Κρασιά από κάπου και από πουθενά: όλα έχουν το κοινό τους

07 Δεκεμβρίου 2011
Ντίνος Στεργίδης

Οι ξένοι αγοραστές αναζητούν πρωτίστως κρασιά από τις γνωστές «τοποποικιλίες», όπως ασύρτικο από τη Σαντορίνη, ξινόμαυρο από τη Νάουσα, αγιωργίτικο από τη Νεμέα, μοσχοφίλερο από τη Μαντινεία. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως στο οινικό «product mix» της χώρας δεν υπάρχει θέση και για ελληνικά κρασιά από διεθνείς ποικιλίες αμπέλου ― αρκεί να ξέρουμε πώς θα τα πλασάρουμε.

Κτήμα Παυλίδη

Πρόσφατα, σε ειδική παρουσίαση της σειράς Emphasis του Κτήματος Παυλίδη που έγινε για τους δημοσιογράφους του κρασιού, όλοι μείναμε εντυπωσιασμένοι από την υψηλή ποιότητα του ασύρτικου, του σαρντονέ, του σιρά και του τεμπρανίγιο που δοκιμάσαμε. Ταυτόχρονα, προβληματιστήκαμε με το πόσο απρόσωπα έμοιαζαν τα κρασιά αυτά. Δεν θα έφτανα στο σημείο να πω πως ήταν «άψυχα» ― ένας άδικος και σκληρός χαρακτηρισμός στη συγκεκριμένη περίπτωση που δεν απέχει και πολύ από το «αδιάφορο» ― αλλά είναι γεγονός πως δοκιμάζοντάς τα αισθανόσουν πως θα μπορούσαν να προέρχονται από οπουδήποτε.

Για να διευκολύνει την αενάως συνεχιζόμενη συζήτηση για την ύπαρξη ή μη της έννοιας του «τερουάρ», ο αμερικανός οινογράφος Matt Kramer έχει πει πως υπάρχουν δύο ειδών κρασιά: εκείνα που έχουν μια αίσθηση τόπου («a sense of place or “somewhereness”») και εκείνα που δεν την έχουν ή, όπως λέει, εκείνα που έχουν την αίσθηση του πουθενά («a sense of “nowhereness”»). Στη δεύτερη κατηγορία θα κατέτασσα χωρίς δισταγμό την πλειονότητα των κρασιών της Ανατολικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Δράμας/Καβάλας και πριν ξεσηκωθούν οι παραγωγοί τους να διαμαρτυρηθούν, σπεύδω να διευκρινίσω πως δεν το λέω για να τα υποτιμήσω. Πρόκειται αναμφίβολα, τις περισσότερες φορές, για ιδιαίτερα καλοφτιαγμένα, νόστιμα κρασιά, που πίνονται πολύ ευχάριστα και με μια από τις καλύτερες στην Ελλάδα σχέση ποιότητας/τιμής. Δεν είναι εξάλλου τυχαία η τεράστια εμπορική τους επιτυχία και η εντυπωσιακή ετήσια συγκομιδή χρυσών και αργυρών μεταλλίων που πετυχαίνουν σε διεθνείς διαγωνισμούς. Παρ’ όλα αυτά είναι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αυτό που λέμε «τεχνολογικά κρασιά» και όχι κρασιά-τερουάρ.

Μερικοί, όπως ο παραπλεύρως διαφημιζόμενος Jonathan Nossiter, συγγραφέας του βιβλίου «Κρασί και Εξουσία», θα τα απέρριπταν πάραυτα ― εγώ όχι. Εκτιμώ πως κάθε καλοφτιαγμένο κρασί έχει θέση στο οινικό στερέωμα και πως συμβάλλει στον παγκόσμιο οινικό πλούτο, καθιστώντας το αντικείμενο «κρασί» τόσο ενδιαφέρον. Αρκεί, βέβαια, να είμαστε ειλικρινείς ως προς τον τύπο των κρασιών και τις ανάγκες που αυτά καλύπτουν. (Και για να είμαστε ξεκάθαροι: ελάχιστα είναι τα κρασιά εκείνα που έχουν αυτό το “somewhereness” του Ματ Κρέιμερ).

Πριν από μερικά χρόνια βρέθηκα στην Καβάλα για να παρουσιάσω σε βέλγους και ελβετούς αγοραστές τα κρασιά της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Της γευσιγνωσίας είχε προηγηθεί μια μικρή έκθεση, όπου καμιά εικοσαριά οινοποιοί παρουσιάζαν τα κρασιά τους στους επισκέπτες, με τον κλασικό τρόπο, σε σταντ.

Θυμάμαι την τεράστια έκπληξη των ξένων όταν, φθάνοντας πρωί-πρωί στο χώρο της γευστικής δοκιμής, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ατέλειωτες παρτίδες σοβινιόν μπλαν, σεμιγιόν, σαρντονέ και καμπερνέ σοβινιόν. «Μα πού είναι οι ελληνικές ποικιλίες;», ρωτούσαν με αγωνία, έτοιμοι να εξεγερθούν απέναντι στον ΟΠΕ, τον Ελληνικό Οργανισμό Εξωτερικού Εμπορίου, που τους είχε απευθύνει την πρόσκληση και είχε οργανώσει το ταξίδι.

«Ακούστε να δείτε», τους είπα· «εδώ, είναι μια νέα αμπελουργική ζώνη, όπου βασιλεύει ο πειραματισμός και η καινοτομία. Δεν είναι ούτε Νεμέα, ούτε Σαντορίνη. Δοκιμάστε τα σοβινιόν μπλαν της Καβάλας και τα καμπερνέ σοβινιόν της Δράμας και τολμήστε να μου πείτε πως δεν σας αρέσουν. Συγκρίνετέ τα με αυτά που πίνετε στην πατρίδα σας και θα δείτε πως είναι εξίσου καλά: βλέπετε τι φοβερές δυνατότητες έχουν τα αμπελοτόπια της Ελλάδας; Τα κρασιά αυτά όχι μόνο καλύπτουν την ανάγκη του Έλληνα να πιει κρασιά από ξένες ποικιλίες, αλλά αποτελούν και θεμιτή πρόταση για τη διεθνή αγορά. Είναι κρασιά τεχνολογικά, οινολογικά άψογα, καθαρά και φρουτώδη, 100% εμπορικά. Μην ψάχνετε εδωπέρα την έκφραση του τερουάρ, αλλά δείτε το σαν μια άλλου τύπου πρόταση από την Ελλάδα, που απευθύνεται στον μη μυημένο καταναλωτή. Γιατί, δηλαδή, η Ελλάδα να μην έχει το δικαίωμα να ανταγωνιστεί άλλα κρασιά από διεθνείς ποικιλίες;».

Η τοποθέτηση αυτή απελευθέρωσε τους ξένους από κάποιες προκαταλήψεις που είχαν για το ελληνικό κρασί και τους επέτρεψε να δοκιμάσουν με ανοιχτό μυαλό, κρίνοντας τα κρασιά στο απόλυτο και όχι ως ελληνικές «μαϊμούδες» γαλλικών οίνων. Είδαν πως ο ελληνικός αμπελώνας συνδυάζει την παράδοση με τις τελευταίες καλλιεργητικές τεχνικές και πως τα κρασιά του μπορεί να είναι υπερσύγχρονα και ανταγωνιστικά.

Η εμπειρία αυτή μου έρχεται κάθε φορά στο νου όταν δοκιμάζω τα κρασιά της περιοχής αυτής και ιδιαίτερα όταν έχω απέναντί μου εμπορικά επιτυχημένες φιάλες όπως ο Αμέθυστος του Λαζαρίδη ή το Θέμα του Παυλίδη. Γιατί, θες από διαίσθηση θες από τύχη, οι παραγωγοί της Ανατολικής Μακεδονίας ― και ιδιαίτερα της Δράμας και της Καβάλας ― έπαιξαν σωστά τα χαρτιά τους, επενδύοντας σε ένα μάρκετινγκ και μια επικοινωνία βασισμένα στο εμπορικό σήμα ― τη μάρκα του κρασιού ― και όχι στη γεωγραφική προέλευση, το «τερουάρ» και τη «μοναδικότητα» των κρασιών τους. Πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, άλλωστε, από τη στιγμή που η περιοχή αν και διαθέτει οινική ιστορία δεν διαθέτει οινική παράδοση;

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση