Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι μια ματιά από τη Νέα Υόρκη των 70s με μπόλικη σάλτσα marinara. Μια Αμερικανική εκδοχή της ταινίας «Dolce Vita» αλλά με λιγότερη Anita Ekberg και περισσότερα καρό τραπεζομάντηλα. Μια Νέα Υόρκη που οι Ιταλοί μαγείρευαν για όλους, πριν έρθει η μόδα των μαγείρων που βγαίνουν με τα τηγάνια στα τραπέζια φωνάζοντας «Cacio e pepe» δίνοντας έτσι το έναυσμα να τραβήξεις βίντεο με το κινητό σου.
Ο Billy Joel
έγραψε το τραγούδι για όλα τα ιταλικά εστιατόρια που υπήρξαν background σε
χωρισμούς και ρομάντζα. Για την κάθε φορά που μπήκε κάποιος σ’ ένα “Tony`s” για μια μακαρονάδα πολύ φθηνότερη από
μια ψυχοθεραπεία. Ο ίδιος έχει πει πως το ”Scenes from an Italian restaurant” γράφτηκε κομμάτι-κομμάτι σαν συνταγή που ξεκινάς χωρίς να
ξέρεις τι θα βγει.
Λέγεται, ότι έμπνευση αποτέλεσε ένα υπαρκτό μέρος, το “Fontana di Trevi’, ένα παλιομοδίτικο ιταλικό εστιατόριο στο Upper East Side της Νέας Υόρκης το οποίο δεν υπάρχει πια. Ένα εστιατόριο που πήγαιναν όσοι ήθελαν να προσποιηθούν ότι «έχουν βγει έξω», αρκετά φαντεζί για τα δεδομένα του Queens. Κεριά πάνω σε καρό τραπεζομάντηλα, μπρουσκέτες, εφαρμοστά κουστούμια και μπόλικο κρασί Marsala, με Αμερικανούς που ήθελαν να αισθάνονται ευρωπαίοι όταν έτρωγαν ζυμαρικά.
Δεν ξέρω αν τα ιταλικά εστιατόρια στην Αμερική είναι περισσότερα από τα Starbucks αλλά αν ήταν δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση. Και αυτό γιατί για τους Αμερικανούς το Ιταλικό είναι το απόλυτο comfort food, το μέρος που συνηθίζουν να πηγαίνουν σήμερα όταν όλα έχουν πάει στραβά στη ζωή τους. Και δεν αναφέρομαι στα ιταλικά fine dining εστιατόρια αλλά σε αυτά που οι μακαρονάδες σερβίρονται σε βαθιά πιάτα, τα κεφτεδάκια βγαίνουν από κατεψυγμένα σακουλάκια και το χύμα κρασί θυμίζει αυτό του σπιτιού που κανείς δεν ήξερε ποτέ αν ήταν σίγουρα κρασί.
Αυτή είναι η
κουλτούρα της κόκκινης σάλτσας. Η γαστρονομική εκδοχή του μεταναστευτικού
ονείρου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν έχει καμία σχέση με την αυθεντική ιταλική
κουζίνα, γιατί εκεί δεν θα βρεις ποτέ «κοτόπουλο παρμεζάνα» ή «spaghetti and
meatballs». Δεν ξέρω αν φαντάζει υπερβολικό αλλά είναι σαν να επισκέπτεσαι το
Μέτσοβο και να παραγγέλνεις παστίτσιο με τσένταρ. Η “red sauce culture”
είναι ένα ιταλο-αμερικανικό υβρίδιο που η σημαντικότητα του δεν ήταν τόσο οι
συνταγές αλλά οι ιστορίες. Όπως το τραγούδι του Billy Joel που η Brenda και ο Eddie πήγαιναν στο ιταλικό εστιατόριο στα
δεκαεπτά τους όταν είχαν λεφτά και ξαναπήγαν δέκα χρόνια μετά όταν είχαν
χωρίσει. Ο τύπος του ζευγαριού που δεν τους ένοιαζε αν το ριζότο ήταν
under cooked αλλά να έχουν τραπέζι δίπλα στη βιτρίνα για να φαίνονται απ’ έξω,
ώστε όταν τους δει κάποιος να πει «αυτοί
τα κατάφεραν στη ζωή τους».
Η Brenda και ο Eddie ήταν η ενσάρκωση της «Red Sauce Culture». Σε μια εποχή που οι Ιταλοί της Νέας Υόρκης σέρβιραν σπαγγέτι με κόκκινη σάλτσα από το πρωί μέχρι το βράδυ και αν σε άκουγαν στα μαγαζιά τους να εστιάζεις στη φράση al dente ήξεραν ότι έχεις έρθει για τουρισμό. Προφανώς και η συγκεκριμένη κουλτούρα δεν είχε να κάνει τόσο με την μαγειρική αλλά περισσότερο με το lifestyle. Ήταν τα μαχαιροπίρουνα που έκαναν θόρυβο, οι φωτογραφίες του Frank Sinatra στους τοίχους δίπλα σε πλαστικά σταφύλια και οι κατάλογοι που δεν άλλαζαν ποτέ. Μια κουλτούρα μεταναστών που δεν ήξεραν πώς να είναι ιντελεκτουέλ αλλά σίγουρα ήξεραν πως να χορτάσουν τους ανθρώπους.
Ο Billy Joel δεν έγραψε το ”Scenes from an Italian restaurant” για τη Ρώμη ή τη Νάπολη. Το έγραψε για το Queens, το Bronx και το Brooklyn. Για τα μέρη που τα παιδιά των ιταλών μεταναστών άνοιγαν μαγαζιά για να ταΐσουν τους γείτονες τους αλλά τελικά κατέληγαν να δημιουργούν το σκηνικό της αμερικάνικης ιδέας για «καλή ζωή». Σε αυτή την κουλτούρα το κοτόπουλο-παρμεζάνα είναι σίγουρα πιο αυθεντικό από ένα ριζότο με αφρό καπνιστής μελιτζάνας για τον ένα και μοναδικό λόγο, ότι είναι σπιτικό.
Ο Billy Joel δεν έγραψε ένα τραγούδι για την Ιταλική κουζίνα. Έγραψε ένα τραγούδι για τις στιγμή που ο σερβιτόρος έφερνε το κρασί με την πετσέτα στο μπουκάλι για να δώσει την ψευδαίσθηση του sommelier και εσύ απλά χαμογελούσες γιατί ήξερες ότι είναι απλά χύμα κρασί, αλλά στην τελική ποιος νοιάζεται…
Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση