Επιστροφή στο Ροκ δεκαπέντε χρόνια μετά…

12 Μαρτίου 2018
Εύη Φέτση
Το Rock & Roll είναι ίσως το ωραιότερο μαγαζί της πόλης αυτή την στιγμή. Μαγαζάρα. Με καλό φαγητό, με υπέροχη ατμόσφαιρα και με όλη αυτή την ενέργεια των χρόνων που πέρασαν και των αναμνήσεων που δεν έσβησαν.
  • ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΡΟΚ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ… | Θέματα

Κυριακή πρωί, πίνω καφέ και τα αυτιά μου βουίζουν ακόμα από τα χτεσινά ντεσιμπέλ. Χαζεύω τις φωτογραφίες μας από το χτεσινό μας βράδυ στο Rock & Roll και σκέφτομαι πως το κοριτσάκι που κάποτε «ζούσε» στα σκαλάκια κάτω από το μπαλκόνι του DJ, έχει παραχωρήσει οριστικά την θέση του στην middle aged κυριούλα που με το που ξεκινάει η Techno νοιώθει την ανάγκη να βάλει μαϊντανό στ΄αυτιά της, a la Asterix.

Επίσης, στην καινούρια εποχή του παλιού Rock & Roll δεν υπάρχει πια το μπαλκόνι του DJ. Τον έχουν μετακομίσει κάπου εκεί κοντά στην γκαρνταρόμπα και παρόλο που δεν πρόσεξα, νομίζω πως λείπει και η σημαία των Νοτίων. Μαζί με την πινακίδα του «Συλλόγου Φίλων Ροκ Μουσικής» αριστερά από την πόρτα, εκείνη την καταπληκτική πατέντα που σκέφτηκε ο Ισίδωρος Οδυσσέως όταν άρχισαν τα προβλήματα με την δύσκολη πόρτα, την δυσκολότερη ίσως της πόλης τότε.

Τον Απρίλιο του 2011, όταν ο Ανδρέας και ο Γιώργος Πιτσιλής ανακοίνωσαν την απόφαση τους να κλείσουν το Rock & Roll μετά από είκοσι και κάτι χρόνια, είχα γράψει ένα κομμάτι με τίτλο «Το Ροκ που σώπασε». Οι αναμνήσεις μου από ένα μαγαζί που στέγασε κάποια από τα ωραιότερα βράδια της νιότης μου και που το θεωρούσα σπίτι μου, ανακατεμένες με ιστορίες, και περιστατικά, και αυτή την γλυκόπικρη αίσθηση που αφήνουν πίσω τους οι αγάπες που κάνουν τον κύκλο τους, αλλά δεν τελειώνουν. Το κομμάτι εκείνο αναδημοσιεύτηκε σε πάρα πολλά μέσα – συχνά χωρίς καν την έγκριση μου- αλλά δεν με πείραξε εννοείται, μια που το έγραψα όπως το ένοιωσα. Σαν φόρο τιμής σε ένα μαγαζί που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό μια γερή δεκαετία της ζωής μου.

Βέβαια, το Rock άνοιξε ξανά μερικούς μήνες μετά το πάρτι του αποχαιρετισμού, στην πλατεία Κολωνακίου, στο παλιό Central όπου και μεγαλούργησε, όμως εμείς δεν πήγαμε ποτέ. Δεν έτυχε μάλλον, ή έστω δεν το επιδιώξαμε, αφού στο μυαλό μου το μαγαζί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τον χώρο που ένοιωθα ως «φυσικό».

Και τα χρόνια πέρασαν, και φέτος το Rock επέστρεψε στην Λουκιανού οπότε δεν θα μπορούσαμε  να μην  περάσουμε κι εμείς την πόρτα για μια ακόμα φορά, σχεδόν μια δεκαπενταετία μετά, με συναισθήματα ανάμικτα. Χαρά εννοείται, όχι μόνο για το revival του μαγαζιού αλλά και για την υπέροχη παρέα με την οποία μοιραζόμαστε τις καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες στιγμές μας τα τελευταία πέντε χρόνια, και συγκίνηση, για τις αναμνήσεις αυτού που υπήρξαμε κάποτε. Νέοι, ανέμελοι και μακριά νυχτωμένοι.


Στις δέκα το βράδυ- αδιανόητες ώρες κάποτε- η πόρτα ήταν χαλαρότατη. Ούτε καν που μας ρώτησαν αν έχουμε κράτηση. Υποθέτω πως δεν περιμένουν από μεσήλικες ανθρώπους να κάνουν crash στο μαγαζί, κι έτσι βρεθήκαμε να πίνουμε το πρώτο ποτό της νύχτας στην μπάρα, με τα πάντα όλα γύρω μας να είναι ίδια, σαν να μην πέρασε μια μέρα. 

Για λίγο, αλήθεια σας το λέω, ένοιωσα σαν κάποιος να πάτησε ένα μαγικό κουμπί και να με εκτόξευσε στο παρελθόν. Σαν να ήμουν πάλι είκοσι, με όλη την ζωή μπροστά μου, και μόνο και μόνο γι’ αυτό, το καινούριο Rock θα έχει πάντα μια θέση στην καρδιά μου. Και όταν κάθισα στον γνωστό καναπέ, δίπλα στις φίλες μου που χαμογελούσαν πλατιά για τους ίδιους υποψιάζομαι λόγους, σκέφτηκα πως η ζωή μπορεί να είναι αγρίως απίθανη όμως συχνά είναι και υπέροχα ανατρεπτική.

Και μετά μαζευτήκαμε όλοι, οι γνωστοί και πολυαγαπημένοι, ο Χρήστος, η Μαρίλυ, ο Νικόλας, η Φαίη, ο Γιάννης, η Σαλώμη, ο Σπύρος, η Στέλλα, ο Μάκης και η Τίνα, και η βραδιά πήρε φωτιά.


Το φαγητό του Ηλία Σκουλά υποστηρίζει στη εντέλεια το concept, όλα τα αγαπημένα μας πιάτα είναι εκεί στην καλύτερη εκδοχή τους – εντάξει εκτός από τους κεφτέδες- και η βότκα που πηγαίνει με όλα μας έφερε γρήγορα στην φάση εκείνη που με λίγη βοήθεια – μεταφορική από την μουσική και κυριολεκτική ίσως λόγω ηλικίας- θα μας ανέβαζε εύκολα πάνω στους καναπέδες για να χοροπηδήσουμε σαν τα κατσίκια όπως παλιά. Πράγμα που μέχρι τις 12:30 μου φαινόταν παραπάνω από πιθανό να συμβεί μια που ο DJ διάλεγε υπέροχα, ξεσηκωτικά και αγαπημένα κομμάτια που μας έκαναν να ψιλο-χορεύουμε ήδη παρόλο το στρίμωγμα στα τραπέζια που όπως είπε ο αγαπημένος μου, θα τα ζήλευε και ο Ρέμος μια που όντως, ένα σχετικά άνετο εξάρι φιλοξενεί συνήθως δέκα άτομα, για φαγητό.

Όμως τα σχέδια μας για χορούς και ξεσηκώματα έμειναν δυστυχώς απραγματοποίητα μια που ξαφνικά άρχισε να παίζει Techno σε ένταση που νόμιζες πως θα εκραγούν τα αυτιά σου, και μετά από καμμια ώρα οι αρχαιότεροι – δηλαδή εγώ- τραπήκαμε σε άτακτη φυγή γιατί και η υπομονή έχει τα όρια της, ειδικά όταν από τα ντεσιμπέλ και τα μπάσα νοιώθεις το μπιφτέκι που έφαγες πριν μια ώρα να ανεβοκατεβαίνει από το στομάχι στον οισοφάγο σου με τέμπο ενθουσιώδη ράπερ.

Όπου βέβαια, την ώρα που αποφασίσαμε να φύγουμε το μαγαζί ήταν ήδη τίγκα, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να σπρώξουμε δεκάδες ανθρώπους για να μπορέσουμε να περάσουμε, να μποτιλιαριστούμε και για κανένα πεντάλεπτο στην πόρτα μια που έμπαινε κόσμος nonstop, και όταν τελικά βγήκαμε, να φιλήσουμε σχεδόν το πεζοδρόμιο από την συγκίνηση. Περιττό να σας πω δε ότι στην επιστροφή δεν ανοίξαμε καν το ραδιόφωνο, κάναμε την διαδρομή Κολωνάκι- Ψυχικό σε απόλυτη σιγή και πήραμε και από δυο Depon ο καθένας για να είμαστε σίγουροι πως δεν θα ακούμε στον ύπνο μας αυτό το ντάμπα ντούμπα από την κόλαση που πραγματικά, πείτε με γριά, πείτε με γκρινιάρα – I don’t really care- το βρίσκω αφόρητο.

Και σήμερα στο πρωινό, κουβεντιάζαμε την εμπειρία και καταλήξαμε στα εξής συμπεράσματα. Το Rock & Roll είναι ίσως το ωραιότερο μαγαζί της πόλης αυτή την στιγμή. Μαγαζάρα. Με καλό φαγητό, με υπέροχη ατμόσφαιρα και με όλη αυτή την ενέργεια των χρόνων που πέρασαν και των αναμνήσεων που δεν έσβησαν. Υποψιάζομαι δε, πως τις καθημερινές θα είναι πολύ πιο του γούστου μου, με λιγότερο κόσμο και με – ελπίζω- λιγότερο νταβαντούρι. Επίσης, θεωρώ πως όπως πολύ σωστά είπε η Φαίη, η καλύτερη φάση θα είναι να πας Σάββατο μεσημέρι και να φύγεις εκεί, κατά τις δέκα το βράδυ.

Προσωπικά, με χάλασε λίγο το γεγονός πως οι καναπέδες ήταν κατειλημμένοι από παρέες της ηλικίας μας  plus μια δεκαετία, θα ήθελα να έβλεπα γύρω μου και λίγο πιο νέο κόσμο. Το όλο setting με έκανε να νοιώσω πως απευθύνεται στους παλιούς πελάτες που νοσταλγούν τα νιάτα τους, πράγμα που το βρίσκω κάπως pathetic, και βάζω και τον εαυτό μου μέσα, εννοείται.

Και τελικά, ίσως ο Πάνος – όπως πάντα άλλωστε- να έβαλε το concept στην σωστή του βάση. «Μέχρι τις 12:30 το μαγαζί είναι στημένο για τους νοσταλγούς του» μου είπε, «και μετά για τους καινούριους πελάτες, εξ ου και η μουσική που μας έδιωξε. Και είναι πολύ έξυπνο αυτό αν το καλοσκεφτείς, μια που οι παλιοί είναι αυτοί που θα φάνε, και θα ανοίξουν μπουκάλια, και που τελικά θα φύγουν την ώρα που οι καινούριοι ξεκινάνε το βράδυ τους, αν κρίνουμε από τις ώρες που βγαίνει το παιδί μας.»

Υ.Γ. Κλείνοντας θέλω να σας πω ότι όσο μείναμε περάσαμε μια υπέροχη βραδιά. Αν είστε από εκείνους που αγαπήσατε το Ροκ να πάτε, θα το λατρέψετε. Μπορεί να έχουμε όλοι αλλάξει με τα χρόνια, μπορεί να μην είμαστε πια σε θέση ή σε διάθεση να μας βρει το ξημέρωμα στο πεζοδρόμιο της Λουκιανού, όμως η ουσία παραμένει. Ο Αντρέας και ο Γιώργος – οι αδερφοί Πιτσιλή, μαζί με τους Γιάννη Μωράκη, Γιώργο Φωτεινόπουλο και Πέτρο Απαλάκη- έστησαν πάλι τον μύθο στα πόδια του. Και επειδή μια γενιά ολόκληρη πέρασε από το Rock, εύκολα ή δύσκολα λόγω πόρτας, αλλά πάντως πέρασε, το μαγαζί θα είναι πάντα relevant για μας τους παλιούς, και πιστεύω, εξαιρετικά ενδιαφέρον και αλλιώτικο για τους καινούριους. Και νομίζω πως και εγώ θα ξαναπάω, μια καθημερινή. Ή ίσως και ένα Σάββατο μεσημέρι. Cheers!!!

*Φωτογραφίες Φαίη Μπέη και #evoula

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση