Η Μέρα μου στο πιάτο: Αύγουστος Κορτώ

18 Σεπτεμβρίου 2012
Μικαέλα Θεοφίλου

Θα μπορούσε να τον περιγράψει κανείς, όπως τον τίτλο του τελευταίου του υπέροχου βιβλίου του «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά», -συμπληρώνοντας και ιδιαίτερα.  Ο πολυγραφότατος και υπέροχος συγγραφέας με το φανατικό κοινό του, ως συνήθως πάντα γράφει πολύ, μεταφράζει μανιωδώς, διαβάζει ακατάπαυστα, παραδίδει μαθήματα, όταν περισσεύει χρόνος μαγειρεύει… και αποκαλύπτει με τον λατρεμένα αυτοσαρκαστικό, αφοπλιστικά ειλικρινή και τρυφερό τρόπο του, τις γαστρονομικές του μέρες και νύχτες…

«Η μέρα μου ξεκινάει πίνοντας μια τσανάκα καφέ φίλτρου, από τον πράσινο της Jacobs και καπνίζοντας μισό πακέτο τσιγάρα. Κατά κανόνα δεν τρώω πρωινό, εκτός αν αποφασίσουμε με το Κουτάβι να ξεσκιστούμε σε πίτες/μπουγάτσες/κρουασάν και τα συναφή, ή αν υπάρχουν leftovers. Είμαι ικανός να φάω από χθεσινοβραδινή πίτσα, μέχρι φασόλια μαυρομάτικα.

Δεν τρώμε σχεδόν ποτέ μεσημεριανό, αλλά αν πεινάσουμε, το αγαπημένο μας σνακ – που το ετοιμάζει θεϊκά το Κουτάβι – είναι σάντουϊτς με παστράμι και τσένταρ, σε χωριάτικο ψωμί του Paul. Ροδίζει τις φέτες του ψωμιού στο τηγάνι μαζί με λίγο παστράμι, και αντί μουστάρδας ή μαγιονέζας χρησιμοποιεί sauce béarnaise. Αν πάλι είμαστε στο δρόμο θα πάρουμε βρώμικο απ’ το ανυπέρβλητο Orange Submarine, στη γωνία της πλατείας Εξαρχείων. Όσο για καφέ αγαπημένο στέκι είναι πάντα το Ginger Ale –όπου πάω και για ένα Tanqueray & tonic το βράδυ. Τις άλλες ώρες εκεί πίνω συνήθως τον κρύο μου latte.

Κατά κανόνα προτιμούμε να μαγειρεύουμε το βράδυ και, λόγω κρίσης, τα περισσότερα… πιώματα πλέον λαμβάνουν χώρα στο σπίτι μας και σε σπίτια φίλων.  Αναλόγως με τα κέφια και τον χρόνο μας μπορεί να φτιάξουμε από πίτες και κρέατα (λεμονάτο, κοκκινιστό, κότσι στη γάστρα) μέχρι χειροποίητα νιόκι και λαζάνια. Για γρήγορες λύσεις συνήθως καταφεύγουμε σε πολυώροφα σάντουϊτς και εξαιρετικές σπιτικές κρέπες παριζιάνικης εμπνεύσεως. μαγειρεύω πολύ περισσότερο,.

Αν πάλι δεν έχουμε τίποτα στο σπίτι ή βαριόμαστε επικοινωνούμε με τα αγαπημένα μας delivery: το 24ωρο στη Συγγρού όταν μας πιάνει αιφνίδια λαχτάρα για ζυμαρικά, ο Θωμάς με τα σουβλάκια και τις σκεπαστές του, η εξαιρετική Pizza Express και τα Άγραφα με τα θαυμάσια κρεατικά τους.

Κατά κύριο λόγο είμαι λάτρης της Ιταλικής κουζίνας για την αχανή της ποικιλία και τις απαράμιλλες γευστικές ηδονές της όμως ορέγομαι και τις πλούσιες βόρειες γεύσεις και υποκύπτω εύκολα και σε έθνικ γευστικές απολαύσεις. Έτσι για εξαίσια ζυμαρικά θα πάω στα  «Πρόσωπα», για τη λατρεμένη μολοχία - την αιγυπτιώτικη σούπα από μολόχα- και το ψαρονέφρι με γάλα καρύδας θα βρεθώ οπωσδήποτε στην Αλεξάνδρεια, δίπλα από το Αρχαιολογικό μουσείο, στη Βοημία πάλι παραγγέλνω πάντα την πανένκα του Καίσαρα - ολόκληρο ψαρονέφρι γεμιστό με καπνιστό τυρί στην σχάρα, με σως μαύρα βατόμουρα και τσέχικο ρούμι-, το τρελό τυρί - παναρισμένο Ένταμ, με ταταρέζικη σάλτσα-και τα λαχταριστά κνεντλίκ.

Σε ένα εστιατόριο, εκτιμώ αφάνταστα την αβρότητα του προσωπικού, την γρήγορη εξυπηρέτηση και το καλό χύμα κρασί. Τα ακριβώς αντίθετα με διαολίζουν σε σημείο που μπορώ να σηκωθώ και να φύγω επί τόπου. Υπάρχουν ταβέρνες κι εστιατόρια που αν δεν συνέτρεχε κίνδυνος αγωγής, θα τα έκραζα με λύσσα. Γιατί για παράδειγμα, ενώ εκτιμώ τους γευστικούς πειραματισμούς, με ενοχλεί όταν γίνονται αυτοσκοπός, αν και πάνω απ’ όλα με ενοχλούν οι μικροσκοπικές μερίδες σε πελώρια πιάτα αντίστοιχα σκανδαλώδους κόστους. Υπάρχουν όμως ταβέρνες και εστιατόρια που λατρεύω… Όπως στο αγαπημένο μέρος που καταλήγουμε τα καλοκαίρια μας. Στην Αντίπαρο, όπου τις περισσότερες βραδιές απολαμβάνουμε την υποδειγματική ελληνική κουζίνα της ταβέρνας ‘Αργώ’ (που φτιάχνει και εξαιρετική Crème brûlée). Και μια που μπήκα στη λογική των ταξιδιών, είναι αδιανόητο να βρεθώ στο Παρίσι και να μη γευτώ τις μεταμεσονύχτιες κρέπες πίσω απ’ το Beaubourg, να είμαι στη Φλωρεντία και να μη απολαύσω τα ζυμαρικά με τρούφα (αγαπημένο το όρθιο ξεκοίλιασμα στην αγορά του San Lorenzo), ενώ είναι σίγουρο ότι όταν με το καλό ξαναβρεθούμε στη Νέα Υόρκη θα τιμήσουμε οπωσδήποτε το Teds Montana Grill για το απίθανο bison meat loaf.

Τα Σαββατοκύριακά μας είναι γαστρονομικά πιο ενδιαφέροντα! Διότι το ΣΚ έχουμε χρόνο να σχεδιάσουμε πιο πολύπλοκα πιάτα και να αλωνίσουμε το κέντρο για να προμηθευτούμε τα κατάλληλα υλικά. Μας αρέσει να ψωνίζουμε. Συνήθως πάω στον Σκλαβενίτη στη Χαρ. Τρικούπη, στον Βασιλόπουλο στη Μάρνη, στα ΟΚ Market σε πιο περίεργες ώρες/μέρες, στο θαυμάσιο ‘Λιβυκόν’ στην Τοσίτσα, στο Maison du fromage, στο ‘Χωριάτικο’ στην Πανεπιστημίου, και φυσικά στον Paul. Παρολ’ αυτά λόγω της κρίσης μπορεί να πάω και πέντε διαφορετικά σούπερ μάρκετ κυνηγώντας συγκεκριμένες προσφορές σε συγκεκριμένα προϊόντα. Αυτά πάντως που δεν θα λείψουν ποτέ από το ψυγείο μας είναι τα πάσης φύσεως τυριά, η Fanta Verdia, την οποία καταναλώνω σαν τρελός, σε ασύλληπτες ποσότητες, τα φρέσκα ζυμαρικά, τα αλλαντικά και το ροκφόρ που είναι αξεπέραστες εμμονές, και τα κρασιά. Πάντα κόκκινο, μόνο κόκκινο, και μόνο ξερό. Merlot κατά κανόνα, ειδάλλως Chianti, Valpolicella ή Saint-Emilion. Το λευκό με πειράζει λίγο στο στομάχι, εκτός απ’ τα πολύ ελαφριά, φρουτώδη Μοσχοφίλερα. Ωστόσο προσκυνώ και πλήθος ελληνικών κρασιών – ο Μπουτάρης, ο Γεροβασιλείου, ο Παπαϊωάννου φτιάχνουν εξαιρετικά, και καθ’ όλα προσιτά κρασιά. Το ντουλάπι μου εννοείται ότι είναι γεμάτο κυρίως από ζυμαρικά αλλά και ινδικές σάλτσες Sharwoods, σιρόπι σφενδάμου, shortbread πατατάκια Kettle και σοκολάτες, τις οποίες καταναλώνω σε οποιαδήποτε μορφή και σε ανεξέλεγκτες ποσότητες.  Λατρεύω οτιδήποτε σοκολατένιο, αν και το γλυκό για το οποίο δίνω την ψυχή μου είναι τα κανόλι του Κουταβιού, που όμοιά τους δεν έχω γευτεί πουθενά στην Ιταλία. Από ζαχαροπλαστεία αγαπώ το ‘Κοσμικόν’ για το γαλακτομπούρεκο με φύλλο κανταΐφι,  το Max Perry για τα brownies του, και βεβαίως τον Χατζή για τα χανούμ μπουρέκ και τα σοροπιαστά του, που με συντρόφευσαν στην εφηβεία και κατέστησαν υποφερτή τη διετία των πανελλαδικών.

Επειδή είμαι ένας απαιτητικός αδηφάγος τύπος που τρώει τα πάντα εκτός από συκώτι μοσχαρίσιο,  και  οπαδός του «όταν τρώμε δεν μιλάμε και το φαγητό κοιτάμε», και τον Κούντερα να μου φέρεις για ομοτράπεζο, μέχρι να κατεβάσω και την τελευταία μπουκιά ούτε που θα τον πάρω χαμπάρι. Αν ήταν όμως η τελευταία μου μέρα πάνω στη γη, το μόνο που θα μ’ ένοιαζε θα ήταν να είμαι μαζί με το Κουτάβι – κι ας τρώγαμε κρακεράκια».

Σχόλια Χρηστών

Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε για να συμμετάσχετε στη συζήτηση