούλου

05 Οκτωβρίου 2016
Μικαέλα Θεοφίλου
Η διευθύντρια σύνταξης του γυναικείου περιοδικού Madame Figaro έχει το πιο ενημερωμένο ημερολόγιο γαστρονομίας…
  • ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ | Η Μέρα μου στο Πιάτο

Το ημερολόγιο της είναι γεμάτο γεύσεις, ταξίδια, συναισθήματα, σκέψεις, μυρωδιές και πιάτα  που πάντα τα συνδυάζει με τους ανθρώπους που αγαπάει και είναι κοντά της. Γιατί τι είναι το φαγητό χωρίς καλή παρέα;

«Συνήθως η μέρα μου ξεκινάει με έναν ελαφρύ, σχεδόν σχολικό εκνευρισμό ότι δε θέλω να ξυπνήσω και επί μισή ώρα πατάω το snooze. Κοιμάμαι πάντα πολύ αργά και ξυπνάω όσο το δυνατόν αργότερα με παίρνει. Όλο σχεδιάζω οτι θα φτιάξω τον ύπνο μου και ότι θα αρχίσω να εκμεταλλεύομαι τα πρωινά μου -όπως π.χ. να πάω στη λαϊκή αγορά ακριβώς κάτω από το σπίτι μου, αλλά 8 χρόνια τώρα δεν έχω πάει ποτέ. Ίσως τελικά να πρέπει να πάρω απόφαση ότι δεν είμαι πρωινός τύπος...

 Πάντα ζηλεύω και πάντοτε απορώ με τους ανθρώπους που τρώνε «βασιλικό» πρωινό ή δεν χρειάζονται καφέ για να ξυπνήσουν. Από παιδί με θυμάμαι να αδειάζω κρυφά το γάλα ή τα cornflakes μου στο νεροχύτη. Νομίζω ότι δε θέλω τίποτα άλλο μέχρι τις 12 εκτός από μια μεγάλη κούπα ζεστό καφέ – ο πρώτος καφές είναι πάντα ζεστός, χειμώνα καλοκαίρι.

 Έχω μια ιεροτελεστία κάθε Σάββατο πρωί, πριν πάω στο σουπερμάρκετ ή ξεκινήσω τις δουλειές μου, να πίνω μόνη μου καφέ στη γειτονιά, πάνω στη Φωκίωνος Νέγρη ή στο Βίλατζ στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου, παρατηρώντας τον κόσμο που περνά. Μερικές φορές, τη Φωκίωνος τη νιώθω σαν προέκταση του μπαλκονιού μου - με κόσμο «προσκεκλημένο» που δεν τον γνωρίζω αλλά μ’αρέσει να φτιάχνω αυθαίρετα την ιστορία τους στο μυαλό μου ανάλογα με τα ρούχα, τις κινήσεις τους, τη διάθεσή τους όταν περνούν από μπροστά μου χαμογελαστοί ή σκυθρωποί.

Αγαπημένο στέκι για brunch τις Κυριακές και αβγά Benedict με προσούτο ή σολωμό είναι το Air Lounge στο New Hotel της Φιλελλήνων. Πάω όσο πιο συχνά μπορώ, γιατί ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας του αλλά και η χαλαρότητα του κόσμου με ανακουφίζουν. Φεύγοντας πάντα σκέφτομαι ότι η Αθήνα θα μπορούσε να είναι σε όλα της τα σημεία «ευρωπαϊκή» αλλά μας κρατάει πίσω η «προχειρότητα» και η «αντίδραση για την αντίδραση». Οι Άγγλοι λένε «το εξωτερικό του σπιτιού σου είναι το εσωτερικό της πόλης μου» και νομίζω ότι η αισθητική και ο σεβασμός του δημόσιου χώρου θα έπρεπε να είναι βασικό μάθημα στα σχολεία από την Α’ Δημοτικού.

Από τα φαγητά του δρόμου μου αρέσει το Καλαμάκι Κολωνάκι, γιατί εκτός από τα κρέατά του έχει και το πιο προχωρημένο bio μενού αλλά και τοπ vegan επιλογές όπως μπιφτέκια kale ή σαλάτες με κινόα και αβοκάντο.

Για κρέπες πηγαίνω δίπλα στο σπίτι μου, στο After στη Φωκίωνος Νέγρη, ένα τέλειο 24ώρο που φτιάχνει τις καλύτερες κρέπες στην Αθήνα, κυρίως αλμυρές.

Περιμένω επίσης με αγωνία να ανοίξει το Los Loros στο Σύνταγμα (Ξενοφώντος 14 & Νίκης) του σεφ Marco Rossi (βλ. Nixon) και της φίλης μου food editor Μάρως Παρασκευούδη. Το μενού είναι gluten-free και εστιαζει στο φαγητό δρόμου της Βενεζουέλας με empanadas και arepas. Ίσως δε θα έπρεπε να το πω, αλλά έχω ήδη δοκιμάσει.

Σπάνια τρώω μεσημεριανό στο σπίτι μου, γιατί είναι οι ώρες που βρίσκομαι στο γραφείο. Γενικά τις σπάνιες φορές που μαγειρεύω –η μαγειρική δεν είναι ένα από τα ταλέντα μου - προτιμώ απλές, τεμπέλικες συνταγές που γίνονται σε 5-20 λεπτά. Αγαπημένη συνταγή τελευταία, μού την έμαθε η veggie κολλητή μου η Ελένη, είναι μακαρόνια με ελαφρώς σοταρισμένο αβοκάντο σε ελάχιστο λάδι, μια σκελίδα σκόρδο στο σοτάρισμα που μετά την αφαιρείς (απλώς για να πάρει το άρωμα), αλάτι και πιπέρι. Αναμειγνύεις το αβοκάντο με τα μακαρόνια και από πάνω κόβεις φρέσκα τσέρι τοματίνια. Αν θέλεις προσθέτεις παρμεζάνα –καλύτερα σε φλύδες και όχι τριμμένη.

Τελευταία έχω εμμονή με το αβοκάντο. Μπορώ να το φάω με όλα μου τα φαγητά, ακόμα και σκέτο με χοντρό αλάτι. Επίσης το αβοκάντο θέλει υπομονή, το αγοράζεις με προοπτική να το φας στο μέλλον (και αυτό είναι ίσως το μόνο διατροφικό πλάνο που μπορώ να κάνω) και στην κατάλληλη στιγμή. Το αβοκάντο είναι σαν τον έρωτα: πρέπει να έχεις σωστό timing και παραγινομένο χαλάει. Επίσης, η φίλη μου Λυδία επίσης με λέει «αβοκάντο» επειδή δε μου αρέσει καθόλου να κλείνω ραντεβού, αλλά από την άλλη αν με πάρεις τελευταία τελευταία στιγμή κάτι θα έχω κανονίσει.

 Αν δεν έχω μαγειρέψει κάτι απλό,  λοιπόν,  παραγγέλνω στο γραφείο. Τελευταία από το Mammoth slow food στα Βριλήσσια που έχει εξαιρετικό ελληνικό σπιτικό φαγητό στη σύγχρονη όμως εκδοχή του, αρκετές χορτοφαγικές επιλογές και πολύ καλές πρώτες ύλες (το καταλαβαίνεις και μόνο από το άρωμα!). Τελευταία παραγγέλνω συνέχεια τον μπακαλιάρο σωτέ με χυμό πορτοκάλι, κονιάκ και μέλι που σερβίρεται με σπανάκι στον ατμό. Επίσης καινούριο κόλλημα είναι οι σαλάτες του Holly Greens (Μαρούσι, στο παλιό Village), ειδικά η Sweet Salmon με σολωμό, μαύρο ρύζι, αβοκάντο, αγγούρι, καρότο και δε-θυμάμαι-τι-άλλο.

Το ψυγείο μου είναι πάντα ή πάρα πολύ άδειο ή πάρα πολύ γεμάτο –μέση κατάσταση δεν υπάρχει. Και συνήθως όταν ψωνίζω το πρόγραμμά και οι υποχρεώσεις μου με κρατούν κυρίως εκτός σπιτιού οπότε καταλήγω να πετάω τα περισσότερα επειδή έχουν χαλάσει.

Ένας από τους λόγους που μένω στη Φωκίωνος Νέγρη είναι επειδή διατηρεί ακόμα έντονο το στοιχείο της γειτονιάς και για τα ψώνια έχεις παντού πρόσβαση με τα πόδια -το σπίτι μου π.χ. είναι ανάμεσα σε δύο μεγάλα σουπερμάρκετ. Και ακριβώς επειδή δε θέλω να χαθεί αυτή η αίσθηση της γειτονιάς προσπαθώ να «στηρίξω» τα μικρά μαγαζιά, αν και δεν είμαι η πιο ισχυρή μονάδα κατανάλωσης ή ένα ενδεικτικό καλάθι νοικοκυράς. Φρούτα και λαχανικά αγοράζω ακόμα από το μανάβικο (Σύρου & Ζακύνθου), φανταστική ποικιλία σε τυριά από μικρούς παραγωγούς από όλη την Ελλάδα έχει ο Αγορογιάννης (Φωκίωνος και Σικίνου), ενώ για βιολογικά προϊοντα και υγιεινές τροφές πηγαίνω στο Mirabilis στη Σποράδων, ακριβώς απέναντι από το σπίτι μου, που λειτουργεί από το 2001. Ο κύριος Σπύρος, γνώστης της υγιεινής διατροφής, ασπάστηκε τη χορτοφαγία στα 80s νομίζω, όταν της μόδας ήταν ακόμα η κρέμα γάλακτος και τα εβαπορέ γάλατα, και πριν καν υποψιαστούμε ότι κάποτε θα γίνει μόδα η vegan δίαιτα και τα gluten-free. Προσωπικά, δεν είμαι τίποτα από όλα αυτά, αλλά προσπαθώ κάποιες τροφές να είναι βιολογικές, από ελεγχόμενες καλλιέργειες.

Στο ψυγείο μου λοιπόν θα βρει κανείς κυρίως σαλάτες. Δεν μπορώ να φάω το φαγητό μου αν δεν έχω σαλάτα στο πλάι, γιατί αλλιώς βαριέμαι. Οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν επειδή πάντα επιμένω στα εστιατόρια να μας φέρουν τη σαλάτα μαζί με το κυρίως -ποτέ δεν το τηρούν, πάντα εκνευρίζομαι.

Το ντουλάπι με τα τρόφιμα έχει πάρα μα πάρα πολλά μακαρόνια σε κάθε τους μορφή. Ξηρούς καρπούς για τις δύσκολες ώρες που κάνω μαραθώνιο με σειρές.

 Και τώρα ήρθε η ώρα να σας αραδιάσω/αποκαλύψω τα αγαπημένα μου εστιατόρια και τα πιάτα που αγαπώ εκεί. Έχουμε και λέμε:

Στον Vezene για κρέας (rib-eye), trufflefries, για την ατμόσφαιρα και τον κόσμο. 

Στην Cookoovaya Σάββατο μεσημέρι -αν και δεν πάω όσο συχνά θα ήθελα- για την εξαιρετική ελληνική δημιουργική κουζίνα και για την αστική αθηναϊκή σάλα του.

Στον Λευτέρη Λαζάρου για ψάρι και θαλασσινά –είναι από τους σεφ που αγαπώ περισσότερο. Από τους νέους σεφ αγαπημένος μου είναι ο Αλέξανδρος Τσιοτίνης που έχει το CTC στα Ιλίσσια. 

Στο Μαύρο Πρόβατο στο Παγκράτι για το τίμιο comfort food και τις σωστές τιμές -κάπως έτσι θα ήθελα να είναι τα εστιατόρια της γειτονιάς.

Στο Colibri (Εμπεδοκλέους 9-13, Παγκράτι) γιατί μου αρέσει το μενού, η ατμόσφαιρα, η γειτονιά, ο κόσμος, ο ιδιοκτήτης, όλα.

Στη Μαργαρώ στο Χατζηκυριάκειο (Πειραϊκή) για γαρίδες, πατάτες και χωριάτικη –μόνο αυτά σερβίρουν οπότε δεν πονοκεφαλιάζεις με μικρο-αποφάσεις.

Στο Blue Bamboo στα Πετράλωνα για ταϊλανδέζικο και κοκτέιλ.

Αν ήμουν πλούσια, θα πήγαινα επίσης συχνότερα για σούσι στο Freud Oriental στο Κολωνάκι –για μένα είναι τοπ. Στο Matsuhisa στον Αστέρα θα πήγαινα κυρίως για το location –νομίζω ότι είναι ένα από τα ωραιότερα στον κόσμο.  

Στη γειτονιά, έχουμε τώρα την Κυβέλη (πλ. Αγίου Γεωργίου, Κυψέλη) με κλασική ελληνική κουζίνα, που ανέβασε λίγο το γευστικό επίπεδο της περιοχής. Τα παιδιά που το έχουν είναι εξαιρετικά όπως εξαιρετική επιλογή είναι και η φρουτάλια, που τη βλέπω όλο και πιο συχνά πλέον σε μενού –το καλό της τάσης με τα brunch είναι ότι δεν σνομπάρουμε πια τα αβγά.

Αγαπημένες μου κουζίνες είναι  η ιταλική, από την pasta ως την ταλιάτα, η ελληνική που επικεντρώνει στο ψάρι και στα θαλασσινά, αλλά και η ασιατική, είτε ταϋλανδέζικη είτε ιαπωνική. Επίσης, μια κουζίνα που γνώρισα πρόσφατα και λάτρεψα είναι η Πορτογαλική –εκεί μαγειρεύουν φρέσκο μπακαλιάρο με χίλιους τρόπους και είναι όλοι εξαιρετικοί, δεν το πιστεύεις πως αυτό το «κοινό» ψάρι μπορεί να γίνει τόσο γκουρμέ.

Σε ένα εστιατόριο με εκνευρίζει να πληρώνω περισσότερο από όσο αναλογεί στην ποιότητα της κουζίνας, επειδή έχουν χαλάσει πολλά λεφτά στη διακόσμηση και έχουν καλό location. Γενικά δε μου αρέσουν τα επιτηδευμένα εστιατόρια που τελικά δεν έχουν τίποτα καινούριο να σου πουν. Επίσης με εκνευρίζουν τα πανάκριβα bar-restaurants που παίζουν Ρέμο διαπασών μόλις τελειώσεις το κυρίως πιάτο (για να μην παρεξηγηθώ, μ’ αρέσει ο Ρέμος, αλλά όχι να τον ακούω τρώγοντας ταλιάτα).

Το αγαπημένο μου delivery είναι σούσι από το Nakama στη Μασσαλίας, σουβλάκια από τη Ρίγανη στη Φωκίωνος ή τους Μερακλήδες στην Αγίας Ζώνης. Στην γειτονιά μου γενικά δεν έχουμε πολύ καλό ντελίβερι και εκτός από σουβλατζίδικα, οι επιλογές είναι περιορισμένες.

 Μου αρέσει το καλό φαγητό, αλλά επειδή δεν είμαι ούτε λαίμαργη ούτε η μαγειρική είναι στις δεξιότητες μου (στην πραγματικότητα τη βαριέμαι λίγο), το φαγητό έχει για μένα περισσότερο κοινωνική προέκταση. Είναι εκείνη η ώρα της ημέρας που βρίσκεσαι με τους ανθρώπους που αγαπάς, μιλάς, γελάς, μοιράζεσαι, «κλείνεις» τη μέρα σου με μια αίσθηση τρυφερότητας, με την αίσθηση ότι ανήκεις κάπου και νιώθεις ευτυχισμένος μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Όταν πρέπει να φάω μόνη μου στο σπίτι, το βρίσκω πολύ βαρετό, εκεί εύχομαι να υπήρχε απλώς ένα χάπι π.χ. κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο.

Τα μακαρόνια και τα αβγά ποσέ είναι το αγαπημένο μου comfortfood, αλλά γενικά δεν ταυτίζω το φαγητό με τα σύναισθήματα μου – το πιο πιθανό είναι να μη φάω καθόλου όταν είμαι υπερβολικά στεναχωρημένη, δεν έχω το «το ρίχνω στα σοκολατάκια σαν την Μπρίτζετ Τζόουνς».

Αυτό που κάνω αντιθέτως είναι να αφουγκράζομαι τον οργανισμό μου στο τι θέλει να φάει καθημερινά, γιατί θεωρώ ότι η επιθυμία είναι ταυτιμένη σε μεγάλο βαθμό με το συστατικό που σου λείπει από τον οργανισμό. Αν π.χ. θέλω να φάω πρωτεϊνη μια μέρα ή υδατάνθρακα την επόμενη, προσπαθώ να είμαι συνεπής και να καλύψω αυτή την ανάγκη. Προφανώς όμως αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις που το μόνο που επιζητάς είναι γλυκά ή λιπαρά.   

Το αγαπημένο μου ποτό είναι η βότκα  Belvedere σκέτη με πάγο και μια φέτα λεμόνι. Επίσης τα κοκτέιλ που περιέχουν τζίντζερ. Και η μπίρα, προτιμώ την μπίρα από το κρασί, είναι ίσως από τα πράγματα που έχω κληρονομήσει από τον μπαμπά μου –αυτό, και το να επιλέγω με πολύ συγκεκριμένα κριτήρια το πιρούνι που θα φάω, όπως επιλέγεις το όπλο για να πας στη μάχη.

 Αγαπημένο μου  γλυκό χωρίς δεύτερη σκέψη είναι η σοκολάτα, είτε από το περίπτερο είτε από haute patisserie. Τελευταία, μου αρέσουν πολύ τα άγλυκα γλυκά και έχω πάντα στο ψυγείο μου μαύρη σοκολάτα Παυλίδη.  Νομίζω ότι το γούστο μου στα γλυκά είναι λίγο παιδικό: με μια ΙΟΝ αμυγδάλου θα ήμουν ευτυχισμένη.

Ο μπαμπάς μου είναι ίσως από τους ελάχιστους ανθρώπους που δεν τρώει μακαρόνια στον κόσμο, οπότε στο σπίτι σπάνια τα έφτιαχνε η μαμά. Η καλύτερή μου στιγμή λοιπόν ήταν να πηγαίνουμε σε εστιατόρια και να παραγγέλνω άσπρα μακαρόνια, σκέτα, με τυρί. Μια ακόμα γευστική ανάμνηση είναι το τηγανόψωμο που έφτιαχνε η γιαγιά Βασιλική στο χωριό με το ζυμάρι που περίσσευε από το ψωμί και εμείς το τρώγαμε με ζάχαρη –δεν ξέρω αν το κάνουν στην Πελοπόννησο γενικά ή το έκανε μόνο η γιαγιά, αλλά ήταν λιγότερο γλυκό από τους λουκουμάδες και ακόμα καλύτερο με ζάχαρη απ’ότι με μέλι.

Αναπολώ γενικά τα φαγητά της μαμάς μου, γιατί είναι πάρα πολύ καλή μαγείρισσα, της αρέσει να φτιάχνει μόνη της ό,τι μπορεί –από ψωμί μέχρι σάλτσα ντομάτας-, να καλλιεργεί τα λαχανικά της (π.χ. τώρα καλλιεργεί και kale). Δεν την επιβραβεύσαμε ποτέ, δεν της είπαμε ευχαριστώ και τώρα συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγγαρεία και δυσκολία από το να πρέπει να μαγειρέψεις για μια οικογένεια που ο καθένας έχει την παραξενιά ή την ιδιοτροπία του, κι εσύ να είσαι υποχρεωμένη να περάσεις όλη σου τη μέρα πάνω από μια κατσαρόλα.

Kαι από το γευστικό ταξίδι στην παιδική μου ηλικία, στα κυριολεκτικά ταξίδια μου στη γεύση! Στο Παρίσι σίγουρα, θα θυμάμαι πάντα το beef fillet στο Le Fumoir και το beef Tartare στο Les Philosophes στο Marais. Επίσης πάντα θα σκέφτομαι το φαγητό της Ταϋλάνδης, γιατί όπου και να φάγαμε, μέχρι και στα συνοικιακά εστιατόρια το φαγητό ήταν τέλειο. Επίσης δε θα ξεχάσω ποτέ τα burgers στο Λος Άντζελες αλλά και τα θαλασσινά σε ένα παραθαλάσσιο χωριό στο Μπαλί, όπου με 50 Ευρώ συνολικά φάγαμε ό,τι καραβίδα, αστακό και καβούρι υπήρχε, σε jumbo μέγεθος και περίσεψαν κιόλας –για να είμαστε δίκαιοι όμως, η γεύση των θαλασσινών του Ωκεανού δε πιάνουν τίποτα μπροστά στης Μεσογείου.

Εκεί κάπου σε μία παραλία της Ελλάδας, θα ήθελα να υπάρχει, την τελευταία μου μέρα επάνω στη γη, ένα τραπέζι στρωμένο στην παραλία, σχεδόν σα γαμήλιο, λίγο πριν τη δύση του ήλιου τέλη Αυγούστου, όπου θα είναι συγκεντρωμένοι όλοι μου οι φίλοι και η οικογένειά μου, θα τρώμε όλες τις κουζίνες του κόσμου (εκτός από τη βρετανική ή τις βορειοευρωπαϊκές), άφθονα όστρακα, θαλασσινά, σαλάτες και πατάτες τηγανιτές. Η μουσική δεν παίζει ρόλο γιατί θα σκεπάζεται από γέλια και φωνές.Θα είμαι τόσο ευτυχισμένη, που θα μοιράζομαι χωρίς να με νοιάζει την κοκα κόλα μου. Και κάπως έτσι, χαμογελαστή, μαυρισμένη, με φίλους και με τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος στο background, θα με «έδειχνε» και το τελευταίο μου ποστ στο Instagram».  

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση