Ποικιλίες της μόδας και αφανείς

03 Ιουνίου 2015
Ντίνος Στεργίδης
Yπάρχει θέση στο οινικό προσκήνιο για τις αφανείς ποικιλίες αμπέλου;


Κάθε άλλο παρά αδιάφορους αφήνει η μόδα τους οινοπαραγωγούς καθώς βλέπουν ποικιλίες αμπέλου όπως το ασύρτικο και τη μαλαγουζιά να γίνονται εμπορικά σήματα και μάλιστα επιτυχημένα. Γιατί να σπας το κεφάλι σου να εφεύρεις ένα όνομα για το κρασί σου και στη συνέχεια να το πλασάρεις στην αγορά, όταν αρκεί η αναφορά στην ετικέτα της μαγικής λέξης «Μαλαγουζιά»; 

Το αποτέλεσμα είναι η ραγδαία αύξηση των φυτεύσεων των δύο αυτών ποικιλιών σε όλη τη χώρα. Χωρίς να έχω δει στατιστικές φυτεμένων εκτάσεων, βλέπω τα αποτελέσματα στις εκθέσεις κρασιού και στην αγορά: η αύξηση της χρήσης των δύο αυτών ποικιλιών τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακή.

Το πρόβλημα, αν πρόβλημα υπάρχει, δεν είναι η ποιότητα των παραγόμενων κρασιών· τόσο η μαλαγουζιά όσο και το ασύρτικο είναι εξαιρετικές ποικιλίες με τη δυνατότητα να δώσουν με σχετική ευκολία ικανοποιητικά αποτελέσματα. (Αν και, πρέπει να το πούμε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις αμπελουργών που από λάθος έχουν φυτέψει μαλβάζια αντί μαλαγουζιά!).

Το πρόβλημα είναι η περαιτέρω αποστασιοποίηση όλων από την έννοια του τερουάρ και από την πρόκληση να αφήσουμε τα αμπελοτόπια μας να μιλήσουν, που είναι το επόμενο μεγάλο βήμα του ελληνικού κρασιού. Και για να μιλήσουν, δεν υπάρχει γενικά καλύτερος κομιστής από τις τοπικές ποικιλίες αμπέλου που κατ’ ουσίαν αποτελούν μέρος του εκάστοτε τερουάρ.

Υπάρχει επιπλέον μία βάσιμη ανησυχία μήπως χαθούν κάποιες λιγότερο διαδεδομένες ποικιλίες, όπως έχουν χαθεί ποικιλίες σε άλλα καλλιεργούμενα είδη, ενώ σαφής είναι και η παγκόσμια τάση προς την ομογενοποίηση. Ακόμα και στη Γαλλία, τη χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό ποικιλιών αμπέλου και την πιο αξιοζήλευτη αμπελοοινική δομή σε όλον τον πλανήτη, εκτιμάται πως σήμερα το 80% των κρασιών της παράγεται από 25 μόνο ποικιλίες.

Αντίβαρο σε αυτήν την τάση είναι οι λιγότερο γνωστές ποικιλίες αμπέλου «αφανείς», «σπάνιες» ή «ξεχασμένες», όπως θέλετε τις λέτε, σε κάθε περίπτωση περιθωριακές. Ίσως οι ποικιλίες αυτές μάς βοηθήσουν να δούμε τα πράγματα διαφορετικά και να «διαβάσουμε» καλύτερα μερικά ελληνικά αμπελοτόπια. Ίσως, ακριβώς επειδή δεν έχουν ακόμα δουλευτεί και μελετηθεί όσο άλλες ποικιλίες, να επιτρέψουν στα εδάφη τους να εκφραστούν με μεγαλύτερη άνεση και αλήθεια! Όπως και νάχει είναι μία από τις πιο συναρπαστικές πτυχές του ελληνικού κρασιού.

Πόσες και ποιες είναι, όμως;

Η οργάνωση της εκδήλωσης «Οινικές Αποκαλύψεις», με αντικείμενο τα πολύ μικρά οινοποιεία και τις «αφανείς» ποικιλίες, μας έδωσε την ευκαιρία να δούμε πιο αναλυτικά τι συμβαίνει σε ό,τι αφορά τις ποικιλίες αμπέλου που καλλιεργούνται συστηματικά στον ελληνικό αμπελώνα.

Αποκομίζω δύο, τουλάχιστον, συμπεράσματα:

1)  Υπάρχει ακόμα μεγάλη σύγχυση για την ταυτότητα πολλών ποικιλιών αμπέλου, με αποτέλεσμα ποικιλίες που φιγουράρουν ως «σπάνιες» πριμαντόνες σε διάφορες ετικέτες κρασιών να είναι στην πραγματικότητα ποικιλίες κοινές και διαδεδομένες!

2)  Ο αριθμός των γηγενών ποικιλιών που πραγματικά και πρακτικά χρησιμοποιούνται στην οινοποίηση στη χώρα μας είναι τελικά αρκετά μικρός ―γύρω στις 50― και απέχει αρκετά από τον διαδεδομένο μύθο περί 300 ποικιλιών ή «όσων οι κόκκοι της άμμου της θάλασσας».

Στην ημερίδα που φιλοξένησαν οι «Οινικές Αποκαλύψεις», τόσο ο Μανόλης Σταυρακάκης όσο και η Κατερίνα Μπινιάρη, αμφότεροι καθηγητές στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επέμεναν ότι υπάρχει ακόμα πολύ μεγάλη ασάφεια ως προς τα ονόματα των ελληνικών ποικιλιών και υπογράμμισαν επανειλημμένα την ανάγκη να γίνει η σωστή ταυτοποίησή τους. Αναφέρθηκε, για παράδειγμα, η περίπτωση της Μαρδίτσας που δεν είναι άλλη από το Chardonnay, του Ζαλοβίτικου που είναι στην πραγματικότητα Ξινόμαυρο, του Μούχταρου που σύμφωνα με τους καθηγητές είναι συγγενικό της Μανδηλαριάς και του Σκοπελίτικου που κατά πάσα πιθανότητα είναι η ίδια ποικιλία με το Ξινόμαυρο.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό: στο μνημειώδες έργο τους «Αμπελογραφία», που εκδόθηκε σε επτά τόμους μεταξύ 1901 και 1910, οι Πιερ Βιαλά και Βικτόρ Βερμορέλ, περιέγραψαν 5.200 διαφορετικές ποικιλίες αμπέλου, ενώ αναφέρουν 24.000 ονόματα ποικιλιών! Στην Ελλάδα, ο εθνικός κατάλογος ποικιλιών περιλαμβάνει 250 ποικιλίες (ελληνικές και ξένες), ωστόσο δεν είναι καθόλου βέβαιο πως πρόκειται για 250 ξεχωριστές και απόλυτα διαφορετικές μεταξύ τους ποικιλίες. Μόνο η περαιτέρω επιστημονική έρευνα (ταυτοποίηση με μοριακές μεθόδους) θα αποδείξει ποια είναι ποια!

Επίσης, μπορεί στη θεωρία να επιτρέπεται η χρήση δεκάδων διαφορετικών ποικιλιών, όμως στην πράξη οι περισσότεροι αμπελουργοί-οινοποιοί ακολουθούν την πεπατημένη και τις σίγουρες λύσεις των ήδη δουλεμένων ποικιλιών τα υπέρ και τα κατά των οποίων είναι σχετικά γνωστά ενώ τις γνωρίζουν και ως ονόματα οι καταναλωτές.

Έτσι, σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως στην Ελλάδα καλλιεργούνται ευρέως γύρω στις 150 ποικιλίες. Από αυτές οι 50 είναι ξένες, γνωστές και ως διεθνείς και οι υπόλοιπες 100 ελληνικές. Από αυτές οι 60 περίπου είναι οι πιο γνωστές και διαδεδομένες και οι υπόλοιπες 40, περίπου, οι «αφανείς» ή «ξεχασμένες».

Ας προσγειωθούμε για να μπορέσουμε να απογειωθούμε κάποια στιγμή.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση