Το απίστευτο θάψιμο του Le Cinq από την Guardian

26 Απριλίου 2017
Ντίνος Στεργίδης
Le Cinq George V Hotel Παρίσι Guardian Jay Rayner
Μία κριτική εστιατορίου από αυτές που σπάνια διαβάζουμε ταρακουνά αυτές τις μέρες τα γαστρονομικά δρώμενα βάζοντας, δικαίως ή αδίκως, στο στόχαστρο το πανάκριβο και ακριβοθώρητο Le Cinq του Παρισιού.

Η απίστευτα δηλητηριώδης όσο και ξεκαρδιστική κριτική του τριάστερου εστιατορίου Le Cinq του Παρισιού έγινε viral πριν το Πάσχα, από τη στιγμή  που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο της εφημερίδας Guardian (που έχει και την Observer). Την υπογράφει ο κριτικός εστιατορίων της γνωστής εφημερίδας,Jay Rayner, επονομαζόμενος και «Acid» Rayner για ευνόητους λόγους.

Ο Ρέινερ αποφάσισε, γράφει, να πάει στο Le Cinq όχι τόσο πολύ για να του κάνει κριτική αλλά γιατί «είχε βαρεθεί να δέχεται παράπονα από τους αναγνώστες του για το κόστος των εστιατορίων». Πήγε, δηλαδή, σε ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια του κόσμου για ένα «reality check», για να μπορέσει να γράψει στη συνέχεια, για «στιγμές χαράς και ολβιότητας», από αυτές που μόνο απολύτως «χαζά» ποσά χρημάτων μπορούν να αγοράσουν.

Όμως, it wasn’t meant to be, δεν επρόκειτο, δηλαδή, να συμβεί ―τουλάχιστον σε αυτόν.

Να θυμίσουμε στο σημείο αυτό, πως το Le Cinq είναι ένα από τα πιο γνωστά εστιατόρια της Γαλλίας, μέρος του εξίσου εμβληματικού και υπερπολυτελούς ξενοδοχείου George V, που είναι ένα από τα εννέα, μόνο, ξενοδοχεία της γαλλικής πρωτεύουσας που ανήκουν επίσημα στην κατηγορία «Palace». Το George V ανακαινίστηκε πλήρως στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και άρχισε να λειτουργεί ξανά το 2000 υπό τη διεύθυνση της Four Seasons. Tο εστιατόριό του, Le Cinq, έχει μία κάπως πολυτάραχη πορεία ―κάποια στιγμή είχε τρία αστέρια πριν πέσει στα δύο από τα οποία δεν μπορούσε να ξεκολλήσει. Η μεταγραφή, από το Ledoyen, του Christian Le Squer (πρώην Taillevent, Le Divellec, Ritz και Lucas Carton) έγινε με τον ξεκάθαρο στόχο το πανάκριβο εστιατόριο να ξαναπάρει το πολυπόθητο τρίτο αστέρι. Αυτό έγινε το 2016, δηλαδή μόλις ένα χρόνο αφότου πήρε τα ηνία της κουζίνας ο Λεσκουέρ, κάτι που οδήγησε πολλούς παρατηρητές να εκφράσουν τις επιφυλάξεις τους για τη βιασύνη με την οποία ο γνωστός οδηγός έσπευσε να απονείμει το 3ο αστέρι στοLe Cinq. Ωστόσο, πρέπει επίσης να ειπωθεί, πως οι κριτικές που έχει αποσπάσει το Le Cinq και ο Christian Le Squer το τελευταίο διάστημα είναι εν γένει διθυραμβικές, μεταξύ αυτών στο FnL αλλά και αλλού, όπως για παράδειγμα, από το γνωστό γάλλο κριτικό GillesPudlowski.

Τα παραπάνω έχουν τη σημασία τους για να καταλάβει κανείς το ύψος τoυ «θράσους» του Βρετανού κριτικού απέναντι σε ένα από τα ιερά τέρατα της γαλλικής γαστρονομίας, αλλά και το γεγονός ότι όλες οι γαλλικές εφημερίδες, από τη Figaro μέχρι τη Liberation,έχουν συνταχθεί απέναντί του, μιλώντας για «French bashing», δηλαδή το αγαπημένο σπορ των Άγγλων να κριτικάρουν τους Γάλλους για διάφορα πράγματα.

«Ήταν η χειρότερη εστιατορική μου εμπειρία στα 18 χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά», λέει ο Τζέι Ρέινερ, οποίος ξεκινά το άρθρο του περιγράφοντας το ντεκόρ του εστιατορίου ως «various shades of taupe, biscuit and fuck you». (Το αφήνω αμετάφραστο). Τα χαλιά είναι παχιά για να «πνίγουν τα ουρλιαχτά», ενώ εδώ και εκεί υπάρχει λίγος χρυσός «για να μας θυμίζει πως είναι μία αίθουσα σχεδιασμένη για ανθρώπους ανεξοικείωτους με το συναίσθημα της ενοχής». («There’s a little gilt here and there, to remind us that this is a room designed for people for whom guilt is unfamiliar»).

Στη συνέχεια ο κριτικός πιάνει ένα-ένα τα πιάτα και τα ξετινάζει με ένα τρόπο αδιανόητο για τη δημοσιογραφική κουλτούρα οποιασδήποτε άλλης χώρας πλην εκείνης που ξέρει να αυτοσαρκάζεται τόσο καλά, της χώρας που μας έδωσε τους Μοnty Python και μεγαλειώδεις κωμικούς όπως οιRowan Atkinson, Ronnie Barker και Dave Allen. Έτσι, το amuse bouche («που μας διέταξαν να φάμε πρώτο»), είναι μία διαφανής μπάλα που θυμίζει «εμφύτευμα στήθους σχεδιασμένο για μια κούκλα Barbie» ενώ ένα άλλο ορεκτικό, με αφετηρία ένα φρούτο του πάθους έχει τόσο κακή οξύτητα που κάνει τα χείλη του Τζέι Ρέινερ να σφίξουν σαν τον πισινό μιας γάτας που πήγε και έκατσε μέσα στις τσουκνίδες. (Ακολουθεί ένα αριστοτεχνικό θάψιμο των σφαιροποιημένων γεύσεων).

Τα γκρατιναρισμένα κρεμμύδια αλά Παριζιέν έρχονται καμμένα και κάνουν τον κριτικό να αναπολεί μία απλή και καλοφτιαγμένη κρεμμυδόσουπα· είναι μαύρα «σαν εφιάλτης», και κολλώδη «σαν το δάπεδο σε ένα πάρτυ εφήβων». Ένα άλλο πιάτο με χτένια και παγωτό αχινού, ήταν μεν το πιο καινοτόμο απ’ όσα δοκίμασε, αλλά κάθε άλλο παρά επαναστατικό, αφού το έδειχνε η αμερικανική τηλεόραση τη δεκαετία του ’90! (Αυτό κι αν είναι προσβολή).

Από τα κυρίως ξεχωρίζει το περιστέρι, που το παρήγγειλε μέτριο αλλά ήρθε τόσο ωμό «που θα μπορούσε να ξαναπετάξει με ένα μικρό ηλεκτροσόκ», το δε αρνί, τα 95€ του οποίου ακόμα κλαίει ο Εγγλέζος, ήταν στην πραγματικότητα ένα βουνό κουσκούς με ένα κομματάκι κρέας κάπου ανάμεσά του.

Το γλυκό σοκολάτας ήταν μία παγωμένη μους σοκολάτας σε μορφή πούρων, καλυμμένα με μία πέτσα γάλακτος ελαστόκ «που έμοιαζε να έχει πέσει από κάποιον με εγκαύματα»· το τζισκέικ περιείχε μπάλες από κατεψυγμένη σκόνη μαϊντανού, «ένα από τα πιο άσχημα πράγματα που έχω φάει στη ζωή μου».

Ο λογαριασμός για δύο άτομα ανήλθε στα 600€ με 6 ποτήρια κρασί.

Η αυτόματη αντίδραση του γαλλικού γαστρονομικού κατεστημένου φαίνεται πως είναι να υπερασπιστεί το Le Cinq και, πράγματι, η κριτική του Τζέι Ρέινερ είναι αμείλικτη: δεν του άρεσε απολύτως τίποτα. Αυτό είναι λίγο δύσκολο για ένα εστιατόριο αυτής της κλάσης και θα μπορούσε να εκληφθεί ως προκατάληψη. Από την άλλη, στο τέλος του άρθρου του ο κ. Ρέινερ μας ενημερώνει πως το εστιατόριο δεν επέτρεψε στην εφημερίδα του να φωτογραφίσει, μετά την επίσκεψή του, τα πιάτα που δοκίμασε (πάγια τακτική της εφημερίδας), επιμένοντας να χρησιμοποιήσουν φωτογραφίες που θα τους έδινε το ίδιο. Όπως και έγινε. Μόνο που δίπλα σε αυτές τις ομολογουμένως εντυπωσιακές και επαγγελματικές φωτογραφίες κάποιων πολύ ελκυστικών πιάτων του Le Cinq ―τις οποίες δημοσιεύει o Guardian― ο κ. Ρέινερ δημοσιεύει τις φωτογραφίες των πιάτων που τράβηξε ο ίδιος με το κινητό του. Η διαφορές μεταξύ των δύο είναι τόσο μεγάλες που αναρωτιέται κανείς αν πρόκειται για τα ίδια πιάτα. (Εκείνα του κ. Ρέινερ ανταποκρίνονται πλήρως στην περιγραφή που τους κάνει).

Η αναντιστοιχία αυτή μπορεί να δικαιώνει το Βρετανό κριτικό και το Πάρθιο βέλος που στέλνει κατευθείαν στην καρδιά της γαλλικής γαστρονομίας, αλλά από την άλλη μένει αναπάντητο το ερώτημα: «είναι δυνατόν να ήταν όλα τόσο χάλια;».


* Διαβάστε ένα σχόλιο για τις κριτικές εστιατορίων με αφορμή το παραπάνβ κείμενο, στο editor`s note της εβδομάδας.