Τι είναι η σαλάτα του γιαλού;

06 Σεπτεμβρίου 2019
Θάλεια Τσιχλάκη
Η Θάλεια Τσιχλάκη μας "γνωρίζει" μια διαφορετική σαλάτα.

Οι Αθηναίοι θα πρέπει να την πρωτοδοκίμασαν γύρω στο 2004, τον πρώτο ή τον δεύτερο χρόνο λειτουργίας του εστιατορίου Milos, τότε που ο πρωτοπόρος εστιάτορας, Κώστας Σπηλιάδης, θέλησε να εμπλουτίσει τον κατάλογό του, εντάσσοντας όλες τις άγνωστες μέχρι τότε για το ευρύ κοινό νοστιμιές των ελληνικών θαλασσών.

Γεύση take it or leave it

Από όσους το δοκίμαζαν τότε για πρώτη φορά, άλλοι σοκάρονταν κι άλλοι μαγεύονταν από την έντονα ιωδιούχα, αλλά και εξ ίσου έντονα ξιδάτη γεύση του. Βλέπετε, αυτό το άλλοτε κιτρινο-χρυσαφί κι άλλοτε καφε-κόκκινο (σχεδόν ακαζού), σγουρό φύκι, που ευδοκιμεί στη δυτική Κρήτη στην Αθήνα ερχόταν πάντα έτοιμο κι αισθητά τουρσεμένο, με δυνατό κρητικό ξίδι, που δεν έχει σχέση με αυτά του εμπορίου.

Το βρώσιμο φύκι της δυτικής Κρήτης

Το επιστημονικό του όνομα είναι «Μακροφύκος η πολυσιφωνία» (Polysiphonia algae) και ανήκει στα Ροδόφυτα (Rhodophytes) ή και Ροδοφύκη (Red algae) όμως στην Κρήτη ονομάζεται απλά «σαλάτα του γιαλού» επειδή συλλέγεται στα ρηχά, σε μικρό βάθος, όχι πάνω από ένα μέτρο, με το χέρι ή με ένα κουτάλι, κατά κύριο λόγο μόλις κοπάσουν οι βοριάδες, που μαίνονται στους βιότοπους του. Το μαζεύουν τους ανοιξιάτικους μήνες, από Φεβρουάριο - Μάρτιο, που αρχίζει να μεγαλώνει μέχρι τα μέσα Απρίλη, το πολύ, γιατί αργότερα, αν δεν το βρέχει το κύμα, το καίει ο ήλιος) και ίσως μια δεύτερη φορά το φθινόπωρο. Μεγαλώνει εκεί όπου τα νερά είναι πολύ καθαρά, στα βράχια της ακτής, πάνω στους υφάλους, στη δυτική ακτογραμμή της Κισσάμου και συγκεκριμένα από το βορρά, τη νήσο Γραμβούσα και τη χερσόνησο της Γραμβούσας μέχρι το νότο, στις ακτές των χωριών Λιβάδια, Σφηνάρι, μονή Χρυσοσκαλίτισσας, Ιναχώρι και Ελαφονήσι, καθώς, σε πιο περιορισμένους πληθυσμούς, και στη νήσο Γαύδο και στην περιοχή του Μπαλί, στις βόρειες ακτές του Ρέθυμνου. 

Όταν το μαζέψουν το ξεπλένουν καλά σε λεκάνες με θαλασσινό νερό, που αλλάζουν αρκετές φορές. Έπειτα το αφήνουν για μερικές ώρες στο ξίδι μέχρι να μαλακώσει κάπως. Στη συνέχεια το διατηρούν σε γυάλινα βάζα με ελαιόλαδο και ξίδι. Ως σαλάτα σερβίρεται ως έχει ή με λίγο επιπλέον ελαιόλαδο. Μερικοί βάζουν και λίγη ρίγανη. Κυρίως το καταναλώνουν ως έχει, δίπλα σε ψητά, παστά ή και ωμά ψάρια.  Συνηθίζεται όμως να το χρησιμοποιούν στο ζωμό της κακαβιάς και σε πατατοσαλάτες. Παλιότερα συνήθιζαν να το μαγειρεύουν, κατευθείαν όπως το μάζευαν προσθέτοντας το σε κάποιο θαλασσινό γιαχνί. Πρώτα έριχναν στην κατσαρόλα ό,τι είχαν μαζέψει από τα βράχια∙ τις πεταλίδες, τα διάφορα σαλιγκαράκια της θάλασσας, τα κοχυλάκια και τα καβούρια, πρόσθεταν ελαιόλαδο, πατάτες και κρεμμύδια. Όταν είχαν, έριχναν στην κατσαρόλα και καμιά ντομάτα. Καμιά δεκαριά λεπτά πριν τελειώσει το μαγείρεμα – για να μη λιώσει – πρόσθεταν και το κόκκινο αυτό φύκι στο φαγητό, ωμό.

Σήμερα, πέρα από τις ψαροταβέρνες της περιοχής, μπορεί να το βρει κανείς σε συσκευασμένο βαζάκια στην αγορά των Χανίων και σε ψαράδικα στο Καστέλι. Ως τουρσί διατηρείται άνετα 4-5 μήνες στο ψυγείο.

Δυστυχώς, επειδή είναι τόσο εύγευστο κι επειδή σήμερα πια έχει αυξηθεί η ζήτηση του και εκτός Κρήτης, οι πληθυσμοί του ολοένα και μειώνονται και κινδυνεύει με πλήρη εξαφάνιση.