Metaxa 12 Stars: έχει άποψη

01 Ιουλίου 2013
Ντίνος Στεργίδης

Όταν η Νο 1 εταιρεία παραγωγής παλαιωμένων αποσταγμάτων της χώρας λανσάρει ένα νέο προϊόν, αυτό είναι είδηση. Και για εμάς στο FNL, που ψάχνουμε απεγνωσμένα να ξεγελάσουμε την κρίση με ότι καλύτερο τρώγεται και πίνεται, είναι μία πολύ καλή είδηση.

Πριν από μερικά χρόνια μία μεγάλη εταιρεία που παράγει βότκα είχε καλέσει μερικούς δημοσιογράφους στην όμορφή της χώρα για να παρουσιάσει την premium vodka που μόλις είχε λανσάρει στην αγορά. Αφού λοιπόν τους έδειξαν λίμνες, χωράφια και ποτάμια, αφού τους χόρτασαν με τις όμορφες τοπικές σπεσιαλιτέ, ήρθε η στιγμή της συγκριτικής γευστικής δοκιμής: «απλή» vs «premium».

Έκπληξη! Η διαφορά μεταξύ τους ήταν τόσο ανεπαίσθητη που, δίχως υπερβολή, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ήταν το ίδιο, σχεδόν, προϊόν. Σε κάθε περίπτωση, η ποιοτική διαφορά μεταξύ τους ήταν καθαρά θέμα γούστου. Εξάλλου, όλα τα επιχειρήματα που στρατολογούσαν οι άνθρωποι των δημοσίων σχέσεων για να δικαιολογήσουν την ανωτερότητα (και την υψηλότερη τιμή) της premium βότκας ήταν εντελώς «μαρκετινίστικα» και καθόλου βασισμένα στη γεύση. Για συνειρμούς και συναισθήματα μιλούσαν και όχι για συγκεκριμένα αρώματα ή γεύσεις. (ΟΚ, για όσους διαφωνούν: «Vodka is a state of mind». Ευχαριστηθήκατε;). Όταν οι δημοσιογράφοι ζήτησαν να επισκεφθούν τους χώρους παραγωγής, τους εξηγήθηκε ευγενικά πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να γίνει γιατί θα αποκαλυπτόντουσαν τα «μυστικά» της παραγωγικής διαδικασίας. Ο λόγος, φυσικά, ήταν άλλος: τι να δει κανείς σε ένα εργοστάσιο παραγωγής βότκας, που περισσότερο με διυλιστήριο πετρελαίου μοιάζει, παρά με τους γραφικούς χώρους απόσταξης και τα σκοτεινά κελάρια που φαντάζεται ο κάθε αδαής;

Τα παραπάνω μου έρχονται συχνά στο νου όταν δοκιμάζω κάποιο σκουρόχρωμο, παλαιωμένο απόσταγμα. Ένα σοβαρό, τέλος πάντων, ποτό και όχι κάποια βότκα, «το ιδανικό ποτό όσων θέλουν να πίνουν το αλκοόλ τους ανακατωμένο με τις εφησυχαστικές γεύσεις της παιδικής ηλικίας, όπως το ντοματόζουμο και ο χυμός πορτοκαλιού, γιατί είναι ο ιδανικός τρόπος να μεθύσει ο πότης εκείνος  που δεν θέλει να σκέφτεται πόσο βαριά θα πληγωνόταν η μαμά του εάν ήξερε τι έκανε». Τάδε έφη το 1959 ο αείμνηστος A. J. Liebling  στο New Yorker, σε μία από τις ανταποκρίσεις του από το Παρίσι*...

Τα καλά σκουρόχρωμα αλκοόλ, αυτά που πραγματικά παλαιώνουν, είναι δύσκολο να παραχθούν. Δεν αναφέρομαι απαραίτητα στην ίδια τη διαδικασία της απόσταξης και της παλαίωσης (που κάθε άλλο παρά απλές είναι), αλλά κυρίως στην τέχνη του χαρμανιάσματος, που είναι κατά κάποιο τρόπο το τελευταίο στάδιο της παραγωγής και, σε περιοχές όπως η Σκωτία, το Κονιάκ και το Αρμανιάκ, η πεμπτουσία της. Διότι ο παραγωγός των αποσταγμάτων αυτών βρίσκεται αντιμέτωπος με το εξής δισεπίλυτο πρόβλημα: πρέπει να εμφιαλώνει κάθε φορά το ίδιο στη γεύση ποτό με αφετηρία μία πρώτη ύλη που αλλάζει διαρκώς! Είναι αδύνατον να υπάρξει «συνταγή» που να εγγυάται «αυτόματα» την επαναλειψημότητα στη γεύση του προϊόντος, γιατί τα αποστάγματα που παλαιώνουν σε βαρέλια εμφανίζουν τεράστιες γευστικές αποκλίσεις από βαρέλι σε βαρέλι.

Το πράγμα δυσκολεύει ακόμα περισσότερο όταν ο αποσταγματοποιός καλείται να δημιουργήσει ένα νέο προϊόν. Διότι έστω ότι, μετά από πολλούς πειραματισμούς, πέτυχε μία «συνταγή» που τη θεωρεί επιτυχημένη· πώς, διάολε, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα μπορεί να την αναπαράγει σε βάθος χρόνου, όταν το ίδιο το υλικό βάσης με το οποίο συνθέτει (δηλαδή τα αποστάγματα που παλαιώνουν στα βαρέλια) είναι ιδιότροπα και κυκλοθυμικά και αλλάζουν συνεχώς χαρακτήρα;

Αυτού του είδους τις προκλήσεις αντιμετώπισε ο Κώστας Ράπτης, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από κάθε φιάλη Metaxa, όταν αποφάσισε να εμπλουτίσει τη  συλλογή με τα αστέρια (3*, 5* και 7*) με το νέο προϊόν το Metaxa, το 12 Stars. Όπως λέει και ο ίδιος, «όταν θες να καινοτομήσεις, σε κυνηγάει το φάντασμα της επιτυχίας του ήδη υφιστάμενου ποτού». Με άλλα λόγια, η καινοτομία σου πρέπει να εντάσσεται μέσα στην παράδοση του προϊόντος πηγαίνοντάς την ένα βήμα παραπέρα.

Βρήκα, λοιπόν, ενδιαφέρον το στοίχημα που έβαλαν οι άνθρωποι της Metaxa: να δημιουργήσουν ένα ποτό που να είναι περισσότερο πολύπλοκο από τα 7 αστέρια, ενδεχομένως λιγότερο πολύπλοκο από το Private Reserve και να έχει τη γνωστή απαλότητα ενός Metaxa, το «smoothness», δίχως να έχει καταφύγει ούτε στο ελάχιστο στη χρήση ζάχαρης. Το Metaxa 12 Αστέρια είναι, πράγματι, αρκετά ξηρό. Ευχάριστα και αναπάντεχα ξηρό. «Πιστεύουμε πως είναι πιο κοντά σε αυτό που περιμένει ο καταναλωτής από ένα παλαιωμένο ποτό», λέει ο διευθύνων σύμβουλος της Metaxa, Πάνος Σαραντόπουλος, ο οποίος ηγείται της προσπάθειας επανατοποθέτησης της Metaxa ανάμεσα στα πολύ σοβαρά και καθόλου φολκλόρ ποτά.

Το Metaxa 12 Αστέρων ― η φιάλη και η χάρτινη συσκευασία του οποίου είναι καταπληκτικές και παραπέμπουν σε μαλτ ουίσκι ― είναι ίσως ότι πιο μπράντι (ή «κονιάκ», αν προτιμάτε) έχει βγάλει πρόσφατα η Μetaxa. Σε αντίθεση με το Private Reserve που «λικεροφέρνει», το Metaxa 12 Αστέρων είναι πιο κοντά σε ένα καθαρό απόσταγμα σταφυλής με τα κλασικά αρώματα του μοσχάτου να υπερισχύουν. «Θελήσαμε να τονίσουμε το μοσχάτο χαρακτήρα του ποτού μόνο μέσα από τη διαδικασία της παλαίωσης, δίχως να αυξήσουμε το ποσοστό του μοσχάτου στο τελικό χαρμάνι», λέει ο κ. Ράπτης, ο οποίος διευκρινίζει πως για το λόγο αυτό έχει χρησιμοποιήσει μόνο μοσχάτο από τη Σάμο. Σε αντίθεση με άλλα αποστάγματα της εταιρείας, βρήκα πως τα αρώματα ροδοπέταλου, που συχνά κυριαρχούν σε «πρώτη μύτη», απουσιάζουν προς όφελος πληθώρας «κλασικών» αρωμάτων, όπως τα εσπεριδοειδή (ειδικά η φλούδα πορτοκαλιού), τα αποξηραμένα βερίκοκα, η καραμέλα (με την έννοια της καμένης ζάχαρης) και, φυσικά, το υπερώριμο μοσχάτο και η σταφίδα. Στο στόμα, ο συνδυασμός γευστικού όγκου, λιπαρότητας και βελούδου πραγματικά εντυπωσιάζει και, τολμώ να πω, είναι μοναδικός. Σε κάθε περίπτωση, δεν ξέρω άλλο ποτό στον κόσμο που να έχει την ίδια γεύση ― κάτι που δεν θα μπορούσε  να ισχυριστεί για παράδειγμα μία βότκα. Να!

 

Υ.Γ. Για να χαρείτε το Metaxa 12 Stars αποφύγετε τα ποτήρια τύπου καμινάδα (π.χ. οι κλειστές τουλίπες που σερβίρουμε κρασί) τα οποία τονίζουν κατ’ αρχάς το αλκοόλ.

 

* «The standard of perfection for vodka (no color, no taste, no smell) was expounded to me long ago by the then Estonian consul-general in New York, and it accounts perfectly for the drink’s rising popularity with those who like their alcohol in conjunction with the reassuring tastes of infancy―tomato juice, orange juice, chicken broth. It is the ideal intoxicant for the drinker who wants no reminder of how hurt Mother would be if she knew what he was doing».

Α. J. Liebling, “Just Enough Money”, in Between Meals, An Appetite for Paris, North Point Press, 1986.

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση