Hotel Chocolat

30 Σεπτεμβρίου 2015
Κωνσταντίνος Ακύλας
«Σου έφερα κάτι μικρό από το Λονδίνο, άνοιξέ το μόλις φτάσεις σπίτι, είμαι σίγουρη ότι θα σου αρέσει» είπε με συνωμοτικό χαμόγελο η Ρουθ.


Σαν έτοιμο από καιρό, το ένστικτο του εξαρτημένου ανθρώπου γνώριζε πολύ καλά ποιο ήταν το περιεχόμενο της σακούλας. Λαχανιασμένος έφτασα με γοργά βήματα σπίτι, με τέτοια βιασύνη και λαχτάρα σαν να πήγαινα τελευταίος σε επιτυχημένο πάρτι που δεν ήθελα να χάσω άλλο ένα λεπτό από τη ματαιοδοξία του.  Το διάφανο σελοφάν που περιτύλιγε το ροζ κουτί-μπιζουτιέρα ήταν μονοκόμματο. Γεννημένο να με ταλαιπωρήσει, δεν είχε καμία ένδειξη εγκοπής. «Χα!» αναφώνησα ήδη αυθυποβεβλημένος. Έτρεξα στην κουζίνα, άρπαξα ένα κοφτερό μαχαίρι και με σταθερές, χειρουργικές κινήσεις ξεφορτώθηκα το σελοφάν και έσυρα προς τα πάνω το βελούδινο καπάκι με την επιγραφή “Hotel Chocolat”. Όσο πιο καπιταλιστική η χώρα παραγωγής, τόσο πιο πρόστυχα τα κουτιά. Η Κίνα έχει μείνει πίσω μιμούμενη αυθεντική έμπνευση αισθητικής, σκεφτόμουν ενώ ξεπρόβαλλαν μπροστά μου είκοσι επτά μικρές ξεδιάντροπες πόρνες σε τρεις σειρές των εννέα. Επειδή όμως εκτός από συγγραφέας είμαι και άνθρωπος,  η μεσαία σειρά ήταν go-goboys. Φωνές, αλαλαγμοί, «πάρε με τώρα» φώναζαν σχεδόν όλα τα πορνίδια μαζί, «εμένα με τα πλουσιότερα μπαλκόνια» διέταζε αισθησιακά μια λευκή τρούφα σε σχήμα καρδιάς με τραγανή φράουλα στη γέμιση. «Εγώ όμως, έχω του κοιλιακούς τους Σάκη» είπε ένας μπίτερ κύβος που έκρυβε μους πορτοκαλιών Βαλέντσια.

Αποφάσισα στην εκδήλωση του σημερινού εθισμού μου να είμαι στρέιτ, και ενέδωσα στην μπαλκονάτη λευκή σοκολάτα με την τραγανή γέμιση από φράουλα. Κρακ, σλουρπ, γιαμ, γιαμ. Και μετά μια μπαλίτσα σοκολάτας γάλακτος με βατόμουρα, και μετά ο μπίτερ κύβος και μετά η τρούφα με τα λάιμ, η πραλίνα με το  μάρσιπαν, και ξανά η τρούφα χωρίς λάιμ αυτή τη φορά αλλά με πουρέ από κεράσια. Ο Άντονι Πέρκινς  μαχαιρώνει την τύπισσα στο ντους τριάντα δύο φορές, σαράντα τέσσερεις φορές, ξανά και ξανά. Ασταμάτητα. Κι άλλες μαχαιριές, κι άλλες κι άλλες. Τα είκοσι επτά πορνίδια εξαφανίστηκαν. Συνήθως άφηνα το τελευταίο στο πακέτο για να μένω με την ψευδαίσθηση ότι δεν καταβρόχθισα όλο το περιεχόμενο αλλά άφηνα και κάτι για έναν πιθανό επισκέπτη. Το διάστημα όμως από την τελευταία υποτροπή ήταν μακρύ και η επιθυμία ανεξέλεγκτη.

Ο Τένεσι Γουΐλιαμς έλεγε ότι η επιθυμία είναι το αντίθετο του θανάτου. Εγώ πάλι γιατί με την επιθυμία, που προσποιείται απόλαυση, επιδιώκω το θάνατο; 27 σοκολατάκια δεν φέρνουν δυστυχώς το θάνατο, ίσως έναν επώδυνο στομαχικό τυμπανισμό ή στη χειρότερη μια βραχύβια διάρροια. Αλλά η απόλαυση σταματάει στο τρίτο σοκολατάκι, στο τρίτο τσιγάρο, στο τρίτο τσίπουρο. Μετά αρχίζει το κυνήγι της επανάληψης της αίσθησης που είχα στο πρώτο σοκολατάκι, στο πρώτο τσιγάρο, στο πρώτο τσίπουρο. Το αίσθημα μιας ανεπαίσθητης, ελαφριάς χαράς που κρατούσε ελάχιστα. Εγώ όμως ήθελα κι άλλο.

Τηρουμένων των αναλογιών, ο οργασμός κρατάει μερικά δευτερόλεπτα, γιατί ίσως η χαρά δεν αντέχεται περισσότερο και  γιατί το βέβαιο είναι, πως αν διαρκούσε περισσότερο, θα πρόεκυπταν καρδιοεγκεφαλικά επεισόδια. Η παράταση της απόλαυσης δεν είναι πια απόλαυση αλλά μετατρέπεται σε χρήση ουσίας. Και ο εθισμένος άνθρωπος μπορεί να μετατρέψει σε ουσία τα πιο αθώα πράγματα, όπως είναι ένα σοκολατάκι. Στην αρχή βέβαια, υπάρχει αυτή η χαρά της απόλαυσης. Η γεύση που ξεχειλίσει διάπλατα μέσα στο στόμα, τα δόντια σπάζουν το προστατευτικό κιγκλίδωμα σοκολάτας και από μέσα εκρήγνυνται φρουτένιες δροσιστικές βομβίδες με γεύση από μύρτιλα, βατόμουρα, φράουλες, κεράσια. Για δευτερόλεπτα γίνομαι ο πιτσιρικάς που κλέβω τις μαργαρίτες από σοκολάτα γάλακτος. Απλώνω το χέρι στο  κρυστάλλινο μπολ που βρίσκεται, δήθεν καλά κρυμμένο στον μπουφέ, αλλά την ίδια στιγμή με συλλαμβάνει η αμείλικτη γιαγιά μου. Η ανάμνηση σταματάει αλλά ταυτόχρονα με κάνει να νοιώθω για δευτερόλεπτα ευτυχισμένος. Να νοιώθω. Να νοιώθω; Θέλω κι άλλο σοκολατάκι, κι άλλο τσιγάρο, κι άλλο τσίπουρο. Δεν θέλω να νοιώθω. Πονάω. Από ένα σοκολάτακι; Έλεος! Προτιμώτονπαροδικόθάνατομετημορφήελαφριάςγαστρεντερίτιδας. “In sobriety, the good news is you get your feelings back, the bad news is you get your feelings back”…. Και στο κάτω κάτω τι να τα κάνω τόσα συναισθήματα; Φύγετε, μακριά από εδώ. Είμαι αλλεργικός στα συναισθήματα. Γρήγορα να καταπιώ ένα σοκολατάκι. Το πολυγωνικό με την τριπλή μους από σοκολάτα γάλακτος, λευκή και μπίτερ.

Η αδελφή μου σταματάει στο ένα τσιγάρο και μένω άναυδος. Την κοιτάζω φθονερά και καχύποπτα. Η επιτομή του μέτρου. Πίνει δύο ποτήρια μοσχοφίλερο, κατεβάζει τρεις, άντε τέσσερεις, τζούρες από ένα τσιγάρο και τρώει δύο κουταλιές μους σοκολάτα. Όχι όποια κι όποια μους. Τη μους του Φάμπιο, με σοκολάτα Valrhona περιεκτικότητας 86% σε κακάο, θρυμματισμένα μπισκοτάκια όρεο μαζί με κομματάκια μπράουνις που βρίσκονται όχι μόνο στην επιφάνεια του μπολ με τη μους, αλλά και ανακατεμένα μέσα στην ενδοχώρα του γλυκίσματος. Και η Έλλη τρώει δύο μονάχα κουταλάκια. «Εξαιρετική, μπράβο Φάμπιο» λέει και αφήνει παγερά αδιάφορα το κουταλάκι στο τραπέζι. Ο φθόνος δεν έχει φύγει από τα μάτια μου. «Δεν είναι δυνατόν αυτό. Θυμήσου γρήγορα. Την αδελφή σου την ξέρεις σαν την τσέπη σου. Θυμήσου. Μα ναι! Φυσικά!»  και αφού θυμήθηκα: «Αλήθεια Ελλάκι, ο τελευταίος λογαριασμός της Wind πόσο σου ήρθε;» Δεν ήθελα με τίποτα να την αφήσω ν’ απολαύσει τις δύο και μόνο κουταλίτσες μους. Θύμισα στην αδελφή μου τη δική της εξάρτηση, στο να μιλάει ασταμάτητα στο τηλέφωνο ακόμη και όταν οι τροχονόμοι της έδιναν τη μία κλήση μετά την άλλη επειδή οδηγούσε και μιλούσε, ακόμη και όταν οι λογαριασμοί ξέφευγαν από οποιοδήποτε λογικό ποσό χρήσης.  Γιατί η αδελφή μου είναι εξαρτημένη από το τηλέφωνο. Που αυτό πιθανώς να κρύβει άλλα θεματάκια, αλλά εδώ εγώ μπορώ να μιλάω μόνο για τις δικές μου εξαρτήσεις ή για όσους μου έχουν δώσει την άδεια ν α μιλήσω για τις δικές τους. Και η αδελφή μου δεν είναι μία από  αυτούς.

Όλοι έχουμε τις εξαρτήσεις μας. Οι περισσότεροι απλώς ξεφεύγουμε λιγότερο ή περισσότερο από το μέτρο. Γινόμαστε υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, ενίοτε βήχουμε ή καταλήγουμε φθισικοί, μεθάμε αλλά την επόμενη θα πάμε στο επαγγελματικό μας ραντεβού. Κάποιοι από εμάς όμως περνάμε την αόρατη γραμμή, και αρχίζουμε τους εμετούς, τα τρέμουλα, χάνουμε τις φωνητικές μας χορδές ή τον ένα πνεύμονα αλλά συνεχίζουμε να καπνίζουμε, παθαίνουμε εμφράγματα αλλά συνεχίζουμε να τρώμε μετά βουλιμίας το ένα παστίτσιο μετά το άλλο, μεθάμε γιατί δεν μας αντέχουμε νηφάλιους.

Κι όλα αυτά ξεκίνησαν από ένα μικρό σέξι σοκολατάκι. Το πιο φρέσκο ψέμα το είπα πριν δύο ώρες όταν έτρεξα να προλάβω να μην κλείσει το πιο κοντινό Leonidas, γιατί σιγά να μην χόρταινα με τα 27 τσουλάκια: «Αυτό το κουτάκι έχει εφτά σοκολάτες; Υπέροχα! Μία για κάθε μέρα!» Το είπα για να το ακούσω εγώ ή η πωλήτρια; Το κουτί της Ρουθ στέκεται παρατημένο σαν συλημένος τάφος. Ξετυλίγω το περιτύλιγμα από την τέταρτη σοκολάτα και σκέφτομαι πως είμαι ένας τυμβωρύχος που ορκίζεται «την επόμενη φορά θα επιλέξω τρέξιμο στον περιφερειακό του Λυκαβηττού και όχι binging (χρήση μέχρι τελικής πτώσης) με σοκολατάκια.» Αλλά ποιος είπε ότι οι λεγόμενες «υγιείς εξαρτήσεις» δεν καταλήγουν σε εθιστικές συμπεριφορές; «Τον χώρισε γιατί δεν άφηνε διοργάνωση μαραθωνίου που να μην δήλωνε συμμετοχή. Στο τέλος αναγκάστηκαν να τον διώξουν από τη δουλειά του. Που καιρός για οικογένεια…»

Κουράγιο, τα πρώτα 100 χρόνια είναι τα δυσκολότερα. Μάλλον τώρα με την αύξηση του προσδόκιμου ορίου, τα πρώτα 150…


Εικονογράφηση: Ιάσονας Δεληγιάννης- Φέτσης