Εν Δημητσάνη, ένας φιλόξενος ξενώνας και ένα εστιατόριο-έκπληξη

02 Φεβρουαρίου 2025
Θάλεια Τσιχλάκη
Κάποιες φορές έστω και μια σύντομη εκδρομή μπορεί να μας επιφυλάσσει απρόσμενες εκπλήξεις, γευστικές και μη. Ακόμα και εκεί που δεν το περιμένουμε, μπορεί να συναντήσουμε έναν ονειροπόλο μάγειρα και να γευτούμε πιάτα που δεν θα φανταζόμασταν ότι θα σερβίρονταν σε ένα μικρό ξενώνα. Και όμως αυτό συνέβη σ ’εμάς μια χειμωνιάτικη μέρα στη Δημητσάνα.
  • ΕΝ ΔΗΜΗΤΣΑΝΗ, ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΞΕΝΟΣ ΞΕΝΩΝΑΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ-ΕΚΠΛΗΞΗ | Θέματα

Τώρα ξέρω ότι δεν έχει σημασία αν ο αρχικός προορισμός μας ήταν το χιονοδρομικό κέντρο του Μαινάλου ή το καταπράσινο φαράγγι του ποταμού Λούσιου, που στις απόκρημνες και βραχώδεις πλευρές του «κρέμονται» οι μονές Φιλοσόφου και Προδρόμου. Ούτε αν σκεφτήκαμε να πάμε προς το Κεφαλάρι του Άι Γιάννη για να δούμε το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης – με τη νεροτριβή, τον αλευρόμυλο, το ρακοκάζανο και τον παλιό του μπαρουτόμυλo – και, τελικά, φτάσαμε μέχρι εκεί που αναβλύζει η καρστική πηγή που καταλήγει στο Λούσιο.

Εκείνο που με ώθησε να γράψω αυτά που διαβάζετε, όσα είδα, όσα έζησα και όσα γεύτηκα στην πετρόχτιστη Δημητσάνα ήταν ένα σύνολο. Ανθρώπων που με ξενάγησαν, ντόπιων που συνάντησα στους δρόμους και μαζί τους ένας ξενοδόχος- μάγειρας, παθιασμένος με τη δουλειά του και μας κοιτούσε στα μάτια να δει αν χαιρόμαστε τα μαγειρέματά του.

Αφού τριγυρίσαμε, λοιπόν, για κάποιες ώρες στα καλντερίμια της Δημητσάνας, ανάμεσα σε αρχοντικά, εκκλησίες και πλατείες και αφού επισκεφθήκαμε και τη Δημόσια Ιστορική της Βιβλιοθήκη, την αρχαιότερη της Ελλάδας, και περιπλανηθήκαμε στις μουσειακές της αίθουσες, όπου εκτίθενται διάφορα, σπάνια χειρόγραφα βιβλία και περγαμηνές του 16ου και του 17ου αιώνα, αλλά και καθημερινά αντικείμενα (από σεκρετέρ, κασέλες, υφαντά, φλασκιά και μαγειρικά σκεύη, μέχρι ευαγγέλια, άμφια, αρχιερατικές μίτρες, αλλά και καριοφίλια και γιαταγάνια, σελάχια (θήκες όπλων), που εξιστορούν την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη νεότερη ιστορία αυτού του τόπου, κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε πια πως νύχτωνε.

Συνεπώς είχε φτάσει, επιτέλους, η ώρα… να μπω κι εγώ στο θέμα μου! Να πω, δηλαδή, που και πως φάγαμε και που διανυκτερεύσαμε. Είχαμε – ευτυχώς, όπως αποδείχτηκε – προνοήσει να κρατήσουμε δωμάτια, γιατί ο ξενώνας όπου μείναμε διαθέτει όλα κι όλα έντεκα. Αφού τακτοποιηθήκαμε, μαζευτήκαμε στο χώρο του εστιατορίου.

Επειδή συνήθως κρυώνω, ζήτησα ένα τραπέζι δίπλα στο τζάκι. Κάθισα δίπλα στη φωτιά, στον πετρόλ καναπέ, και άρχισα να διαβάζω τον κατάλογο, ενώ ταυτόχρονα απολάμβανα το χαλαρωτικό «κελάρυσμα» των ξύλων. Διαπίστωσα ότι παραγγελία μας ξεπερνούσε σε μέγεθος τις συνηθισμένες. Φαίνεται ότι περπάτημα στα παγωμένα τοπία του βουνού μάς είχε ανοίξει την όρεξη. Αυτό ίσως να εξηγεί γιατί με το που αποθέσανε το χωριάτικο ψωμί στο τραπέζι, μαζί με το νόστιμο ντιπ λιαστής ντομάτας, κρέμα φέτας με τρούφα και ελιές Καλαμών, εξαφανίστηκαν σε χρόνο dt για να δώσουν τη θέση τους σε μια πολίτικη σαλάτα με καπνιστή πάπρικα, φρέσκα ρόδια και χούμους από φασόλια. Επίσης γρήγορα «χάθηκαν» από το πιάτο και τα ζουμερά και αφράτα, μοσχαρίσια κεφτεδάκια με χειροποίητα τσιπς πατάτας, κρέμα μπουγιουρντί και φρέσκο δυόσμο, μέχρι που χρειάστηκε να παραγγείλουμε και δεύτερη μερίδα, τάχα μου για να μην αδικηθεί κανείς.

Η σαλάτα που ακολούθησε θα μπορούσε να αποτελεί μεσημεριανό γεύμα για κάποιον λιτοδίαιτο – στην παρέα μας δεν υπήρχε ούτε ένας. Εκτός από τη ρόκα της, τη βαλεριάνα της, την πίκλα κρεμμυδιού και το πορτοκάλι, η σαλάτα περιείχε και σφέλα Μεσσηνίας με λαλάγγια και ένα εκμαυλιστικό «καρπάτσο» από ρολό γουρνο’πούλας, με κριτσανιστή πετσούλα.

Παρότι απ’ όσα δοκίμασα μου άρεσαν πολλά, θα σταθώ στα επόμενα δυο πιάτα που ξεχώρισα: στον ξινό τραχανά Δημητσάνας με τα μυρώνια και τις καυκαλήθρες και μυρωδικά που ήρθε μ’ ένα ζεστό «σαγανάκι φέτας» από πάνω. Ακόμα πιο πολύ μου άρεσε το πιάτο με τη «μαγειρίτσα μανιταριών». Έτσι ονόμαζαν μια λεμονάτη σάλτσα με μυρωδικά που πάνω της πατούσαν χοντρά κομμάτια, άψογα ψημένης αρνίσιας πικάνιας. Λόγω του ονόματος, συνειρμικά και χωροταξικά, συνέδεσα το πιάτο με τη λαγκαδινή μαγειρίτσα (από τα γειτονικά Λαγκάδια Αρκαδίας) που «μοιράζεται», παραμονές του Πάσχα, η Εύη Φέτση μαζί μας, από τη στήλη «Συνταγές» του FNL.  Πρέπει να πω όμως, ότι η μοναδική σχέση του πιάτου με μια πασχαλινή μαγειρίτσα είναι αυτή η γειτνίαση των δύο τόπων. Η μαγειρίτσα που συνόδευε την πικάνια μας ήταν στην πραγματικότητα μια αρωματική, σμαραγδένια σάλτσα μανιταριών. Αμέσως σκέφτηκα πως θα τής ήταν αδύνατο να τη δοκιμάσει λόγω της αλλεργίας της σε κάθε λογής μανιτάρι.

Αχ! Ναι, σε τούτα εδώ τα μέρη αφθονούν τα μανιτάρια και πιθανόν να σας τα προτείνουν, σε διάφορες εκδοχές τους, όπου κι αν καθίσετε για φαγητό. Όσοι τα αποφεύγετε στο Εν Δημητσάνη να πάρετε το λιχούδικο γύρο από αγριογούρουνο. Σερβίρεται πάνω σε προζυμένια πιτάκια σχάρας και συνοδεύεται από ένα αρωματικό γιαούρτι. Βέβαια, ο μάγειρας και ιδιοκτήτης του ξενώνα με διαβεβαίωσε πως αν κάποιος τον ενημερώσει πως έχει δυσανεξία στα μανιτάρια ή σε οποιοδήποτε άλλο υλικό, θα προσαρμόσει, ευχαρίστως, τα πιάτα του. Δυστυχώς, δεν θα μπορέσω να πω πολλά, για το παστίτσιο κόκορα με τα ζυμαρικά paccheri και μπεσαμέλ με γραβιέρα Τριπόλεως – καθώς δεν πρόλαβα να το δοκιμάσω, γιατί μια που το είδα και μια που εξαφανίστηκε… ως δια μαγείας ή πιρουνομαχίας και εγώ τους… #μούτρωσα.

Με τα επιδόρπια δεν είχαμε θέμα. Πήραμε δύο από το καθένα και από τα ψητά μήλα Αρκαδίας * (από τη γειτονική Καρκαλού) με μπαχαρικά, crumble αμυγδάλου, παγωτό βανίλια αλατισμένη καραμέλα και espuma χαλβά, αλλά από και τα τραγανά φύλλα μπακλαβά με μους φιστίκι, ξηρούς καρπούς και παγωτό κανέλλα. Και, η αθεόφοβη, ζήτησα και ένα ωμό μήλο, για το δωμάτιο, από τον Στέφανο Τσέκα – κάποια μέρα θα πρέπει να σας διηγηθώ, χωριστά, την ιστορία αυτού του τελειομανούς ανθρώπου, εξηγώντας σας πως έγινε μάγειρας από μεράκι και αγάπη για το φαγητό και μόνο και πως κάποια στιγμή ζήτησε από τον συντοπίτη του, Σταύρο Κουστένη, (σεφ του CesarMezeBar, στη Ρόδο, που βραβεύεται δύο αστέρια FNL) να του σχεδιάζει τα μενού. Η πραγματική δουλειά του είναι άλλη, την οποία μάλιστα ασκεί, παράλληλα, και με επιτυχία.

Ώρες αργότερα, αφού είχαμε απολαύσει το φαγητό μας, συνοδεύοντάς το με μερικά από τα πολύ σωστά διαλεγμένα κρασιά ενός καταλόγου αποκλειστικά εστιασμένου στον πελοποννησιακό αμπελώνα, με τιμές που άνετα θα χαρακτήριζα “value for money”, μπήκα επιτέλους στο δωμάτιο μου. Πριν κλείσω τελείως τις κουρτίνες, προσπάθησα, μάταια, να διακρίνω τα σπίτια της Δημητσάνας ή να εντοπίσω, στο σκοτάδι, τη χαράδρα Λούσιου. Έμεινα ξύπνια αρκετή ώρα, χαζεύοντας τη φωτιά στο τζάκι και προσπαθώντας να ζωντανέψω στο νου μου το παρελθόν αυτού του τόπου, όπως μας το αφηγούνται τα εκθέματα του μουσείου. Νομίζω πως λίγο εκείνο το τελευταίο ποτήρι του Τιτάνα του Σκούρα, λίγο η ζέστη του τζακιού και του παπλώματος που με τύλιξε, βοήθησαν να μεταφερθώ στη νεροτριβή του χωριού από όπου «κρυφοκοίταζα» τους Δημητσανίτες να φορτώνουν μπαρούτι στα μουλάρια τους για τον Κολοκοτρώνη…

Το επόμενο πρωί, σαν να μην είχα «περιπλανηθεί» τόσο όλη τη νύχτα, βγήκα ξεκούραστη στο δρόμο. Έξω το είχε στρώσει για τα καλά. Σκέφτηκα και πάλι το δείπνο της προηγούμενης νύχτας, τον ανάλαφρο ύπνο και το πλούσιο πρωινό που ακολούθησε στο Εν Δημητσάνη. Ένιωθα πως αυτό το διήμερο επέτρεψε στο «μέσα μου» να ζεσταθεί και μας βοήθησε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής με καλή διάθεση.

Info: Εν Δημητσάνη , Δημητσάνα Αρκαδίας, τηλ. 2795 031748, e-mail: [email protected] site: https://www.en-dimitsani.gr/


*Τα μήλα Αρκαδίας ή, σύμφωνα με την επίσημη ονομασία τους, τα μήλα Τριπόλεως Delicious Πιλαφά ΠΟΠ είναι ζουμερά, πολύ τραγανά, με συμπαγή σάρκα και θαμπή όψη, ενώ η φλούδα τους είναι κοκκινο-πράσινη και διάστικτη (με ψιλές φακίδες). Το άρωμα τους θυμίζει κάπως μπανάνα και η γεύση τους είναι υπέροχη, ευχάριστα όξινη, αλλά και ευγενικά γλυκιά.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση