Αργυρώ Μποζώνη

06 Νοεμβρίου 2013
Τάσος Μητσελής
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από εκείνο το βράδυ που ακούγαμε με ένα φίλο μου την "Οδό Αριστοτέλους" και τον ρώτησα περιπαιχτικά:"ποια λες να είναι αυτή η Αργυρώ του τραγουδιού;" "Που θες να ξέρω μωρέ;Η Αργυρώ Μποζώνη." μου απάντησε.

Κατάλαβα από το ύφος του πως κάποια γνωστή του καλιτεχνικού χώρου θα είναι αυτή η κυρία που μου διαφευγει της προσοχής γιατί ήμουν και φρέσκος στην πρωτεύουσα. Δεν το συνέχισα μην εκτεθώ κιόλας. Τότε άκουσα πρώτη φορά το όνομα της και μου εντυπώθηκε. Με τον καιρό κατάλαβα πως την ξέρει σχεδόν όλη η Αθήνα.

Άνθρωπος και επαγγελματίας του Θεάτρου ασχολήθηκε με αυτό ουσιαστικά κάνωντας επικοινωνία σε παραστάσεις για είκοσιπέντε χρόνια. Άνθρωπος του λόγου,των γραμμάτων και των τεχνών έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς κείμενα διαμάντια σε διάφορα έντυπα με κεντρικό άξονα τον πολιτισμό ασφαλώς.

Το Showtime της μαζί με την Ματούλα Κουστένη στην Lifo.gr καίει καρδιές κάθε Πέμπτη και επί ημερών της το πολιτιστικό κομμάτι της εφημερίδας διάγει την δημιουργικοτερή του φάση. Έχει ανοίξει και ένα μικρό και πανέμορφο καφέ μπαρ, στην Κολωκοτρώνη,το "9". Που για να λέμε του στραβού το δίκιο για να φιλοξενήσει σε ένα χώρο τους ανθρώπους που την αγαπούν,την εκτιμούν και τη διαβάζουν θα έπρεπε να νοικιάσει πλατεία και όχι μαγαζί. Η σχέση της με το φαγητό; Πλατωνική μάλλον. Σαν κάποιους ρομαντικούς και ανεκπλήρωτους έρωτες:

Οταν διάβασα το μήνυμα του Τάσου για να γράψω για φαγητό, σκούντηξα τη Ματούλα, το έτερον μου ήμισυ στο Showtime, η οποία ξεσυγκεντρώθηκε αυτομάτως από τη μαγεία των βιολιών της Ορχήστρας της Βουδαπέστης, το διάβασε με ορθάνοιχτα μάτια και μου είπε κουνώντας το κεφάλι με απόγνωση: «Ωραία, θα γελάσουν και τα κουφώματα». Επειδή είναι στοίχημα ζωής για εκείνη να τραφώ –έστω και μια μέρα στη ζωή μου με κάτι υγιεινό. Ενα σωστό φαγητό. Της έχω υποσχεθεί να τρώω ένα φρούτο την ημέρα, και μέχρι σήμερα έχω φάει (συνολικά) οκτώ αχλάδια, δηλαδή σχεδόν όλα τα φρούτα της χρονιάς και λέω να σταματήσω το πρόγραμμα.

Για να (μη) σοβαρευτούμε. Δεν έχω σχέση με το φαγητό. Στο πατρικό μου σπίτι , το θέμα μαγειρική δεν κυριαρχούσε ποτέ. Δεν υπήρχε αυτή η χρυσοχέρα μάνα που φτιάχνει ανυπέρβλητα κοκκινιστά και μιλανέζες για να μη μιλήσω για τα γλυκά. Κυρίως τα μελομακάρονα, θα μπορούσαν να φτάσουν άνετα στον παγκόσμιο τελικό πινγκ-πονγκ ως αθάνατα, άθραυστα μπαλάκια. Αυτά.

Όσες φορές έχω μαγειρέψει στη ζωή μου κι εγώ με τη σειρά μου το έκανα για την παρέα, για την ατμόσφαιρα, για τις κουβέντες και τους φίλους μου. Από αυτά τα τραπέζια τις ιστορίες θυμόμαστε και όχι τα φαγητά. Είναι λοιπόν μυστήριο για έναν άνθρωπο σαν εμένα που καταναλώνει κυρίως τυρόπιτες, νουντλς σε φακελάκια, τσιπς Τσακίρης κλασικά και παστάκια -όπου βρει φρέσκα-, η αγάπη του για την ανάγνωση και την περιγραφή φαγητών.

Κυρίως στη λογοτεχνία. Από όλο το «Θεώρημα του Παπαγάλου» περισσότερο θυμάμαι το οσομπούκο, το οποίο δεν έχω δοκιμάσει ποτέ. Από όλη τη μεγάλη βιογραφία της Αντόνια Φρέϊζερ για τη Μαρία Αντουανέττα πιο πολύ θυμάμαι τα λουδοβίκεια φαγητά. Πολλά συκώτια, πολλά εντόσθια και πολλά γεμιστά και δεν εννοώ ντομάτες αλλά γουρούνια. Τις «εγκληματικές» συνταγές της Αγκάθα Κρίστι, περισσότερο από τα ίδια τα εγκλήματα. Από την "Υβόννη,πριγκίπισσα της Βουργουνδίας", το πρώτο θεατρικό έργο του Γκομπρόβιτς, αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το άγνωστο τότε ψάρι πέρκα, γιατί ένα κοκαλάκι είχε σταθεί στο λαιμό της πριγκίπισσας. Τρομερά εξωτικό. Δε θα μιλήσω για τα βιβλία, τα ειδικά γραμμένα για μαγειρική σαν την Αφροδίτη της Αλιέντε ή το σαν Νερό σε Καυτή σοκολάτα. Αλλά από την Ρόζαμουντ Πίλτσνερ μέχρι το «Στομάχι του Παρισιού» του Ζολά και ειδικά στις σκηνές που χτυπάνε τα βούτυρα στην αγορά της Αλ, αυτές οι σκηνές μου είναι οι αλησμόνητες.

Δεν έχω αγοράσει ποτέ βιβλία ή περιοδικά μαγειρικής αλλά όταν ήμουν παιδί διάβαζα με ευλάβεια τα εβδομαδιαία μενού της Χρύσας Παραδείση στη Γυναίκα της δεκαετίας του 70 , χωρίς ποτέ να λιγουρευτώ ούτε ένα από τα φαγητά, αργότερα τα κομμάτια της Μαρίας Χαραμή και μέχρι σήμερα τα Ημερολόγια Κουζίνας.Είναι το πρώτο πράγμα που διαβάζω στη Lifo, όπως άλλοι διαβάζουν τα ζώδια και πολύ πριν γνωρίσω τον Μιχάλη Μιχαήλ.

Σε μια εποχή που το φαγητό είχε αρχίσει να γίνεται για μένα δύσκολο και ακατανόητο με όλα τα καινούργια στοιχεία που είχαν μπει στα μενού και τις κουζίνες και είχα καταντήσει σχεδόν κομπλεξική όταν πήγαινα σε εστιατόριο και διάβαζα ένα σκασμό άγνωστες λέξεις, τα Ημερολόγια ήταν (και παραμένουν) το πιο φιλικό «κουζινικό» μου ανάγνωσμα. Σε έναν κόσμο γεμάτο γνώστες και ειδικούς που σου σηκώνουν το δάχτυλο, αυτά τα Ημερολόγια έχουν το χάρισμα, να σου κλείνουν το μάτι, να σου λένε «κάντο είναι εύκολο», να σου μεταφέρουν αγάπη και θέρμη, ισότιμη αντιμετώπιση και να σου πλημμυρίζουν τις αισθήσεις με γεύσεις και μυρωδιές.Φυσικά τα απολαμβάνω κάθε Πέμπτη πρωί μασουλώντας την τυροπιτούλα μου.

Είμαι μεσήλικας πια και στη ζωή δε χρειάζομαι πολλά για να αισθανθώ χαρούμενη. Είμαι ευγνώμων επειδή μπορώ και κάνω αυτά που αγαπώ. Στην πραγματικότητα, δε χρειάζομαι παρά ελάχιστα. Όμως θεωρώ ύψιστη πολυτέλεια ένα πιάτο ζεστό καλομαγειρεμένο φαγητό.Το έχω εξομολογηθεί πολλές φορές στην Εύη Φέτση και όταν διαβάζω τις γαστρονομικές της περιπέτειες αναρωτιέμαι ειλικρινά πως αντέχει τόοοσο φαί.

Ομως αγαπώ και τον τρόπο που γράφει για το φαγητό και τις υπόλοιπες πολυτέλειες στο Blond (con)fusion,  μικροπράγματα, φρέκα λουλούδια, κεριά και απαλά υφάσματα. Είναι οι στιγμές της ημέρας που θα ήθελα να ήμουν οικοδέσποινα. Η άλλη μεγάλη πολυτέλεια είναι να καταφέρνω να τρωγοπίνω με τους ανθρώπους που αγαπώ.Μου αρέσουν τα μαγειρευτά του Οικονόμου στα Πετράλωνα και το κορεάτικο Dosirak στο Σύνταγμα. Πρόσφατα πήγα και στο "καινούργιο" Αλάτσι! Και αυτό μέσα.

Μπορεί να μην έχω ιδέα από ζουλιέν, μους, σωτέ και αφρούς, αλλά έχω μια βασική αρχή, την οποία τηρώ αυστηρά. Δεν τρώω ποτέ με ανθρώπους που δεν αγαπώ και δεν εκτιμώ. Μπορεί να κοιμηθώ με έναν άγνωστο, να ταξιδέψω με έναν άγνωστο, να εργασθώ, αλλά δε θα φάω ποτέ μαζί του.

Το φαγητό είναι τελικά ιερό, σχεδόν πράξη συνωμοσίας. Για μένα δε νοείται να στρωθεί ένα τραπεζομάντιλο και οι άνθρωποι που κάθονται γύρω - γύρω να μη συνδέονται. Να λένε ανέκδοτα επειδή λείπει κάθε άλλη αφήγηση. Να μην αγαπούν και πιστεύουν τους απέναντί τους. Το θεωρώ αδιανόητο. Στο τραπέζι έχουμε πει τις καλύτερες ιστορίες.  Μικρά και μεγάλα μυστικά. Έχουμε τσακωθεί και έχουμε συμφιλιωθεί ακριβώς πριν το γλυκό. Έχουμε κάνει εξομολογήσεις. Έχουμε τσουγκρίσει τα ποτήρια μας και έχουμε ευχηθεί.

Αν στο τέλος, η ζωή μας περνάει μπροστά από τα μάτια μας, σε σκηνές, σαν ταινία, εύχομαι η σκηνή σε ένα τραπέζι με τα λαμπερά πρόσωπα των φίλων μου γύρω-γύρω να είναι μια από αυτές.  Ως αντίδωρο της φιλοξενίας σας, ιδού πέντε βιβλία με αλησμόνητες συνταγές που αγαπώ πολύ:

"Ρέκβιεμ" του Αντόνιο Ταμπούκι

"Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" του Ίταλο Καλβίνο "Το Κοιμητήριο της Πράγας" του Ουμπέρτο Εκο,

  “Το Μαύρο Τραγούδι της Μασσαλίας” του Ζαν- Κλοντ Ιζό  (σε όλη την τριλογία ο ντετέκτιβ Φαμπιό Μοντάλ μαγειρεύει συνεχώς)

“Η Πανδαισία της Μπαμπέτ" , από το βιβλίο "Ανέκδοτα του Πεπρωμένου" της Κάρεν Μπλίξεν

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση