ΦΙΤΑ, μια gastropub με ελληνικά χρώματα

12 Ιουνίου 2019
Θάλεια Τσιχλάκη
ΦΙΤΑ εστιατόριο κριτική ελληνική κουζίνα Νέος Κόσμος
Η Θάλεια Τσιχλάκη ανακαλύπτει το 25ο γράμμα της αλφαβήτου, το Φίτα της ελληνικής γεύσης και της cult χαλαρότητας.
6.5
Ατμόσφαιρα:
Εξυπηρέτηση:
Κάβα:
2.5 / 5.0
3.0 / 5.0
3.0 / 5.0
Τύπος:
Ποιότητα:
Κουζίνα:
Casual
Μοντέρνα
Ελληνική

Όπως πρόβαλε μπροστά μου – λες  και εισακούστηκε η ευχή μου – το Φίτα μου φάνηκε εξωπραγματικό, έτσι φωτισμένο μες το σκοτάδι μιας γειτονιάς - φάντασμα με εργατικές πολυκατοικίες, που έχουν σχεδόν πια ερημώσει. Κι όμως! Απέχει μόλις καμιά εκατοστή μέτρα από το Intercontinental, πίσω από τη λεωφόρο Συγγρού της ταχείας κυκλοφορίας με τα επιβλητικά κτήρια των πολυεθνικών εταιριών∙ βρίσκεται σε ένα τρίστρατο, εκεί το ύψος της Γέφυρας, όπου αρχίζει η Καλλιρρόης στην περιοχή, που άλλοτε ονόμαζαν «Δουργούτι, και σήμερα – τι ειρωνία; – «Νέο Κόσμο», παρότι τα όνειρα των προσφύγων για μια καινούργια ζωή εδώ ακυρώθηκαν λίγες μόνο δεκαετίες, μετά την εγκατάσταση τους. Αν αναρωτιέστε προς τι όλη αυτή εισαγωγή, η απάντηση είναι: Για να μην την πατήσετε και χαθείτε κι εσείς, σαν κι εμένα. Καλύτερα να αναζητήσετε την οδό Ντούρμ 1  και να αφεθείτε στις οδηγίες της Google, με την ευχή «να μην σας χάσει ο δορυφόρος».

Σαν έτοιμοι από καιρό, ο Φώτης Φωτεινόγλου μαζί με τον σεφ και φίλο του Θοδωρή Κασσαβέτη, άνοιξαν ή μάλλον διαμόρφωσαν σε γαστρο-ταβέρνα ένα παλιό καφενείο, που είχε κλείσει εδώ και κάποια χρόνια, εκεί, στα Αρμένικα, απέναντι από το σταθμό του τραμ, στην οδό Κασομούλη. Το σκεπτικό τους ήταν απλό και απολύτως συντονισμένο με τις αντίληψεις της εποχής μας. Αποφάσισαν να έχουν ένα απλό μενού, περίπου δεκαοκτώ με είκοσι πιάτων, το οποίο θα διαμορφώνεται καθημερινά, ανάλογα με το τι θα βρίσκουν στην αγορά και με μερικά πιο μόνιμα υλικά, όπως το μπριζολάκι από χοιρινό βιολογικής εκτροφής από τη φάρμα Βαβουράκη στην Κρήτη ή ο θρακιώτικος καβουρμάς, τα οποία όμως θα μαγειρεύουν κάθε φορά και με διαφορετικό τρόπο, αναλόγως με τα κέφια τους και τη σύνθεση του υπόλοιπου καταλόγου. Εκείνη τη μέρα για παράδειγμα ο καβουρμάς ήταν με φρυγανισμένο μαύρο ψωμί κι αυγό ποσέ.

Το μενού, βέβαια, εστιάζει περισσότερο στο ψάρι, οπότε τη μια φορά υπήρχαν ψητές σαρδέλες με μελιτζανοσαλάτα, αλμύρα την οποία κάνουν οι ίδιοι τουρσί, χταπόδι με πλιγούρι, μυξινάρι (ξέρετε, ο πρωτοξάδελφος του κέφαλου) με χόρτα. Αλλά μια δεύτερη το ίδιο ψάρι ήρθε σε ένα τεράστιο πήλινο ταβά, γιαχνί με ντομάτα, πατάτες και κολοκυθάκια, κομμένα σε λεπτές ροδέλες. Φυσικά υπήρχαν και διάφορα κρεατοφαγικά, όπως τα πεντανόστιμα βιολογικά λουκάνικα του Μιχάλη Βαβουράκη από την Κρήτη, που σερβίρονται με πουρέ φασολιών.

Το όλο σκηνικό είναι cult. Καθίσαμε έξω, στο πεζοδρόμιο, κάτω από τη μεγάλη, άσπρη τέντα, σε ένα χώρο που δίνει την εντύπωση της συνέχειας με τη μεγάλη εσωτερική σάλα με τα μαρμάρινα τραπέζια, τις καρέκλες καφενείου και τις γυμνές κολώνες, που αφότου ο διακοσμητής «αποκάλυψε» το τσιμεντένιο τους πρόσωπο, χαρίζουν μια βιομηχανική νότα στο λιτό χώρο. Πίσω μας η φωτισμένη, ανοιχτή κουζίνα με το πάσο της, που σχηματίζει ένα είδος μπαρ για όσους προτιμάνε να τσιμπάνε, καθισμένοι στα stools και μπροστά μας το μικρό κηπάκι με τους νεαρούς του φοίνικες και τους φίκους μπέντζαμιν, που γίνεται ένα με τις πικροδάφνες και τα δέντρα του Δήμου. Ανάμεσα τους οι γραμμές του τραμ όπου συχνά-πυκνά διασταυρώνονται τα φωτισμένα βαγόνια, που διασχίζουν με ένα συριστικό βρυχηθμό τη νύχτα, προκαλώντας σε να σκεφτείς πως συμμετέχεις σε ελληνική ταινία των ‘90s.

Δοκιμάσαμε ένα νόστιμο και πολύ σωστά ψημένο και ζουμερό θράψαλο, με μια απαλή ταραμοσαλάτα, μια ντάσκα (μικρός τόνος, γνωστός κι ως καρβούνι ή κοπάνι, που χρησιμοποιείται για τη λακέρδα), με σάλτσα σόγιας με μουστάρδα Dijon και βλίτα. Μου άρεσαν τα φρέσκα, χειροποίητα ραβιόλια με δυόσμο και ξινοτύρι, ένα πιάτο αφοπλιστικής απλότητας και βαθιάς γεύσης.

Ο συνδυασμός των οικείων γεύσεων μιας ελληνικής gastropub με το εσωστρεφές στιλ της ήσυχής γειτονιάς και το ανήσυχο, μαγειρικά, πνεύμα των ιδιοκτητών έφερε το Φίτα γρήγορα στην κορυφή των προτιμήσεων των insiders αυτής της πόλης, οι οποίοι ήδη ορκίζονται στη νέο-ελληνική του άποψη και δείχνουν διατεθειμένοι να το κάνουν στέκι τους. Δεν τους αδικώ. Όπως θα έλεγε κι ο Τάσος Μητσελής, «από μένα είναι ναι».

I

Η Κλίμακα της Βαθμολογίας
Ιστορικό Άρθρου