Ελληνικά προϊόντα, επανάσταση ή αυταπάτη;

26 Σεπτεμβρίου 2017
Χάρης Τζαννής
Είναι γεγονός πως η παραγωγή ελληνικών προϊόντων τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια αλματώδη εξέλιξη στην ποιότητα, τη γεύση και την ποικιλία.
  • ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Η ΑΥΤΑΠΑΤΗ; | Θέματα

Η δύσκολη οικονομική συγκυρία οδήγησε αρκετούς νέους, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και σύγχρονης αντίληψης επιχειρηματίες να στραφούν προς την πρωτογενή παραγωγή, με αποτέλεσμα την εμφανή αλλαγή στην προσέγγιση της ανάπτυξης προϊόντων. Η εισαγωγή της μελέτης ανταγωνισμού, της στρατηγικής ανάπτυξης, της στόχευσης αγορών, του μάρκετινγκ και του σχεδιασμού της συσκευασίας οδήγησε σε δημιουργία νέων, καινοτόμων προϊόντων που αναδεικνύουν τη δύναμη της ελληνικής γης και την φιλοσοφία της ελληνικής γαστρονομίας κερδίζοντας συνεχώς πόντους στις παγκόσμιες αγορές.

Με ναυαρχίδα την ανάπτυξη των ελληνικών κρασιών, μέσω μιας προσπάθειας που ξεκίνησε πριν από σχεδόν 3 δεκαετίες, η ελληνική παραγωγή έχει να επιδείξει πλέον αξιοσημείωτες επιδόσεις και σε προϊόντα όπως είναι το ελαιόλαδο, το μέλι, τα βότανα, τα νωπά φρούτα και λαχανικά, τα αποξηραμένα σύκα και μια σειρά άλλων, που διεκδικούν επί ίσοις όροις διακρίσεις και βραβεία σε μεγάλους διαγωνισμούς του εξωτερικού.

Σε αυτή την εξέλιξη σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η νέα γενιά των Ελλήνων μαγείρων που συμπεριέλαβαν στις κουζίνες τους πληθώρα τοπικών προϊόντων σε μια προσπάθεια αναζήτησης της ταυτότητας της Νέας Ελληνικής Κουζίνας. Έτσι, ο ταπεινός τραχανάς βρήκε περίοπτη θέση στα τραπέζια καλών εστιατορίων, και όχι άδικα, τα χόρτα της ελληνικής υπαίθρου συνόδευσαν μερικά από τα κορυφαία ψάρια των ελληνικών θαλασσών, ενώ τοπικά τυριά και αλλαντικά έχτισαν γαστρονομικούς μύθους υπεροχής ανάμεσα στις παρέες των foodies.

Παράλληλα, η ανάπτυξη της τεχνολογίας, τα κοινωνικά δίκτυα και οι ρετουσαρισμένες φωτογραφίες του instagram βοήθησαν στην γρήγορη μετάδοση της γνώσης και της πληροφορίας σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των αγορών, γεγονός που ευνόησε περισσότερο τους μικρούς παραγωγούς έναντι των μεγάλων εταιρειών. Μικρά delicatessen άρχισαν να ξεπηδούν σε κάθε γειτονιά, ενώ η μετανάστευση μεγάλου αριθμού Ελλήνων στο εξωτερικό επέφερε τη δημιουργία αντίστοιχων καταστημάτων και σε άλλες χώρες.

Υπάρχει πλέον πληθώρα ελληνικών προϊόντων ποιότητας, υψηλής διατροφικής αξίας και εξαιρετικής γεύσης που διατίθενται σε σωστές και καλοσχεδιασμένες συσκευασίες. Οι αγορές του εξωτερικού που αναζητούν συνεχώς νέα προϊόντα έχουν στρέψει για τα καλά τα βλέμματα τους προς την Ελλάδα, με το κρασί να έχει ανοίξει διάπλατα την πόρτα των εξαγωγών. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή οι Έλληνες παραγωγοί, αν και το επιθυμούν διακαώς, δυσκολεύονται να κάνουν το μεγάλο βήμα καθώς μια σειρά παραγόντων δρουν ανασταλτικά στην ανάληψη επιχειρηματικών ρίσκων.

Η οικονομική κατάσταση της χώρας με την υπερφορολόγηση, των περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων και την έλλειψη ρευστότητας, αποτελεί τον κύριο και πρακτικό λόγο που δυσκολεύει έναν μικρό παραγωγό να μεγαλώσει. Έτσι, η πλειονότητα των παραγωγών εγκλωβίζεται στο επίπεδο της οικοτεχνίας με αποτέλεσμα να δραστηριοποιούνται λίγοι άνθρωποι για όλες τις δουλειές ενώ η παραγωγή να παραμένει μικρή.

Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω είναι η έλλειψη συνέπειας και σταθερότητας στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος. Η έλλειψη αυτή μειώνει την επαναληψιμότητα των παραγγελιών και τα προϊόντα αδυνατούν να δημιουργήσουν μια συμπαγή καταναλωτική βάση, συμπεριφορά και ζήτηση. Παράλληλα, το μικρό μέγεθος των παραγωγών δημιουργεί κατακερματισμό στην προσφορά και συνωστισμό πολλών μικρών, ενώ οι συνεργασίες και οι συνέργιες αποτελούν ένα ελάχιστο ποσοστό της αγοράς.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως αναγνωρίζεται αυτή τη στιγμή στη διανομή καθώς το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς και η άγνοια λειτουργίας των αγορών του εξωτερικού οδηγούν σε εσωστρέφεια. Οι εκθέσεις, συχνά με υψηλό κόστος αποτελούν προς το παρόν την μόνη διέξοδο που έχουν οι παραγωγοί προς το καταναλωτικό κοινό, ενώ η διανομή αποτελείται κυρίως από μη εξειδικευμένους μεταφορείς/διανομείς. Έτσι, κάθε παραγωγός αναλαμβάνει το βάρος της προώθησης και διανομής του προϊόντος του «γράφοντας» χιλιόμετρα μετακινήσεων και ώρες συναντήσεων με πιθανούς αγοραστές αλλά πενιχρά συνήθως αποτελέσματα.

Τέλος, η απουσία καταναλωτικής συνείδησης στην Ελλάδα καθιστά αυτή τη στιγμή την αγορά ελληνικών προϊόντων σχεδόν ανύπαρκτη παρουσιάζοντας όμως ένα αξιοσημείωτο ως αντικείμενο μελέτης, παράδοξο; η ισχυρή επιθυμία των καταναλωτών για στήριξη των ελληνικών προϊόντων παραμένει επιθυμία που δεν μεταφράζεται σε πράξη καθώς η πλειονότητα των καταναλωτών στρέφεται στα βιομηχανικά τρόφιμα κυρίως λόγω τιμής αλλά και άγνοιας. Έτσι, δημιουργείται ένα κενό ανάμεσα στην προσφορά ελληνικών προϊόντων και στη ζήτηση αυτών. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του ελληνικού ελαιολάδου όπου, αν και βρισκόμαστε στην πρώτη θέση παγκοσμίως στην κατά κεφαλήν κατανάλωση ελαιολάδου, εντούτοις, η τυποποίηση του παραμένει σε πολύ χαμηλό ποσοστό, σε αντίθεση με την Ιταλία όπου το ελαιόλαδο διακινείται μόνο τυποποιημένο. Ο Έλληνας καταναλωτής αγκιστρωμένος στην νοοτροπία του τενεκέ, καταναλώνει ίσως από τις χειρότερες ποιότητες ελαιολάδου κατά μέσο όρο, ενώ μπορεί να έχει πρόσβαση σε εξαιρετικής ποιότητας έξτρα παρθένο στο παντοπωλείο της γειτονιάς του.

Είναι γεγονός πως η μικρή και κατακερματισμένη παραγωγή ελληνικών προϊόντων κοστίζει περισσότερο από την βιομηχανοποιημένη. Το κόστος είναι μεγαλύτερο όταν τα προϊόντα παράγονται πολλές φορές στο χέρι, δεν περιέχουν συντηρητικά και η πρώτη ύλη παραμένει αγνή και θρεπτική. Όταν όμως στην εξίσωση της διατροφής σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η ποιότητα, η θρεπτική αξία και η απόλαυση της γεύσης τότε η διαφορά του κόστους εξανεμίζεται προς όφελος μιας καλύτερης ζωής.

Τα ελληνικά προϊόντα διαθέτουν πλέον όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ποιότητας κορυφαίων προϊόντων καθώς και ποικιλία επιλογών. Η ελληνική φύση αποδεικνύεται γενναιόδωρη και μας χαρίζει αρχέγονες γεύσεις και αρώματα ταυτόχρονα με υψηλή διατροφική αξία. Ως καταναλωτές οφείλουμε να αφουγκραστούμε τουλάχιστον με προσοχή τις ιστορίες που μας διηγούνται καθημερινά αυτά τα προϊόντα και οι Έλληνες παραγωγοί, και να τα δοκιμάσουμε στο τραπέζι μας, πρωτίστως για εμάς και τα παιδιά μας, την ποιότητα ζωής που επιθυμούμε. Ίσως,  με αυτό τον τρόπο βοηθήσουμε έναν μικρό παραγωγό να μεγαλώσει λίγο, να προσλάβει έναν βοηθό, να αυξήσει την παραγωγή του, να αναπτύξει το δίκτυο διανομής του, να μειώσει τις τιμές, να συνεργαστεί και με άλλους παραγωγούς και να δούμε, τα ομολογουμένως καλά προϊόντα της νέας ελληνικής παραγωγής, να ταξιδεύουν με αυτοπεποίθηση σε όλον τον κόσμο. Μπορούν, αν και ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και θέλει προσοχή ώστε η επανάσταση να μην μετατραπεί σε αυταπάτη.   

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση