Ο διεθνής ανταγωνισμός οδηγεί το ελληνικό κρασί

16 Οκτωβρίου 2013
Ντίνος Στεργίδης
Η πρόσφατη πρόοδος του ελληνικού κρασιού συντελέστηκε παρά τις αντιξοότητες της ελληνικής αγοράς και επειδή οι οινοπαραγωγοί στόχευσαν εξαρχής την παγκόσμια αγορά κρασιού και όχι την εγχώρια.

H Tina Ravn και η Gerd Kieffer (στην φωτό με τον Γιάννη Καϋμενάκη του Cucina Povera) είναι φοιτήτριες δημοσιογραφίας στη Δανία και πρόσφατα ήρθαν στη χώρα μας για να μελετήσουν το ελληνικό κρασί μέσα από την οπτική της οικονομικής κρίσης. Έμειναν δύο εβδομάδες στη Νάουσα και μία στην Αθήνα, συνομίλησαν με αγρότες, οινοχόους και πρέσβεις και θα αναπτύξουν τα συμπεράσματά τους στη διατριβή που ετοιμάζουν για το δίπλωμα δημοσιογραφίας.

Οι δύο Δανέζες εντυπωσιάστηκαν με όσα είδαν στον ελληνικό αμπελώνα ― συμβαίνει άλλωστε συχνά στους ξένους ― αλλά ταυτόχρονα έφυγαν από την πατρίδα μας με πολλά ερωτηματικά, που έχουν να κάνουν με τα παράδοξα της ελληνικής κοινωνίας.

Πώς είναι δυνατόν, λόγου χάρη, ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν οι νεαρές φοιτήτριες, τα ελληνικά κρασιά να είναι συνάμα τόσο ενδιαφέροντα και τόσο αφανή στο εξωτερικό (ειδικά στη Δανία!); ― επαναλαμβάνοντας ένα ερώτημα που έχει γίνει το leitmotif όλων όσοι έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με τον ελληνικό αμπελώνα.

Το ερώτημα, αν και ενδιαφέρον, έχει ήδη απαντηθεί από το 2010 μέσα από τις 300 σελίδες της μελέτης στρατηγικής του ελληνικού κρασιού που εξεπόνησε η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Αμπέλου και Οίνου.

Το ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί είναι άλλο: Γιατί, άραγε, η ποιότητα του ελληνικού κρασιού βελτιώθηκε τόσο γρήγορα και με τόσο πασιφανή τρόπο, τα τελευταία 20-25 χρόνια; Διότι αντίστοιχη με το κρασί, ραγδαία και ποιοτική ανάπτυξη δεν έχουμε δει σε κανένα άλλο αγροτικό προϊόν της χώρας, από το αγιοποιημένο ελληνικό ελαιόλαδο («το καλύτερο του κόσμου, μας το παίρνουν οι Ιταλοί και το πωλούν σαν δικό τους»), μέχρι τα περίφημα τυριά μας, η ποιοτική συνέπεια των οποίων χρίζει 15 διδακτορικών διατριβών. Γιατί το κρασί και όχι τα άλλα τρόφιμα;

Η απάντηση είναι, εκτιμώ, ότι το ελληνικό κρασί τοποθετήθηκε εξαρχής απέναντι στο διεθνή και όχι στον εγχώριο ανταγωνισμό. Τα σημεία αναφοράς των ελλήνων οινοπαραγωγών δεν είναι εγχώρια, αλλά παγκόσμια. Τα πρότυπα και τα παραδείγματα προς μίμηση των μικρών αμπελοοινικών εκμεταλλεύσεων που ξεφύτρωσαν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία 25 χρόνια σε όλη την Ελλάδα ήταν, τις περισσότερες φορές, αντίστοιχες ιδιοκτησίες σε Ευρώπη και Νέο Κόσμο και όχι ό,τι συνέβαινε στο διπλανό χωριό. Τα κρασιά που ενέπνευσαν οινοποιούς και οινολόγους δεν υπήρχαν στην Ελλάδα, αλλά στο εξωτερικό.

Εάν το ελληνικό κρασί δεν είχε στοχεύσει από την αρχή της αναγέννησής του στις αγορές του εξωτερικού, εάν είχε περιχαρακωθεί εντός συνόρων όπως συμβαίνει με τόσα και τόσα άλλα προϊόντα και υπηρεσίες, θα μπορούσε να έχει ικανοποιήσει τις ανάγκες του εγχώριου πληθυσμού με ένα πιο μέτριο και ασφαλώς πιο φτηνό προϊόν. Υπάρχουν εξάλλου τέτοιες οινοποιητικές μονάδες, που ειδικεύονται στην παραγωγή «συσκευασμένου χύμα» κρασιού χειρίστης ποιότητας, το οποίο πωλούν χωρίς κανένα πρόβλημα (κάποιος τα πίνει!). Αντ’ αυτού, εδώ και δύο δεκαετίες ο έλληνας οινοποιός που στοχεύει ψηλά έχει προσφέρει στους συμπολίτες του συναρπαστικά κρασιά, δίχως ουσιαστικά αυτοί να τα έχουν απαιτήσει. Διότι ― και αυτό είναι ένα ακόμα παράδοξο της εγχώριας αγοράς ― το ελληνικό κρασί ήταν και είναι πιο μπροστά από τις ανάγκες του ντόπιου καταναλωτή, ο οποίος μάλιστα δυσκολεύεται να το ακολουθήσει στην τρελή πορεία που το έχει οδηγήσει ο διεθνής ανταγωνισμός. Πόσες φορές δεν έχετε ακούσει κόσμο να παραπονιέται πως οι ετικέτες είναι «πολλές», αναπολώντας ίσως την εποχή που έπινε κάθε μέρα το ίδιο κρασί, για να μη μιλήσουμε για τα κρασιά εκείνα που προέρχονται από πιο προχωρημένες οινοποιήσεις ή «δύσκολες» περιοχές, όπως η Σαντορίνη, που παραμένουν κρασιά-γρίφοι για τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού. Έχει κανείς αμφιβολία πως το σύνολο της σαντορινιάς παραγωγής καθοδηγείται σήμερα, γευστικά, από το εξωτερικό και μόνο;

Μετά από τρεις εβδομάδες στην Ελλάδα, και του οίνου βοηθούντος, η Gerd και η Tina άρχισαν σε μία συζήτηση, όπως όλοι οι ξένοι, να συγκρίνουν τη χώρα τους με τη δική μας, την «αναρχία» μας με την «τάξη» τους, την «ελευθερία» μας, με την «ακαμψία» τους. Πώς είναι δυνατόν να είστε δυστυχείς και σε κρίση, ρωτούσαν, όταν «τα έχετε όλα;». Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο, γιατί έχετε τα χάλια που έχετε και με τον ήλιο που έχετε;

Ερωτήσεις για ψυχαναλυτές και όχι γευσιγνώστες, τις οποίες προσπερνούμε με ένα ποτήρι Μοσχάτο Ρίου του Παρπαρούση, πριν πούμε αντίο στις εκ βορρά αιθέριες υπάρξεις.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση