Chef’s table by Volvo στο Botrini’s, μια εμπειρία για τους ήδη μυημένους

26 Ιανουαρίου 2017
Θάλεια Τσιχλάκη
Ο Έκτορας Μποτρίνι ανοίγει την κουζίνα του στη Θάλεια Τσιχλάκη και στον Τάσο Μητσελή και στρώνει το τραπέζι του σεφ σε μια avant- premiere για το Fnl.
  • CHEF’S TABLE BY VOLVO ΣΤΟ BOTRINI’S, ΜΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΗΔΗ ΜΥΗΜΕΝΟΥΣ | Νέα

Δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έτρωγα, στην κουζίνα ενός εστιατορίου, στο «τραπέζι του σεφ». Είχα ξανά παρόμοιες εμπειρίες σε αρκετά εστιατόρια στο εξωτερικό, όπως είχε τύχει να δειπνήσω και στο Milos, στο Hilton, ένα από τα πρώτα chef’s table που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα. Σπάνια όμως μπόρεσα να πω πως «χώθηκα», πραγματικά, σε μια κουζίνα, όπου όχι μόνο παρακολούθησα τα τεκταινόμενα από απόσταση αναπνοής, αλλά ένιωσα κι εκείνη την ιδιαίτερη φροντίδα του σεφ και της ομάδας του, που με έκαναν να αισθανθώ pampered.

Στο Botrini’s το chef’s table βρίσκεται σε ένα σχεδόν κρυφό σημείο της κουζίνας, μη ορατό από τη σάλα, δηλαδή, το οποίο σχεδιάστηκε εξ ολοκλήρου από τον Δημήτρη Κολιαδήμα της Semiotik Design για λογαριασμό της Volvo, σύμφωνα με το γνωστό moto της: «μοντέρνα πολυτέλεια», βάφτηκε γκρι-μπεζ, στις αποχρώσεις της βρεγμένης άμμου και «στολίστηκε» με τη συλλογή από μινιατούρες αυτοκινητάκια της, που η Volvo χάρισε στον brand ambassador της. Τα παρατηρώ, έτσι παρατεταγμένα στο ράφι τους, είναι σα να μας δίνουν σιωπηλά, το σύνθημα: «Καθίστε αναπαυτικά, χαλαρώστε και απολαύστε τη διαδρομή!», το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, αφορά μια διαδρομή στον μαγευτικό κόσμο της γεύσης à la Botrini.

Το εντυπωσιακό, για μένα, είναι ότι, ενώ το Botrini’s είναι ένα εστιατόριο με ανοιχτή κουζίνα, όπου συνήθως παρατηρούσα όσα διαδραματίζονται πίσω από το τζάμι που την χωρίζει από τη σάλα, για πρώτη φορά, τρώγοντας καθισμένη στο τραπέζι του σεφ, είχα την ευκαιρία να νιώσω και τον παλμό μιας κουζίνας, την οποία, μέχρι εκείνη τη στιγμή έβλεπα να απλώς κινείται, όπως τα ψάρια στο ενυδρείο, χωρίς να κατανοώ τους κώδικές της.


Στο συγκεκριμένο τραπέζι, που προορίζεται για το πολύ 4 άτομα, το μενού της κάθε βραδιάς είναι προκαθορισμένο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κάθε βράδυ θα είναι σταθερά το ίδιο. Τώρα τρέχει ένα το οποίο ονομάζεται «L’isola che non c’e» (Το νησί που δεν υπάρχει). Συμπεριλαμβάνει δέκα πιάτα και τρία επιδόρπια, με κάποια εμβόλιμα στοιχεία έκπληξης, που δεν προαναγγέλλονται, φυσικά, και που δεν θα ποτέ τα ίδια, καθώς εξαρτώνται άμεσα από το τι βρήκε ο σεφ στην αγορά, από το τι του έφεραν οι προμηθευτές του ή από το ποια ήταν η έμπνευση του τη συγκεκριμένη μέρα. Το μόνο που μπορώ, λοιπόν, να σας αποκαλύψω από όσα πρόκειται να βιώσετε όσοι ακολουθήσετε την πρότασή μας είναι πως θα περάσετε μια διαφορετική-κι αξέχαστη-βραδιά, παρακολουθώντας τα μαγειρικά δρώμενα από την ασφαλή απόσταση του θεατή.

Η κουζίνα του Έκτορα Μποτρίνι αποδεικνύεται πολύ πιο «εγκεφαλική» από κάθε άλλη φορά. Είναι προφανές πως, ενώ ο σεφ συνεχίζει να εντυπωσιάζει με την ικανότητα του να διηγηθεί τη διεθνή του εμπειρία και τις μνήμες του, μετατρέποντας τες σε γευστικότατα πιάτα, τώρα πια γίνεται ξεκάθαρη η στροφή του προς μια πιο ουσιαστική και πιο στιβαρή κουζίνα, που στηρίζεται στην άψογη εκτέλεση, που συχνά ανακαλεί τις κλασικές τεχνικές, ενώ δεν παύει, ούτε για μια στιγμή, να ερεθίζει το μυαλό μας με τα μικρά γευστικά της πυροτεχνήματα.

Αν κάποιος αναζητάει μια αληθινή γαστρονομική εμπειρία, θα του πρότεινα, με το χέρι στην καρδιά, να κάνει μια κράτηση για το chef`s table, στο Botrini’s. Και το θεωρώ ευκαιρία γιατί ανάμεσα στα σπουδαία πιάτα του μενού συμπεριλαμβάνονται και μερικά από τα πιο εμβληματικά πιάτα του κερκυραϊκού Etrusco, που δύσκολα θα δοκίμαζε κανείς, αν δεν ταξίδευε μέχρι την Κέρκυρα. Το μενού, το οποίο ισχύει για όλο το τραπέζι, τιμάται 120 €/ άτομο και το wine pairing του 70 €.

Εδώ οφείλω να δηλώσω πως, ως φανατική λάτρης της έννοιας του grand restaurant, δεν θεωρώ a priori μια θέση σε ένα τραπέζι στην κουζίνα ένα προνόμιο, καθώς, εκεί, στα άδυτα της κουζίνας νιώθω πως στερούμαι την ατμόσφαιρα της σάλας, πως μου αφαιρείται ένα μέρος από το μυστήριο της κλειστής πόρτας, όπου πίσω της προετοιμάζουν όσα πρόκειται να ζήσω και να γευτώ.

Γενικώς, επιλέγω το τραπέζι του σεφ πολύ μετά την πρώτη μου επίσκεψή, αφού δηλαδή έχω επισκεφθεί ήδη το εστιατόριο και έχω εξοικειωθεί με τη φιλοσοφία του. Θεωρώ, βέβαια, πως σε αυτό το γεύμα της μύησης, στο τραπέζι του σεφ, μέρος της απόλαυσης του φαγητού είναι και το ότι ταυτόχρονα εισπνέω κι όλη την ενέργεια της κουζίνας.

Σιγά-σιγά κι ασυναίσθητα νιώθω πως συμμετέχω κι έτσι αρχίζει, μαζί με τα αρώματα της κατσαρόλας, να με τυλίγει κι ένα μέρος της αγωνίας των μαγείρων για το αν θα επιτύχουν τον συγχρονισμό που χρειάζεται για να βγει τέλειο το πιάτο τους. Κάποιες στιγμές πάλι κάποιοι με κοιτούν που τους κοιτώ και θαρρώ πως νιώθουν στα αυτιά τους τα μουγκρητά της επιδοκιμασίας μου, με την ίδια ευκολία που διαβάζουν στο πρόσωπο μου την αποδοκιμασία που προκαλεί κι η παραμικρή αστοχία τους.

Εκείνο το βράδυ το ζούσα. Έβλεπα τι πηγαίνει στο τραπέζι 3, άκουγα τις παραγγελίες του 12, έβλεπα τα πιάτα τους στο πάσο, τους βοηθούς που τα έστηναν, τους σερβιτόρους που τα έπαιρναν. Σχεδόν τα αποχαιρετούσα, όπως οι νεαροί μάγειροι, με την ευχή να χαρίσουν την απόλαυση. Η θέση του παρατηρητή έβαζε στο ρυθμό, αλλά όσο περνούσε η ώρα και τα αρώματα της κουζίνας γίνονταν πιο έντονα, ο Μποτρίνι και ο sous-chef του, Νίκος Μπίλλης ερχόντουσαν πότε για να μας δείξουν τα ψάρια που σκόπευαν να μαγειρέψουν για μας και πότε μας πλησίαζαν με το κατσαρόλια τους, άλλοτε για να συμπληρώσουν λίγη σάλτσα κι άλλοτε για να μας προτείνουν να διαλέξουμε το αγαπημένο μας κομμάτι από το φαγητό που μας μαγείρεψαν.

Πιστεύω, όμως, πως κι εσείς θα πρέπει να το ζήσετε. Τα λόγια μου δεν μπορούν να αποδώσουν πλήρως το άρωμα, μήτε τη γεύση ή τη ζεστασιά μιας κουζίνας.

Info: Βασιλέως Γεωργίου του Β΄ 24, Χαλάνδρι, τηλ. 2106857323

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση