Οι 6 μύθοι του ελληνικού ελαιολάδου

15 Σεπτεμβρίου 2017
Στην Ελλάδα το ελαιόλαδο θεωρείται ο πράσινος χρυσός και πολύ σωστά ή μάλλον περίπου ή ναι πράσινος χρυσός αλλά για ποιους, και πότε, και πως;

Θεωρώ πως πλέον η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε ένα επίπεδο ωριμότητας που μπορεί να αρχίσει να συζητά θέματα ταμπού όπως είναι το ελαιόλαδο και η ποιότητα του. Αν κάνω λάθος τότε την πάτησα, εάν όμως έχω δίκιο τότε ξέρω πως η συζήτηση αυτή μόνο καλό μπορεί να κάνει στο πιο εμβληματικό προϊόν της χώρας μας και να βοηθήσει τους ολοένα και περισσότερους καλούς παραγωγούς μας. Ας δούμε λοιπόν συνοπτικά τους βασικούς μύθους γύρω από το ελαιόλαδο μας.

Το χρώμα είναι σημαντικό. Δυστυχώς το χρώμα του ελαιολάδου δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στην ποιότητα του ελαιολάδου. Για το λόγο αυτό τα ποτηράκια γευσιγνωσίας είναι μπλε ώστε να μην διακρίνεται το χρώμα επηρεάζοντας την γευσιγνωσία. Η επίδραση του χρώματος είναι καθαρά ψυχολογική.

Ο τενεκές από το χωριό είναι το καλύτερο ελαιόλαδο. Δυστυχώς η διακίνηση ελαιολάδου σε 17λιτρο τενεκέ δεν επιτρέπεται στην λιανική και αυτό για τον πολύ απλό λόγο πως το ελαιόλαδο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στον αέρα με αποτέλεσμα η παραμονή για μεγάλο διάστημα στον τενεκέ και η ροή αέρα σε κάθε άντληση να το αλλοιώνει.

Το καλύτερο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο έχει οξύτητα κάτω από 3. Η οξύτητα αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου για να χαρακτηριστεί έξτρα παρθένο, αλλά η ποιότητα ενός ελαιόλαδου κρίνεται κυρίως από τα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά, δηλαδή από το φρουτώδες, το πικρό και το πικάντικο καθώς και την απουσία ελαττωμάτων. Φρουτώδες σημαίνει την ποιοτική, αρωματική και γευστική παρουσία του καρπού της ελιάς, ενώ το πικρό και το πικάντικο δηλώνει την ύπαρξη πολυφαινολών, σημαντικών για την υγεία μας. Έτσι, η οργανοληπτική εξέταση μαζί με την εργαστηριακή ανάλυση, μέρος της οποίας είναι και η οξύτητα, δηλώνουν την ποιότητα ενός ελαιολάδου.

Έχω ένα λάδι κορυφαίο που πάει παντού. To κάθε ελαιόλαδο, και όχι το λάδι, διαθέτει διαφορετικά χαρακτηριστικά που επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Έτσι, κυκλοφορούν ελαιόλαδα αρκετά αρωματικά, άλλα πιο πικρά, άλλα αρκετά πικάντικά, άλλα ουδέτερα κ.ο.κ. Καθώς τα χαρακτηριστικά αυτά επηρεάζουν πολύ το φαγητό μας θα πρέπει να χρησιμοποιούμε ελαιόλαδο ανάλογα με την χρήση που επιθυμούμε. Δύσκολα ένα ελαιόλαδο ταιριάζει με όλες τις γεύσεις και όλους τους τρόπους μαγειρέματος. Μια συνήθης πρακτική είναι να προμηθευόμαστε ένα ελαιόλαδο για μαγείρεμα και ένα για φινίρισμα δηλαδή για την προσθήκη σε σαλάτες ή στο τέλος του μαγειρέματος εκλεπτυσμένων πιάτων. 

Η Κορωνέικη είναι η καλύτερη ποικιλία στον κόσμο. H Κορωνέικη είναι μια από τις πιο γνωστές και εν δυνάμει καλές ποικιλίες στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός πως η ποικιλία είναι ένας παράγοντας που μπορεί να καθορίσει την ποιότητα ενός ελαιολάδου εντούτοις, ο σημαντικότερος παράγοντας είναι οι σωστές πρακτικές καλλιέργειας, συγκομιδής και ελαιοκόμησης, δηλαδή σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Έτσι, το terroir, το κλάδεμα, η περίοδος συγκομιδής, ο χρόνος συγκομιδής, ο τρόπος και ο χρόνος μεταφοράς στο ελαιοτριβείο, οι θερμοκρασίες, το ελαιοτριβείο και πολλές ακόμη παράμετροι μπορεί να δώσουν εξαιρετικά αποτελέσματα ανεξαρτήτως ποικιλίας.  

Έχουμε το καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος ενδογενής μύθος που δεν συνάδει με την παγκόσμια πραγματικότητα. Πρώτα θα πρέπει να ορίσουμε την έννοια του καλύτερου. Καλύτερο για ποιον; Για τον Αμερικανό καταναλωτή, τον Γερμανό, τον Ιταλό ή τον Κινέζο; Η απάντηση σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Καλύτερο ως τι; Ως γεύση, ως ποιότητα, ως συσκευασία, ως οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, ως φάρμακο;  Και εδώ οι απαντήσεις διαφέρουν. Γενικά λοιπόν μπορούμε να πούμε πως δεν έχουμε το καλύτερο ελαιόλαδο στον κόσμο αλλά εν δυνάμει μπορούμε να παράγουμε υψηλής ποιότητας ελαιόλαδο. Αν ακολουθήσουμε σωστές πρακτικές ελαιοκόμησης, σωστές πρακτικές κατανάλωσης πρώτα εμείς οι ίδιοι, σωστή προώθηση του προϊόντος και σωστή χρήση, τότε το ελληνικό ελαιόλαδο σίγουρα θα συμπεριληφθεί στα κορυφαία του κόσμου για την ποιότητα, τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και γιατί όχι τις ευεργετικές ιδιότητες του. Μέχρι εκεί όμως έχουμε αρκετό δρόμο ακόμη, αρκεί να αναλογιστούμε πως, αντίθετα με το ότι πιστεύουμε, στο ευρύ παγκόσμιο καταναλωτικό κοινό το ελληνικό ελαιόλαδο είναι άγνωστο.