Είναι, τώρα, μια γεμάτη πενταετία όπου αυτή η γειτονιά που βρίσκεται κάτω από το Σύνταγμα και φτάνει μέχρι τους «πρόποδες» της Πλάκας, άρχισε λόγω της γευστικής πολυσυλλεκτικότητας της να εξελίσσεται ως η πιο ενδιαφέρουσα εστιατορική πιάτσα στο κέντρο της Αθήνας. Μάλιστα, έτσι όπως διαμορφώνεται σταδιακά από την πανδημία και μετά, ανεβάζοντας συνεχώς την ποιοτική της στάθμη, κατά κάποιο τρόπο θα έλεγα ότι προσπαθεί να «εξαγνίσει» και τη κακή φήμη που κουβαλάει εδώ και χρόνια η όμορη Πλάκα με τα πάμπολλα, χείριστης ποιότητας τουριστικά μαγαζιά, τα οποία δυστυχώς απαξιώνουν την ελληνική κουζίνα.
Το Okio άνοιξε τον Οκτώβριο του 2021 στη συμβολή των οδών Νίκης και Ναυάρχου Νικοδήμου, βάζοντας εξαρχής τον πήχη ψηλά μια και την επιμέλεια της κουζίνας του ανέλαβε ο πολυβραβευμένος σεφ, Παναγιώτης Γιακαλής (Margi Hotel, Akti, Krabo, Idol Santorini κ.α.) μαζί με τον στενό του συνεργάτη, Πέτρο Φωτείνη. Head chef στη κουζίνα τότε ήταν ο Βαγγέλης Δαγδελένης, ενώ από το περασμένο καλοκαίρι αυτό το πόστο ανέλαβε ο Γιώργος Τσόλκας, ο οποίος τελικά ακουμπάει περισσότερο στις μαγειρικές καταβολές του Γιακαλή, που ποντάρουν εκτός των άλλων και σε μια δημιουργικότητα βαθιάς νοστιμιάς.
Δεν μπορώ να σας πω ότι σκηνογραφικά το Okio με τρελαίνει ιδιαίτερα, αν και το dark, μινιμαλιστικό του στυλ με τις προσεγμένες λεπτομέρειες αποπνέει μια κλασάτη χαλαρότητα που βοηθάει στην αποσυμπίεση. Αν καθίσετε έξω, σε ένα από τα ξύλινα, γεωμετρικά του τραπέζια, αυτό το ζεν το διαταράσσει που και που μόνο ο ήχος των αυτοκινήτων. Το σέρβις αν και λίγο υποτονικό, το βρήκα πρόθυμο και σε γενικές γραμμές οκ. Όταν όμως έχεις μια τέτοια υπογραφή στη κουζίνα, περιμένεις πιο πολλά και από τους ανθρώπους στη σάλα: θέλει ένα ζωντάνεμα η εξυπηρέτηση, ένα σπίρτο που θα ανάβει που και που τα «αίματα», μια παραπανίσια σβελτάδα. Δεν τους λείπουν πάντως ούτε η ευγένεια, ούτε οι καλές προθέσεις. Όσο για τη λίστα των κρασιών, σε σχέση με το ξεκίνημα έχει εμπλουτιστεί αρκετά, ενώ θεωρώ πως είναι και σε πολύ λογικά πλαίσια τιμολογημένη. Για τα cocktail όμως δεν έχω άποψη, παρότι βλέπω πολλά τραπέζια που τα προτιμούν, οπότε ίσως αξίζει να τους δώσετε μια ευκαιρία.
Έχοντας δοκιμάσει τέσσερις φορές το fusion του Okio που εκτός από Ελλάδα, Μεσόγειο και Ιαπωνία, συχνά πυκνά φλερτάρει και με έθνικ πινελιές, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τους τελευταίους μήνες οι επιδόσεις της κουζίνας είναι αισθητά πιο ανεβασμένες απ’ ότι στο παρελθόν. Το μενού δεν το λες ούτε μεγάλο, ούτε μικρό κι έτσι όπως δεν διαχωρίζεται σε πρώτα και κυρίως, ευνοεί τη λογική της μοιρασιάς για δυο άτομα. Όποτε παίζετε μπάλα που λέμε ελεύθερα και συνάρτηση με το πόσο πεινάτε. Περνώντας, τώρα, στο φαγητό διαπιστώνω ότι ο χειμώνας μπορεί να στερεί εδώ κι εκεί κάποιους πόντους από τη καλοκαιρινή φινέτσα και να δίνει προβάδισμα στην αμεσότητα της νοστιμιάς, αλλά η λεπτοδουλειά που έχει γίνει σε ένα προς ένα τα πιάτα είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητη. Πάνω πάνω στη λίστα με τα καλύτερα πιάτα θα βάλω τη ντελικάτη παλαμίδα με αμύγδαλα, νεροκάρδαμο και σάλτσα από τσίλι, με ζυγισμένη γλύκα που δεν κλωτσάει. Στο απολαυστικό μοσχαρίσιο που κάνει ωραίο παιχνίδι με την ρόκα και τις νιφάδες γραβιέρας, φέρνουν μια πικάντικη sauce στο πλάι που δίνει στο σύνολο μεγαλύτερο βάθος και μια πολύ ευχάριστη ένταση.
Φτιάχνουν επίσης και μια μυρωδάτη μπουγιαμπέσα με γαρίδες, καλαμάρι, κρέμα κουνουπιδιού στη βάση της και σουτζούκι που είναι «άλλο πράγμα»: υποδειγματική πυκνότητα, άρτια τεχνική στα θαλασσινά, βαθειά γεύση, πραγματικά εξαιρετική. Δίπλα της βάζω και τον άψογα ψημένο μπακαλιάρο με ραδίκια, μύδια, μια σούπερ beurre blanc από όστρακα και αρκετά εκφραστικό πουρέ από σελινόριζα, αν και θα προτιμούσα να δω κάτι άλλο στη θέση της. Δεν μπορώ όμως να μη σταθώ στο πεντανόστιμο ραβιόλι: είναι γεμισμένο με χοιρινό iberico και συνδυαστικά με τον πλούσιο αλλά ταυτόχρονα και απαλό ζωμό από πράσα θυμίζει εύστοχα κορυφαίο λαχανοντολμά.
Το μοσχαρίσιο χτένι ψήνεται μεν στην εντέλεια αλλά η σάλτσα από ζωμό κότας δεν καταφέρνει να ισορροπήσει όσο θα έπρεπε τη γλύκα από το μήλο και το ψητό παστινάκι, το οποίο μάλιστα έρχεται και σε πουρέ. Απείρως καλύτερη η προηγούμενη εκδοχή, με εκείνη τη μεταξένια κρέμα μελιτζάνας. Βέβαια τώρα είναι εκτός εποχής. Τέλος, αν και δεν τρέφω τη παραμικρή εκτίμηση στη ναμελάκα, το γλυκό που δοκίμασα στο Okio μπορεί να είναι ο, τι καλύτερο έχω γευτεί που να σχετίζεται με αυτή την κρέμα σοκολάτας. Μπράβο τους αλλά δεν θα κρύψω ότι το Pao de Lo που σέρβιραν στην αρχή λάμπει δια της απουσίας του.
Το Okio άνοιξε τον Οκτώβριο του 2021 στη συμβολή των οδών Νίκης και Ναυάρχου Νικοδήμου, βάζοντας εξαρχής τον πήχη ψηλά μια και την επιμέλεια της κουζίνας του ανέλαβε ο πολυβραβευμένος σεφ, Παναγιώτης Γιακαλής (Margi Hotel, Akti, Krabo, Idol Santorini κ.α.) μαζί με τον στενό του συνεργάτη, Πέτρο Φωτείνη. Head chef στη κουζίνα τότε ήταν ο Βαγγέλης Δαγδελένης, ενώ από το περασμένο καλοκαίρι αυτό το πόστο ανέλαβε ο Γιώργος Τσόλκας, ο οποίος τελικά ακουμπάει περισσότερο στις μαγειρικές καταβολές του Γιακαλή, που ποντάρουν εκτός των άλλων και σε μια δημιουργικότητα βαθιάς νοστιμιάς.
Δεν μπορώ να σας πω ότι σκηνογραφικά το Okio με τρελαίνει ιδιαίτερα, αν και το dark, μινιμαλιστικό του στυλ με τις προσεγμένες λεπτομέρειες αποπνέει μια κλασάτη χαλαρότητα που βοηθάει στην αποσυμπίεση. Αν καθίσετε έξω, σε ένα από τα ξύλινα, γεωμετρικά του τραπέζια, αυτό το ζεν το διαταράσσει που και που μόνο ο ήχος των αυτοκινήτων. Το σέρβις αν και λίγο υποτονικό, το βρήκα πρόθυμο και σε γενικές γραμμές οκ. Όταν όμως έχεις μια τέτοια υπογραφή στη κουζίνα, περιμένεις πιο πολλά και από τους ανθρώπους στη σάλα: θέλει ένα ζωντάνεμα η εξυπηρέτηση, ένα σπίρτο που θα ανάβει που και που τα «αίματα», μια παραπανίσια σβελτάδα. Δεν τους λείπουν πάντως ούτε η ευγένεια, ούτε οι καλές προθέσεις. Όσο για τη λίστα των κρασιών, σε σχέση με το ξεκίνημα έχει εμπλουτιστεί αρκετά, ενώ θεωρώ πως είναι και σε πολύ λογικά πλαίσια τιμολογημένη. Για τα cocktail όμως δεν έχω άποψη, παρότι βλέπω πολλά τραπέζια που τα προτιμούν, οπότε ίσως αξίζει να τους δώσετε μια ευκαιρία.
Έχοντας δοκιμάσει τέσσερις φορές το fusion του Okio που εκτός από Ελλάδα, Μεσόγειο και Ιαπωνία, συχνά πυκνά φλερτάρει και με έθνικ πινελιές, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι τους τελευταίους μήνες οι επιδόσεις της κουζίνας είναι αισθητά πιο ανεβασμένες απ’ ότι στο παρελθόν. Το μενού δεν το λες ούτε μεγάλο, ούτε μικρό κι έτσι όπως δεν διαχωρίζεται σε πρώτα και κυρίως, ευνοεί τη λογική της μοιρασιάς για δυο άτομα. Όποτε παίζετε μπάλα που λέμε ελεύθερα και συνάρτηση με το πόσο πεινάτε. Περνώντας, τώρα, στο φαγητό διαπιστώνω ότι ο χειμώνας μπορεί να στερεί εδώ κι εκεί κάποιους πόντους από τη καλοκαιρινή φινέτσα και να δίνει προβάδισμα στην αμεσότητα της νοστιμιάς, αλλά η λεπτοδουλειά που έχει γίνει σε ένα προς ένα τα πιάτα είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητη. Πάνω πάνω στη λίστα με τα καλύτερα πιάτα θα βάλω τη ντελικάτη παλαμίδα με αμύγδαλα, νεροκάρδαμο και σάλτσα από τσίλι, με ζυγισμένη γλύκα που δεν κλωτσάει. Στο απολαυστικό μοσχαρίσιο που κάνει ωραίο παιχνίδι με την ρόκα και τις νιφάδες γραβιέρας, φέρνουν μια πικάντικη sauce στο πλάι που δίνει στο σύνολο μεγαλύτερο βάθος και μια πολύ ευχάριστη ένταση.
Φτιάχνουν επίσης και μια μυρωδάτη μπουγιαμπέσα με γαρίδες, καλαμάρι, κρέμα κουνουπιδιού στη βάση της και σουτζούκι που είναι «άλλο πράγμα»: υποδειγματική πυκνότητα, άρτια τεχνική στα θαλασσινά, βαθειά γεύση, πραγματικά εξαιρετική. Δίπλα της βάζω και τον άψογα ψημένο μπακαλιάρο με ραδίκια, μύδια, μια σούπερ beurre blanc από όστρακα και αρκετά εκφραστικό πουρέ από σελινόριζα, αν και θα προτιμούσα να δω κάτι άλλο στη θέση της. Δεν μπορώ όμως να μη σταθώ στο πεντανόστιμο ραβιόλι: είναι γεμισμένο με χοιρινό iberico και συνδυαστικά με τον πλούσιο αλλά ταυτόχρονα και απαλό ζωμό από πράσα θυμίζει εύστοχα κορυφαίο λαχανοντολμά.
Το μοσχαρίσιο χτένι ψήνεται μεν στην εντέλεια αλλά η σάλτσα από ζωμό κότας δεν καταφέρνει να ισορροπήσει όσο θα έπρεπε τη γλύκα από το μήλο και το ψητό παστινάκι, το οποίο μάλιστα έρχεται και σε πουρέ. Απείρως καλύτερη η προηγούμενη εκδοχή, με εκείνη τη μεταξένια κρέμα μελιτζάνας. Βέβαια τώρα είναι εκτός εποχής. Τέλος, αν και δεν τρέφω τη παραμικρή εκτίμηση στη ναμελάκα, το γλυκό που δοκίμασα στο Okio μπορεί να είναι ο, τι καλύτερο έχω γευτεί που να σχετίζεται με αυτή την κρέμα σοκολάτας. Μπράβο τους αλλά δεν θα κρύψω ότι το Pao de Lo που σέρβιραν στην αρχή λάμπει δια της απουσίας του.
- Okio
- Τηλέφωνο: (+30) 210 3311436
- Διεύθυνση: Νίκης 33 & Ναυάρχου Νικοδήμου 3, Σύνταγμα , , Αθήνα
- Ιστοσελίδα: https://www.okio.gr/
- Ανοιχτά: καθημερινά εκτός Κυριακής, βράδυ
- Τιμή ανά άτομο (€)*: 50 - 70
- * οι τιμές υπολογίζονται κατ' άτομο με πρώτο, κύριο και γλυκό συν κουβέρ, νερό αλλά και μισό μπουκάλι κρασί ή μια μπύρα ανάλογα και το στιλ του εστιατορίου κάνουμε δηλαδή μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το πραγματικό κόστος ενός πλήρους γεύματος
Η Κλίμακα της Βαθμολογίας
- 0 - 4
- Κακό
- 4.5 - 5
- Μέτριο
- 5.5
- Αποδεκτό
- 6 - 6.5
- Καλό
- 7 - 7.5
- Πολύ Καλό
- 8 - 8.5
- Εξαιρετικό
- 9 - 10
- Άριστο
0 - 4 | 4.5 - 5 | 5.5 | 6 - 6.5 | 7 - 7.5 | 8 - 8.5 | 9 - 10 |
Κακό | Μέτριο | Αποδεκτό | Καλό | Πολύ Καλό | Εξαιρετικό | Άριστο |
*«βελάκι-σύμβολο»: το βελάκι προς τα πάνω, δεξιά από τον βαθμό, αν εμφανίζεται, συμβολίζει εστιατόριο που είναι κοντά στο να ανέβει το επόμενο βαθμολογικό σκαλοπάτι. |
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση