Από τον αρχαίο δίπυρο άρτο στο σύγχρονο μπισκότο

21 Απριλίου 2015
Χάρης Τζαννής
Η γαστρονομία ως μέρος του πολιτισμού μιας χώρας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με στοιχεία όπως η γλώσσα, η τέχνη, η θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα ενός λαού.


Η ετυμολογία των λέξεων αποτελεί συχνά μέρος ενός συναρπαστικού ταξιδιού για την αποκωδικοποίηση και κατανόηση του φαγητού μας καθώς μας προσφέρει μια πηγή για τη γνώση της εξέλιξης του στο χρόνο.

Στην αρχαιότητα λοιπόν ένα από τα πιο δημοφιλή παρασκευάσματα ήταν ο δίπυρος ή διπυρίτης άρτος που πήρε το όνομά του από τη διαδικασία παραγωγής καθώς ψηνόταν δύο φορές. Με τον τρόπο αυτό δεν μούχλιαζε και διατηρούταν για περισσότερο καιρό. Μερικούς αιώνες αργότερα ο Ρωμαίος μάγειρας και συγγραφέας συγγραμμάτων μαγειρικής Πάξαμος παρουσίασε μια βελτιωμένη πρόταση του δίπυρου άρτου με αποτέλεσμα να συνδεθεί το όνομα του με το παξιμάδι που ξέρουμε έως σήμερα.

Το παξιμάδι αποτέλεσε ένα από τα βασικά διατροφικά στοιχεία των ναυτικών και των στρατιωτών καθώς είχε τη δυνατότητα να διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ περιείχε μεγάλη θρεπτική αξία σε μικρό όγκο. Τα γλυκά παξιμάδια χρησιμοποιούσαν σαν γλυκαντική ουσία το μέλι που σιγά σιγά άρχισε να αντικαθιστάται από τη ζάχαρη ενώ κατά το Μεσαίωνα επικράτησε για τα περισσότερα από αυτά η ονομασία μπισκότο [biscotto, bis+coctus] που στα λατινικά σημαίνει ψημένο δύο φορές.

Οι φίλοι μας οι Βρετανοί που καθιέρωσαν τη συνήθεια του απογευματινού τσαγιού, προχώρησαν και στην βιομηχανοποίηση της παραγωγής των μπισκότων, στις αρχές του 19ου αιώνα, ενεργοποιώντας στην Ευρώπη την άνθιση της μπισκοτοποιίας όπου Ιταλοί, Γάλλοι, Ελβετοί, Βέλγοι και Γερμανοί, κατόπιν, παρουσίασαν μπισκότα με βούτυρο, ξηρούς καρπούς, βότανα και σοκολάτα.

Σήμερα το διπλοφουρνιστό κομμάτι ζύμης αποτελεί συνοδευτικό με ποικίλες μορφές και ονομασίες είτε σαν άρτος [παξιμάδι, ντάκος, κριθαροκούλουρα, κράκερ, κ.ά], είτε σαν γλύκισμα [μπισκότο, cookies, κουλούρι, κ.ά], ενώ η ελληνική παραγωγή ανθεί και βασιλεύει.   

Χάρης Τζαννής, Fnl-guide.com