Ο σολομός έχει γίνει απ’ τις πιο δημοφιλείς επιλογές στη νέα αστική κουζίνα μας τις τελευταίες δεκαετίες, για πολλούς λόγους που σίγουρα περιλαμβάνουν τις λέξεις ωφέλιμο, διαιτητικό, ελαφρύ, νόστιμο, οικονομικό, εύκολο και χωρίς κόκαλα.
Το θέμα με ένα υλικό, που εντάχθηκε απότομα στην καθημερινότητά μας, είναι ότι κατά βάση οι συνταγές που χρησιμοποιούμε, έχουν εισαχθεί σχεδόν αυτούσιες από μέρη όπου ο σολομός αποτελεί οικεία γεύση. Δεν το σχολιάζω ως κάτι κακό προς Θεού! Αντιθέτως, επισημαίνω ως ψυχρός παρατηρητής, ότι είμαστε ακόμη στην πρώτη φάση ένταξης του συγκεκριμένου υλικού στην καθημερινότητά μας, χωρίς ακόμη να το έχουμε πλήρως αφομοιώσει.
Γιατί αν το είχαμε αφομοιώσει, αισθάνομαι ότι θα είχαν αναδειχθεί δημοφιλείς συνταγές που θα αντιμετώπιζαν τον σολομό ως μέρος της ελληνικής γαστρονομικής κουλτούρας, χρησιμοποιώντας οικεία μεσογειακά υλικά, με έμφαση στις ξεκάθαρες και αρμονικές εντάσεις που χαρακτηρίζουν την κουζίνα μας, τιμώντας παράλληλα τον γευστικό χαρακτήρα του σολομού. Εννοώ όπως έγινε πριν πολλά χρόνια ο “ξενόφερτος” παστός μπακαλιάρος, εμβληματικό πιάτο της κουζίνας μας, ως τηγανητός σε κουρκούτι με σκορδαλία.
Σκέφτηκα λοιπόν να βάλω ως πρόκληση στον εαυτό μου να βρω μια συνταγή που θα είχε τα όλα χαρακτηριστικά για να εντάξει δυνητικά τον σολομό με ομαλό τρόπο στην Ελληνική κουζίνα. Άρα, απλές οικείες γεύσεις με εντάσεις, χρώμα και κέφι στην εμφάνιση, με στόχο την ανάδειξη της πρώτης ύλης μέσα από προεσεκτικούς συνδυασμούς και γνωστές τεχνικές και φόρμες. Και όλα αυτά, εύκολα και με τα ελάχιστα δυνατά υλικά!
Η ανάλυση ξεκίνησε απ’ την φύση της πρώτης ύλης και εστιάστηκε στο ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον σολομό, είναι μια ιδιότυπη, οριακά ευχάριστη γλυκιά λιπαρότητα.
Έτσι, διεθνώς, όλη η πρόκληση μαγειρικά είναι αφενός πως θα “κόψεις” ή θα την “μετριάσεις” την λιπαρότητα με κάτι που θα έχει το θράσος να την κοντράρει ώστε το τελικό πιάτο να είναι ισορροπημένο. Ταυτόχρονα πως θα την συνδυάσεις με κάτι φίνο και παρεμφερές γευστικά, που θα συμπληρώσει διακριτικά την μεστή του γλυκύτητα.