Ντόγια Καρολίνη

11 Οκτωβρίου 2017
Μικαέλα Θεοφίλου
Η δημοσιογράφος που κρύβεται πισω από το πολύ επιτυχημένο The 6 Million Dollar Story μοιράζεται μαζί μας μια μέρα της στο πιάτο.
  • ΝΤΟΓΙΑ ΚΑΡΟΛΙΝΗ | Η Μέρα μου στο Πιάτο
Η Ντόγια Καρολίνη έχει γράψει για κάποια από τα πιο θρυλικά περιοδικά στην Ελλάδα ανάμεσα στα οποία τη Vogue και το Status, όμως δεν γράφει πια για τα κλασικά ΜΜΕ. Γράφει για τον digital κόσμο (της) μέσα από το το site της, το 6 Million Dollar Story, όπου συλλέγει όλα όσα θεωρεί μοναδικά και πολύτιμα σ’ αυτή τη ζωή: ανθρώπους, ιστορίες, αντικείμενα και φυσικά φαγητά.

Είναι λάτρης της πάστα και των ψαρικών αλλά στο γαστρονομικό της ημερολόγιο μας αποκαλύπτει και άλλα νόστιμα γαστρονομικά της ενδιαφέροντα…


"Η μέρα μου ξεκινάει με δυο συνεχόμενους espresso lungo – με λίγες σταγόνες γάλα αμυγδάλου μέσα (χωρίς σιρόπι αγάβης, το σκέτο). Πατάω το κουμπί της μηχανής Nespresso πριν καν ανοίξουν τα μάτια μου.

Μέρες που έχω χρόνο και τις νιώθω σαν Κυριακή, βάζω μουσική δυνατά και φτιάχνω μια ομελέτα ή αβγόφετες με μέλι. Μέρες που νομίζω πως δεν θα προλάβω τίποτε, αρκούμαι σε ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι.

Ζω από τα 18 μόνη μου. Που σημαίνει πως ξέρω να μαγειρεύω από ανάγκη επιβίωσης. Έξι χρόνια στη Γερμανία, όπου η κορύφωση της κουζίνας ήταν το Βιεννέζικο σνίτσελ, το Ουγγαρέζικο γκούλας και τα οχτακόσια είδη Βαυαρέζικων λουκάνικων (με highlight το φθινόπωρο τον έναν μήνα καταναγκαστικής σπαραγγοφαγίας με σος Ολαντέζ) ήταν αρκετά για να με κάνουν να αγαπήσω, να σέβομαι και να τιμώ στην κατσαρόλα την Ελληνική κουζίνα – της μαμάς.

Αγαπώ τα όσπρια σε σούπα, τα βραστά χόρτα και τα ψητά λαχανικά. Τα φρούτα ανεξαρτήτου εποχής (αλλά τα πιο λατρεμένα είναι τα καλοκαιρινά). Τη ρίγανη. Το λεμόνι. Τα πιπέρια όλων των ειδών και χρωμάτων. Από παιδί έχω μια σχέση λατρείας με τον γνήσιο, πολλαπλής συμπύκνωσης τοματοπελτέ, είναι φετίχ. Και θα μπορούσα, θεωρητικά, να τρέφομαι αποκλειστικά με τυριά κάθε είδους και καταγωγής (αν και μέχρι τα 30 μου αναγνώριζα μόνο το «κασέρι» και τη «φέτα», ναι είμαι γέννημα-θρέμα Θεσσαλονικιά).

Όποτε έχω χρόνο μαγειρεύω ταυτόχρονα 2-3 διαφορετικά φαγητά για να έχω έτοιμα πιάτα τις επόμενες μέρες. Και για να αποφύγω το ντελίβερι εκείνη τη στιγμή της κολάσεως που νομίζεις πως από την πείνα θα φας την πόρτα του ψυγείου.

Και καμιά φορά υπάρχουν μέρες και εβδομάδες που το μόνο που θέλω είναι φρέσκο χωριάτικο ψωμί ή σικάλεως, και λίγες ελιές και τομάτες (λατρεύω όλα τα είδη τομάτας, από την κίτρινη, ως την τσέρι και τη ρόμα, δεν μπορώ να ξεχωρίσω αγαπημένη). Και είμαι ευτυχισμένη.

Αν πρέπει να το παραδεχτώ, θα το κάνω. Ενήλικες είμαστε. Ορίστε. Δεν κατάφερα ποτέ να φτιάξω έναν μουσακά της προκοπής. Ούτε κολοκυθάκια γεμιστά αυγολέμονο. Όσο και αν τα αγαπώ, όσο και αν τα έχω παλέψει. Αλλά αυτό που με κλειστά μάτια πετυχαίνει κάθε φορά είναι η ψαρόσουπα.

Δε χρειάζεται καν να προσθέσω το αυτονόητο: πως κάθε μιλιγκράμ και εκατοστό του σώματός μου είναι πιθανότατα καρπός όλων των μακαρονάδων που από παιδί αγκάλιασα με πάθος. Από εκείνες με κέτσαπ στο δημοτικό, μέχρι τις φτωχικές με ελαιόλαδο, σκόρδο και τσίλι των φοιτητικών ετών, τις αθάνατες Ναπολιτέν και Μπολονιέζ της μαμάς, τις Πουτανέσκα της αδερφής μου ή αυτές με τόνο του καλύτερού μου φίλου. Τουλάχιστον δύο μέρες, αν όχι τρεις, της εβδομάδας, τους ανήκουν με αγάπη ως σήμερα.

Υπάρχει, φυσικά, ένα πιάτο που από τότε που με θυμάμαι, μισώ με πάθος. Η μαγειρίτσα. Οπότε κάθε βράδυ Ανάστασης είναι για μένα ένας προσωπικός βασανισμός.

Μου αρέσει να δοκιμάζω τα πάντα, εκτιμώ τη Μοριακή κουζίνα, όταν βρίσκω ευκαιρία να «παίξω» μαζί της. Αλλά στα μάτια μου (και το στομάχι μου) είναι ακριβώς αυτό: ένα παιχνίδι, ένας τρόπος διασκέδασης. Για ένα βράδυ. Μία φορά. Δεν μου λείπει ποτέ, δεν την αναζητώ.

Είμαι ο άνθρωπος που ζητά από τον Μποτρίνι μακαρονάδες μαμάς. Ενώ όλοι απολαμβάνουν τα ομοιώματα τέχνης πιάτα του. Και ο Έκτορας γελάει. Αντίθετα, μου αρέσουν οι καθαρόαιμες έθνικ κουζίνες (μη δω σκοτεινό Ινδικό, θέλω να μπω μέσα). Και οι πειραγμένες κουζίνες που παντρεύουν εθνότητες μαζί με υλικά. Έτσι, χειροκροτώ το Nolan. Και το Matsuhisa. Όπως και το Pantera Negra.

Πιστεύω ακράδαντα πως κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσουμε να ονομάζουμε τον λαπά «ριζότο», εκτός αν όντως είναι. Επίσης θα ήθελα να εξαφανίζονταν από προσώπου γης τα «κριθαρότο» και τα «τραχανότο». Αλλά και η γκρανόλα, μαζί με όλα όσα μοιάζουν με τροφές πτηνών στην υφή και γεύση.

Για μένα το φαγητό ήταν πάντα ιεροτελεστία οικογενειακή. Διαρκούσε ώρες. Και είχε χρώματα και άρωμα Σμύρνης. Τα φοιτητικά χρόνια μετουσιώθηκε σε μοναχική συνήθεια – άρρηκτα συνδεδεμένη με αναμνήσεις και καμιά φορά δακρυάκια και εκείνη την αίσθηση ότι σου λείπουν οι δικοί σου άνθρωποι. Τόσο που δεν παίρνεις ανάσα. Οπότε βουτάς στην κατσαρόλα για να καλύψεις τουλάχιστον μία από τις αισθήσεις της ζέστας, δίπλα τους. Αλλά πάντα στο «όρθιο», ποτέ καθισμένης σε τραπέζι τότε, για να μη νιώθω πως είναι άδειο.

Όταν ήρθα στην Αθήνα το 2008, μεταμορφώθηκε σε μέσο γνωριμίας με έναν τόπο ξένο και οικείο ταυτόχρονα. Στην αρχή. Αργότερα, μετά τα 30, βρήκα και τον εαυτό μου, και τις συνήθειες που με κάνουν ευτυχισμένη. Τότε ξανασυναντήθηκα στην κουζίνα με τις κατσαρόλες, και γνωριστήκαμε, ουσιαστικά, από την αρχή ξανά.

Σε αυτή την πόλη έμαθα να αγαπώ το Τραβόλτα και την Κουκουβάγια. Όχι μόνο για τα πιάτα, αλλά και για τους ανθρώπους τους. Όπως στη Χαλκιδική, αγαπημένο μέρος παιδικών διακοπών, με τα πιο κρυστάλλινα νερά που έχω δει ποτέ, αγαπώ τη «Μπουκαδούρα». Στη Θεσσαλονίκη τη «Μούργα» και το «Ο Μέτρ και η Μαργαρίτα». Στην Τήνο το «Θαλασσάκι» και το «Italia». Στις Σπέτσες, όλα όσα φτιάχνει με τα χεράκια του ο σεφ Σταμάτης Μαρμαρινός του Poseidonion Grand Hotel (έχει μείνει στην ιστορία το βράδυ που μου έφερε ψαρόσουπα, κι εγώ ενθουσιάστηκα τόσο που πήγα πίσω στην κουζίνα, ήταν και περασμένα μεσάνυχτα, και του ζήτησα την κατσαρόλα ολόκληρη).

Τελικά, κοιτάζοντας όσα έγραψα, είμαι βέρος Μεσογειακός τύπος. Ωραίες οι δοκιμές, υπέροχες οι νέες περιπέτειες, αναγκαίες, αλλά πάντα γυρίζω στο γνώριμο, στο «σπιτίσιο», στο «ζεστό». Στα θαλασσινά και τις μακαρονάδες, στα όσπρια και τα λαχανικά, στην Ελληνική κουζίνα, όταν αυτή παντρεύεται την Ιταλική και την Ισπανική και κάνουν μαζί θαύματα. Από μια έμφυτη ανάγκη του «μαζί», νομίζω. "

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση

ΡΕΝΑΤΑ ΠΑΓΑΡΕΜΟΥ - 13 Οκτωβρίου 2017

Κι εγώ εχω βαρεθεί να βλέπω σ όλους τους καταλόγους κριθαρότο και να τρώω ριζότο τύπου λαπά!!! Καλά τα λέεο η Ντίγια!