Ελληνικό κρασί & «βρεφοκτονία»

30 Ιανουαρίου 2019
Ντίνος Στεργίδης
Ο Ντίνος Στεργίδης αναρωτιέται πόσα ελληνικά κρασιά καταναλώνονται χωρίς ποτέ να τους έχει δοθεί η ευκαιρία να αποκαλύψουν το δυναμικό τους.

«Τα λευκά κρασιά πρέπει να πίνονται φρέσκα, όσο πιο κοντά γίνεται στην εσοδεία τους». Η υπερβολική και εν μέρει αναληθής αυτή γενίκευση έχει εδώ και χρόνια επιφέρει στρεβλώσεις στην οινοπαραγωγή και εμπορία του ελληνικού κρασιού, με επιπτώσεις στην ποιότητα και στην οινική κουλτούρα. Επίσης, ελλείψει μύησης στην παλαίωση, πολλά κόκκινα ή γλυκά ελληνικά κρασιά σπάνια φτάνουν στο απόγειό τους.

Η κατάσταση, με δύο λόγια, έχει ως εξής: τα καλύτερα λευκά ελληνικά κρασιά έχουν τεράστια ζήτηση ενώ παράγονται σε περιορισμένες ποσότητες. Πριν ακόμα μπει το καλοκαίρι οι παραγωγοί τους τα έχουν πουλήσει όλα στους χονδρεμπόρους, οι οποίοι τα διαθέτουν με το σταγονόμετρο στους «καλούς» πελάτες τους, εστιατόρια, κάβες, ξενοδοχεία κ.λπ. Μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι η αγορά έχει «στεγνώσει», με αποτέλεσμα νη μην μπορεί να καλυφθεί η ζήτηση των εστιατορίων που διαμορφώνουν λίστες το φθινόπωρο. Οι εστιάτορες ουρλιάζουν και απειλούν πως θα πετάξουν έξω τα κρασιά αυτά από τις λίστες τους. Οι έμποροι τρομοκρατούνται και πιέζουν τους παραγωγούς να επισπεύσουν το λανσάρισμα της νέας εσοδείας. Οι παραγωγοί υποκύπτουν στον εκβιασμό και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, απελευθερώνουν μια παρτίδα πρώιμης κατανάλωσης αφήνοντας μια μεγαλύτερη ποσότητα να εμφιαλωθεί τον Φεβρούαριο/Μάρτιο. Οι εστιάτορες και οι καταναλωτές έχουν το αγαπημένο τους κρασί για τα Χριστούγεννα, end of story.

Το πρόβλημα είναι, φυσικά, πως τα κρασιά δεν είναι έτοιμα. Όχι μόνο αυτό αλλά, όπως κάποιος που μπαίνει ανάποδα σε μονόδρομο συχνά παρασύρει μαζί του και άλλα αυτοκίνητα, έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει δημιουργηθεί ολόκληρη τάση στο χώρο της εμπορίας του κρασιού, με κάβες και εστιατόρια να θέλουν να επιστρέψουν στους παραγωγούς τα κρασιά της προηγούμενης εσοδείας με το που κυκλοφορεί η καινούργια!

Σε αυτό που μόλις περιέγραψα πρέπει να προστεθεί και η πλύση εγκεφάλου που έγινε τα τελευταία χρόνια στον έλληνα καταναλωτή από όλο το κύκλωμα του κρασιού, ότι τα λευκά κρασιά «δεν παλιώνουν» (ειδικά τα ελληνικά!) και πως πρέπει να πίνονται σε όσο πιο νεαρή ηλικία γίνεται. Είναι αλήθεια πως όταν ξεκίνησε η  «αναγέννηση» του ελληνικού κρασιού, τα νέα κρασιά που ανέτειλλαν στον ορίζοντα, όπως εκείνα του Βαγγέλη Γεροβασιλείου και του Άγγελου Ρούβαλη, ήταν τόσο συγκλονιστικά διαφορετικά από ό,τι υπήρχε μέχρι τότε, που το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμασταν όλοι ήταν να τα παλαιώσουμε. Η διαφορά τους ήταν αυτή ακριβώς η φρεσκάδα και η αίσθηση του φρουτώδους, στοιχεία που έπρεπε να επικοινωνηθούν. Στοιχεία που κινδύνευαν να χαθούν εάν το κρασί «έμενε», πόσο μάλλον σε αμφίβολες συνθήκες αποθήκευσης. Σύντομα, όλος ο ελληνικός αμπελώνας έφτιαχνε λευκά κρασιά που τόνιζαν τη φρεσκάδα και το φρούτο.

Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει αλλάξει. Τα μέτρια κρασιά έγιναν καλά και τα καλά καλύτερα. Όπως αποδεικνύουν πολλές «κάθετες» γευστικές δοκιμές που γίνονται δεξιά και αριστερά, πολλά λευκά ελληνικά κρασιά θα μπορούσαν να παλαιώσουν για μερικά χρόνια στη φιάλη και σίγουρα πολλά είναι αυτά που όχι μόνο δεν θα έχαναν αλλά θα κέρδιζαν κιόλας εάν έμεναν ένα χρόνο στη φιάλη πριν ανοιχτούν.

Το ιδανικό θα ήταν να δοθεί η ευκαιρία στους οινοποιούς να κρατήσουν τα κρασιά τους μια χρονιά πίσω, δηλαδή το φθινόπωρο να έβγαινε στην αγορά η εσοδεία της προηγούμενης χρονιάς. Κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να γίνει, αν και σιγά-σιγά παρατηρούνται κάποιες αλλαγές.

Το πρόβλημα της «βρεφοκτονίας» υφίσταται και για άλλες κατηγορίες ελληνικών κρασιών όπως τα κόκκινα και τα γλυκά. Σε πολλές γευστικές δοκιμές που έχουν οργανωθεί τελευταία, όλοι μένουν με το στόμα ανοιχτό μπροστά στις προοπτικές βελτίωσης που εμφανίζουν τα κόκκινα ελληνικά κρασιά αν έχεις την υπομονή να τα περιμένεις.