Η ημέρα μου στο πιάτο: Γιώργος Χρανιώτης

07 Σεπτεμβρίου 2011
Μικαέλα Θεοφίλου

Φέτος το χειμώνα θα τον απολαύσουμε στο θέατρο μαζί με την Αντιγόνη Βαλάκου, σε ένα έργο που μιλάει  για την ζωή της Florence Foster Jenkins, μιας... παράφωνης οπερετικής τραγουδίστριας, και τον ίδιο ως εξαιρετικό τραγουδιστή των Barbus, της μπάντας του, θα μας ξεσηκώσει 3 Δευτέρες του Οκτωβρίου στον Σταυρό του Νότου αλλά και στο Τiki.  Επίσης θα τον απολαύσετε στο κείμενο που ακολουθεί ως μία διαφορετική, ιδιαίτερη, γεμάτη χιούμορ και αφοπλιστική ειλικρίνεια, γαστρονομική προσωπικότητα...

«Χαίρομαι τη ζωή, όταν ξεκινάει η μέρα μου το πρωί. Μια καλή ημέρα θα ξεκινήσει γύρω στις 9- αν ξυπνήσω μετά τις 11 νιώθω ενοχές ότι έχω χάσει τη μέρα μου. Σηκώνομαι, ακούω μουσική, αν προλάβω, θα διαβάσω κάτι και τρώω πάντα ένα καλό πρωινό με έναν ελληνικό καφέ. Είμαι χρόνια εξαρτημένος από τα  corn flakes διαφόρων ειδών. Οπότε είμαι πολύ ευτυχής με μια φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα και corn flakes με γάλα  συνήθως και μέλι. Θα προτιμούσα το γάλα να μην είναι και αγελαδινό, πίνω συνήθως γάλα σόγιας ή ρυζιού γιατί μετά τα 30 δεν είναι πολύ καλό να πίνεις γάλα. Το γάλα είναι από τις χειρότερες τροφές που υπάρχουν στον πλανήτη, γιατί οι  μεγαλύτερες τροποποιήσεις που γίνονται σε τρόφιμο είναι πρώτα στο γάλα το αγελαδινό. Προτιμώ γενικά κάποια βιολογικά προϊόντα αλλά όχι με υστερία. Ο λόγος που κάποιος ονοματίζει ένα προϊόν βιολογικό είναι πολύ περίεργη υπόθεση. Υπάρχουν μερικά προϊόντα, όπως τα φρούτα, που δεν θα πάω να πάρω απαραίτητα από τα  βιολογικά, θα τα πάρω από το χωριό μου. Δεν είμαι ακριβώς αυτό που λέμε της υγιεινής διατροφής...

Έχω υπάρξει λάτρης της πίτσας και με πολύ περηφάνια δηλώνω ότι είχα τη μεγαλύτερη ίσως συλλογή καρτών delivery πίτσας. Πρέπει να είχα γύρω στα 230 διαφημιστικά. Σταματούσα με τη μοτοσυκλέτα μου, έμπαινα σε μια πιτσαρία και έλεγα «μπορείτε να μου δώσετε μια κάρτα»; Δυστυχώς μετά τα 24 μου το θεώρησα εφηβικό και πέταξα την συλλογή. Ακόμα το μετανιώνω.

Οι πίτσες χωρίζονται σε δυο, τρεις κατηγορίες: καναδέζικες με την πιο χοντρή ζύμη, η `80s πίτσα που ψήνεται σε μεταλλικό φούρνο και οι ιταλικές στον ξύλινο ή πήλινο φούρνο με τη λεπτή ζύμη. Η πιτσαρία που με άντρωσε ήταν η «Ταρταρούγα» στην 25ης Μαρτίου, στο Χαλάνδρι. Επίσης από τα 14 μου και μετά ανακάλυψα την Mama`s Pizza στην Φυλής. Επειδή χώρισαν οι γονείς μου και μετακομίσαμε με την μητέρα μου από το Χαλάνδρι στην Πλατεία Αμερικής. Ακόμα και τώρα που έχω φύγει από κει, και μένω στην Ακαδημία Πλάτωνος, τους πήρα τηλέφωνο, τους θύμισα ποιος είμαι και τους παρακάλεσα να μου στέλνουν πίτσα. Και μου την στέλνουν γιατί είμαι πελάτης πλέον 20 χρόνια.

Τα αγαπημένα μου φαγητά είναι μόνο βρώμικα. Δηλαδή αν τρέφομαι μόνο με junk food θα ήμουν ευτυχής. Απλώς δεν το κάνω γιατί θα παχύνω. Έχω άποψη όμως ότι το junk food μπορεί να μην είναι καθόλου junk. Αν δηλαδή φας ένα καλό σουβλάκι με πίτα στα κάρβουνα και έχει μέσα μοσχαρίσιο κρέας ή κοτόπουλο μπορεί να είναι εξαιρετική τροφή, όπως και ένα καλό κεμπάπ. Έχω ένα καλό κεμπαπτζίδικο στην γειτονιά μου, τον «Σάββα», στην Λένορμαν.

Δεν θα έλεγα ότι μαγειρεύω, φτιάχνω πολύ συγκεκριμένα πράγματα, π.χ.  σπαγγέτι με έτοιμη σάλτσα pesto ή ρύζι με κοτόπουλο ή να πετάξω στο wοk μερικά λαχανικά... Η Δήμητρα η Παπαδοπούλου ωστόσο με  θεωρεί μάστορα στο...  τοστ -τόσο πολύ μάλιστα που με είχε πείσει να κάνω toast party όπου είχα καλέσει όλο τον θίασο σε μια παράσταση Παρασκευής-Σαββάτου τη διπλή μας και είχα κάνει toast party.  Eίμαι σε θέση πλέον να αποκαλύψω τα 4 μυστικά για το τέλειο τοστ: 1ον.  Παίρνουμε ένα καλό βιολογικό ψωμί. 2ον. Χρησιμοποιούμε foue γαλοπούλας και όχι γαλοπούλα καθώς και ένα καλό τυρί, κασέρι ας πούμε. 3ον. Πάνω από τη γαλοπούλα θα βάλουμε λίγο ροκφόρ και όχι μπλε τυρί. Και το 4ο μυστικό και πιο grande  το οποίο μετά από την αποκάλυψη θα με αποθεώσουν οι τοστάδες της Ελλάδας είναι: Μόλις βάλουμε το τοστ να ψηθεί δεν θα βάλουμε βούτυρο, αλλά λαδορίγανη.  Επίσης φτιάχνω εξαιρετική σαλάτα με ντάκο.

Το «Μάννα Τσατσαρωνάκης» είναι πολύ καλό παξιμάδι για ντάκους, προσθέτω βέβαια ντομάτα, πιπεριές, μυζήθρα αλμυρή, που την προτιμώ και για τα σπαγγέτι και βάζω λάδι από τις ελιές του μπαμπά μου, από το χωριό Καλλιθέα έξω από την Πύλο.  Ένας λόγος επιπλέον που βάζω μυζήθρα στον ντάκο είναι ότι έχω θεματάκι με τη φέτα.  Μπορώ να φάω μέχρι και βραστές κόμπρες, αλλά δεν μπορώ να φάω ωμή φέτα. Την σιχαίνομαι από μικρό παιδί, αλλά αν μου την ψήσουν ή μου τη βάλουν στην τυρόπιτα ή στην πίτσα την λατρεύω. Ψητή φέτα είναι από τα αγαπημένα μου πιάτα, ωμή φέτα είναι...  θάνατος. Δεν μπορώ να την ανεχτώ ούτε στο τραπέζι, ούτε στο ψυγείο μου. Στο ψυγείο μου μερικές φορές μπορείς να βρεις και σάπια φρούτα, γιατί τα ξεχνάω. Ο συγκάτοικος μου όλα αυτά τα θεωρεί... πειράματα. Ανοίγει το ψυγείο και λέει «το πείραμα με το τυρί έχει τελειώσει πρέπει να το πετάξουμε».  Τα must του ψυγείου μου είναι τυρί και γαλοπούλα, ψωμί για τοστ, πολλά φρούτα, αυγά -γιατί πολλές φορές στο πρωινό μου φτιάχνω ομελέτα από ασπράδια- καρότα, δημητριακά διαφόρων ειδών, μέλι οπωσδήποτε και κατεψυγμένα προϊόντα λαχανικών Μπάρμπα Στάθης. Κρέας δεν είναι πιθανό να βρεις. Έχω όμως  ψάρι,  γλώσσες, πέστροφες ή σολομό και αν βρω φρέσκο τόνο επίσης, που έρχονται φίλοι και μου μαγειρεύουν- εγώ βαριέμαι.

Δεν μου αρέσει να πίνω όταν τρώω, δηλαδή, εντάξει, αν υπάρχει ένα καλό κρασί θα το πιω, αλλά στο σπίτι μου αλκοόλ δεν θα βρεις καθόλου. Οι γνώσεις μου δε στα κρασιά είναι ελλιπέστατες, έχω μείνει στο «Κατώγι».

Μέχρι να ξεκινήσω την ομοιοπαθητική, έπινα μια Coca cola light την ημέρα, τώρα πίνω μια σόδα ή πορτοκαλάδα με ή χωρίς ανθρακικό, μια λεμονάδα Ικαριώτικη αν βρω, συνήθως κάτι ανθρακούχο. Για μένα το ποτό με το φαγητό δεν συνδυάζεται. Προτιμώ να πάω σε ένα μπαρ να πιω.

Το αγαπημένο μου στέκι, που πηγαίνω από τα 25 μου μέχρι τα 35 μου, είναι το «Άσπρο» στην Αριστοφάνους, στου Ψυρρή. Τώρα δεν έχω κάποιο στέκι,  περνάω και από κει,  αλλά δεν βγαίνω το ίδιο με παλιά. Aν θα πάω στο Tiki ωστόσο ξέρω ότι θα πιω ένα από τα ωραίοτερα cocktail από τον barman εκεί που είναι φοβερός. Ωστόσο το πιο ενδιαφέρον που έχω πιει σε ένα μπαρ, είναι mojito με μαριχουάνα.

Είμαι σοκολατομανής. Αγαπάω πολύ την κρέπα με σοκολάτα, μπισκότο και φράουλα. Όταν συνδυάζονται αυτά τα 3 συστατικά, πολλαπλοί οργασμοί έρχονται στο φως. Δυστυχώς το μαγαζί που μου την έφτιαχνε το γύρισε σε μεζεδοπωλείο. Την έφτιαχνε ο Γάκης ο οποίος είναι ιδιοκτήτης του «Μαύρου Γάτου» μιας κρεπερί στου Ψυρρή, δίπλα από το «Θηρίο». Γλυκιά είναι και η παιδική μου ανάμνηση. Ζαχαρούχο γάλα Βλάχας.  Εγώ μικρός δεν έπινα γάλα και ήμουν και αδύνατο παιδάκι. Όταν η μάνα μου ανακάλυψε το ζαχαρούχο απέκτησε την άποψη ότι «δεν πειράζει που έχει ζάχαρη αρκεί να πίνω γάλα». Μου έγινε εμμονή αφού μέχρι και στα 20 μου αγόραζα το μεγάλο κουτί και το έτρωγα όλο. Μάλιστα κάποια στιγμή έπαιρνα και το σοκολατούχο ζαχαρούχο, αλλά το έκοψαν.
Νομίζω ότι η αγαπημένη μου κουζίνα είναι η μεξικάνικη- πρέπει να υπάρχει κάτι μεταφυσικό στη σχέση μου με τη Νότια Αμερική γιατί όσες φορές έχω ταξιδέψει εκεί πείθω για Κοσταρικανός ή Μεξικάνος.  Ωστόσο την καλύτερη γευστική ταξιδιωτική εμπειρία την είχα φέτος το καλοκαίρι με τον φίλο μου το Γιώργο τον Πυρπασόπουλο στη Σρι Λάνκα. Πήγαμε σε μια περιοχή κοντά στο κέντρο που είχε αγγλικό αποικιοκρατικό στιλ επειδή από το 1880-1889 ζούσαν εκεί Άγγλοι. Εκεί λοιπόν, ένας βαρόνος του καφέ έφτιαξε πάνω στο λόφο, το Hill Club, ένα ξενοδοχείο- εστιατόριο στο οποίο είναι συγκλονιστική η εμπειρία να φας. Έχει μια αίσθηση πολυτελούς παρακμής από τις αρχές του 20ου αιώνα: τεράστιες αίθουσες μπιλιάρδου, αίθουσα διαβάσματος, φωτογραφίες του Τσόρτσιλ. Για να μπούμε μέσα έπρεπε να βάλουμε γραβάτες που τις αγοράσαμε στη διαδρομή για αυτό το λόγο. Εκεί τα γκαρσόνια φορούσαν λευκά γάντια και το μενού των 5 πιάτων κόστιζε 17$ μόνο - ήταν από τα ακριβά της Σρι Λάνκα. Έφαγα ροζ μπιφ, πατέ και φοβερές σαλάτες, αν και η Σρι Λάνκα δεν φημίζεται για τις σαλάτες, και για το τέλος μια ιδιόμορφη κρέμα καραμελέ.

Στην Αθήνα μου αρέσει να τρώω στην Ταβέρνα "Βυρίνης" στο Παγκράτι με αγαπημένο μου πιάτο εκεί τη σπανακοτυρόπιτα του και το εξαιρετικό κατσικάκι όταν έχει. Με τον ιδιοκτήτη, τον Κωνσταντίνο κάνουμε μαζί surf.

Όλα σχετίζονται πλέον με το surf: οι φίλοι, τα ταξίδια, οι γεύσεις... Όταν έκανα το πρώτο μου μάθημα surf στην Βραζιλία το 2007 με το Lucas, μου είχε πει ότι, όταν μάθω surf, θα γνωρίσω ενδιαφέροντα κόσμο και δε θα μπορώ να ταξιδεύω στην ενδοχώρα γιατί θα πηγαίνω με το κύμα. Δεν το πίστευα. Είχε δίκιο. Δεν μπορώ να κάνω ταξίδι μακριά από το κύμα. Το πιο ανεκτίμητο πράγμα που έχω στην ζωή μου είναι το surf. Αυτό που θυμάμαι  από τη Βραζιλία γαστρονομικά, και μάλιστα ήθελα να το προτείνω σε φίλο εστιάτορα, είναι ότι υπήρχε ένα  εστιατόριο το οποίο έχει ένα πάγκο σαν μπουφέ και μπορούσες να αγοράσεις φαγητό... με το κιλό: να βάλεις μισό κιλό σαλάτα ή να γεμίσεις το πιάτο σου με γλυκά ή με κρέας, σαλάτα και ένα γλυκό. Ό,τι και να βάλεις στο πιάτο, πλήρωνες το βάρος τους.

Νομίζω ότι είμαι καλός κριτής στο φαγητό γιατί το αγαπώ. Πραγματικά όταν θα ξεκινήσω να πάω σε ένα εστιατόριο, έχω πολύ ενθουσιασμό γι` αυτό.

Μου αρέσουν οι άνθρωποι που αγαπούν τη δουλειά τους και θεωρώ υποχρέωση για κάποιον που δεν του αρέσει αυτό που κάνει, είτε μαγειρεύει, είτε σερβίρει να βρει να κάνει κάτι άλλο. Το ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν κουραστεί από αυτό και δεν θέλουν να το κάνουν, το αναγνωρίζω κατευθείαν, με θλίβει και με θυμώνει.

Διεκδικώ το καλό φαγητό. Κάποτε, ο μεγαλύτερος ίσως έρωτας της ζωής μου, με είχε κοιτάξει στα μάτια και μου είχε πει «είσαι πολύ μάγκας στο φαγητό». Μου είχε αρέσει πολύ αυτή η ατάκα. Και νομίζω ότι το πιστεύω. Τελικά...»

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση

KOSTAS MATSOUKAS - 26 Φεβρουαρίου 2014

και φαγητό για τον big Χραν, όπου το "big" αναφέρεται στη καρδιά του!