Μύκονος 2016

12 Ιουλίου 2016
Εύη Φέτση
Μύκονος Ζαννής Φραντζέσκος Τάσος και Νικόλας Ιωαννίδης Belvedere Nammos Matsuhisa
Έχουν περάσει πια επτά χρόνια από την μέρα που κλείδωσα την πόρτα του σπιτιού που νοικιάζαμε στον Άγιο Βασίλειο έχοντας αποφασίσει να μην επιστρέψω ξανά.

Η κρίση είχε μόλις ξεκινήσει και εμείς που δουλεύαμε στα ΜΜΕ ήμασταν από τους πρώτους που καταλάβαμε τι επρόκειτο να συμβεί. Σε επαγγελματικό επίπεδο. Γιατί σε προσωπικό, το νησάκι είχε αρχίσει να χάνει την γοητεία του από καιρό. Η αγαπημένη μας παραλία είχε γίνει πια more than overcrowded, οι τιμές είχαν πιάσει ταβάνι, ο κόσμος είχε αρχίσει να αλλάζει. Κυρίως όμως, είχαμε αρχίσει να αλλάζουμε εμείς.

Στην πορεία ήρθαν τα ύστερα του κόσμου. Δουλειές που χάθηκαν, περιοδικά που έκλεισαν, πρώτη φορά Αριστερά, capital controls, Brexit. Η ζωή μας άλλαξε δραματικά, όμως να που μαζί με τα άσχημα και τα δύσκολα ήρθαν και ευκαιρίες, άνοιξαν πόρτες, και εμείς, φτιάξαμε το FnL.


Και να ‘μαι λοιπόν, Τρίτη πρωί μια επταετία μετά να κοιτάζω από το παράθυρο του αεροπλάνου το νησάκι που κάποτε ήταν σπίτι μου. Δεν θα σας κρύψω ούτε το καρδιοχτύπι μου ούτε αυτό το γλυκόπικρο αίσθημα που νοιώθεις όταν επιστρέφεις πίσω, σε ένα μέρος όπου έζησες μια ολόκληρη ζωή. Μια όμορφη και ανέμελη ζωή. Ούτε το αυθόρμητο χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο μου όταν η πρώτη ριπή του αέρα ανακάτεψε τα μαλλιά μου. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Κι ας έχουν περάσει σχεδόν 2.500. Από το αεροδρόμιο μέχρι το Belvedere που μας φιλοξένησε, χαζεύω την διαδρομή μαγεμένη, προσπαθώντας να ανακαλύψω διαφορές. Δεν βρίσκω καμιά. Όλα ίδια, έτσι όπως τα άφησα. Καινούρια κτήρια έχουν ξεφυτρώσει, μικρά εμπορικά κέντρα που φιλοξενούν ακόμα περισσότερα μαγαζιά, ξενοδοχεία, όμως το feeling είναι ίδιο, όπως και η ομορφιά της Μυκόνου που δεν αλλάζει και δεν θα αλλάξει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αυτό το στεγνό λευκό τοπίο που είναι γεμάτο όμως με μια ενέργεια που την καταλαβαίνεις με το που θα πατήσεις το πόδι σου στο νησί, και για όσους την αγαπάμε από απόσταση ή όχι, αυτό το deja vu που γυρίζει τον χρόνο πίσω και ανακατεύει γλυκά τις αναμνήσεις από καλοκαίρια και χειμώνες που μας έχτισαν και μας έκαναν κάτι από αυτό που είμαστε.

Τις επόμενες δυο μέρες γύρισα όσο μπορούσα περισσότερο. Πήρα μια γερή γεύση από την Μύκονο του σήμερα, είδα παλιούς φίλους και αγαπημένους ανθρώπους, κολύμπησα σε υπέροχα γαλάζια νερά, μίλησα με κόσμο, πήγα σε καινούρια μαγαζιά αλλά και σε παλιά μας στέκια και προσπάθησα να παρατηρήσω όσο πιο αντικειμενικά γίνεται το νησί με τα μάτια του ανθρώπου που το έχει ζήσει για τέσσερις δεκαετίες στα καλύτερα αλλά και τα χειρότερα του.


Δεν είμαι από εκείνους που φοβούνται τις αλλαγές. Ίσα ίσα που τις θεωρώ αναγκαίες για να ανανεώνεται η ζωή και η πορεία μας, και απαραίτητες για να κρατιόμαστε στον αφρό αντί να βυθιζόμαστε στην ρουτίνα και την συνήθεια. Ειδικά η Μύκονος, έχει αποδείξει με τα χρόνια πως έχει την ιδιότητα να προσαρμόζεται στους καιρούς και τις μόδες, να απορροφά τις τάσεις και τις κουλτούρες, και να νικάει κατά κράτος τον χρόνο παραμένοντας πάντα νέα και πάντα λαμπερή. Ακούγοντας από παιδάκι τις ιστορίες του κύριου Ζάχου Χατζηφωτίου και των γονιών μου, και έχοντας ζήσει το νησί σε τέσσερις διαφορετικές δεκαετίες, το έχω δει να συμβαίνει αυτό που γράφω. Την έχω δει την αλλαγή όπως έχω δει και την ανάσταση, κάθε φορά που κάποιοι θεωρούσαν πως η Μύκονος έχει πεθάνει.

Έτσι, πιστεύω πως το νησί ζει μια φάση που δεν είναι από τις καλύτερες του μεν, αλλά που θα περάσει και θα ισορροπήσει πάλι εκεί που πρέπει, όπως πρέπει. Και εξηγώ. Η Μύκονος σήμερα βασίζεται σχεδόν τελείως στον ξένο τουρισμό. Τους  grand Άραβες, Τούρκους, Αμερικάνους αλλά και Ευρωπαίους που δίνουν την δυνατότητα στα μαγαζιά να πουλάνε προϊόν και σέρβις σε τιμές απαγορευτικές για τον «κανονικό» κόσμο. Και για την πλειοψηφία των Ελλήνων φυσικά. Fair enough όταν μιλάμε για ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά, στο κάτω κάτω της γραφής όταν έχεις επενδύσει τα χρήματα σου σε ένα μαγαζί, αν μπορείς να βρίσκεις κόσμο να αγοράζει αυτό που πουλάς όσο πιο ακριβά γίνεται θα είσαι βλάκας να μην το κάνεις. That been said, η δική μου ένσταση έχει να κάνει με το τι θέλουν τελικά να αγοράσουν αυτοί οι πάμπλουτοι -κυρίως Άραβες- που κατακλύζουν τα μαγαζιά και τις παραλίες. Πιστεύω πως αν ήθελαν να ακούνε όλη μέρα αμανέδες και να καπνίζουν ναργιλέδες μεταξύ τους, θα έμεναν σπίτι τους. Αυτό που υπήρξε πάντα το μεγάλο ατού της Μυκόνου ήταν η πολυσυλλεκτικότητα του κόσμου, το bohemian style της και ο τρόπος με τον οποίο συνυπήρχαν αρμονικά άνθρωποι με διαφορετικές κουλτούρες, διαφορετικές οικονομικές επιφάνειες και διαφορετικά γούστα. Και το αυθόρμητο πάρτι που στηνόταν σχεδόν παντού, από την παραλία μέχρι τα μπαρ και από το πρωί μέχρι το ξημέρωμα με βάση και κέντρο το ελληνικό κέφι. Πάντα.


Στην Μύκονο που είδα αυτές τις μέρες, το κέφι μοιάζει κάπως ψυχαναγκαστικό. Δυνατές μουσικές, κόσμος που χορεύει σαν να νοιώθει πως έτσι «πρέπει» να κάνει εδώ που ήρθε, μαγαζιά που θα μπορούσαν να υπάρχουν οπουδήποτε αλλού στον κόσμο αλλά που τους λείπει το «μυκονιάτικο» στοιχείο, μπόλικο B crowd – B που έχει να κάνει με το class  και όχι με το χρήμα-  και γενικά μια τσίτα που εμένα προσωπικά με άγχωσε αντί να με χαλαρώσει. Κυρίως, μια υπερβολή στα πάντα. Από το σέρβις μέχρι τις τιμές, πεθύμησα να νοιώσω την ανεμελιά που είναι απαραίτητη στις διακοπές. Από το να παραγγείλω ένα παραπάνω μπουκάλι κρασί χωρίς να σκεφτώ αν θα τινάξει τον προϋπολογισμό μου στον αέρα, μέχρι να μιλήσω χωρίς να έχω πάνω από το κεφάλι μου μονίμως κάποιον, είτε κάθομαι σε τραπέζι εστιατορίου είτε είμαι ξαπλωμένη σε ένα sunbed στην παραλία. Ξέρω πως ο Ζαννής Φραντζέσκος στο Nammos έφτιαξε μια «σχολή» και πως κάθε χρόνο σηκώνει τον πήχη του μαγαζιού του ακόμα πιο ψηλά, όμως δεν έχει νόημα να γίνουν τα πάντα Nammos. Ούτε και είναι εφικτό άλλωστε.


Υπήρξε μια στιγμή στην Μύκονο, κάπου εκεί στις αρχές του 2000, που όλα ήταν σχεδόν τέλεια. Υπήρχε αυτή η ωραία ισορροπία ανάμεσα στην πολυτέλεια και στο hippy style, ανάμεσα στην grand διασκέδαση και το χύμα στο κύμα, ανάμεσα στους πλούσιους και διάσημους και τους «κανονικούς» ανθρώπους που συνυπήρχαν αρμονικά στα σοκάκια και τις παραλίες. Που και εκείνες, ήταν για όλα τα γούστα. Και με ξαπλώστρες ξύλινες, και με ξαπλώστρες πλαστικές και χωρίς ξαπλώστρες καθόλου, και με είσοδο, και ελεύθερες, και με σέρβις και χωρίς.  Ήταν τότε που η αλλαγή είχε αρχίσει να γίνεται, που πολλοί επιχειρηματίες είχαν αρχίσει να μπαίνουν στην λογική του καλύτερου service και της μεγαλύτερης εξειδίκευσης, χωρίς όμως αυτό να γίνεται μονόδρομος. Και μετά, ήρθαν οι μέλισσες…

αν λοιπόν ο τουρισμός είναι – ή μπορεί να γίνει- η βαριά βιομηχανία μας, πρέπει το προϊόν μας να είναι αυθεντικό και μοναδικό

Φυσικά ήταν η κρίση που αποτελείωσε τις ήδη χαλασμένες ισορροπίες μια που το ελληνικό στοιχείο αν όχι χάθηκε από το νησί, πάντως μειώθηκε δραματικά. Η φούσκα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της Μυκονιάτικης ελληνικής ελίτ και όταν έσκασε, ήρθαν τα πάνω κάτω. Περιουσίες χάθηκαν, σπίτια μένουν ακόμα κλειστά, και αυτό το ρήγμα στην κοινωνία που χώρισε τους ανθρώπους σε κακούς πλούσιους και καλούς φτωχούς έκανε και πολλούς από εκείνους που μπορούσαν να συνεχίσουν να κάνουν διακοπές στην Μύκονο να το αποφεύγουν, για λόγους επικοινωνιακούς. Οπότε ήταν λογικό και επόμενο οι επιχειρηματίες να στραφούν προς τους ξένους. Μόνο που, όσο κι αν εμείς την θεωρούμε «διεθνή», η Μύκονος παραμένει μια τοπική αγορά που δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά και μόνο σε εισερχόμενο τουρισμό. Απόδειξη πως φέτος που το Ραμαζάνι έπεσε Ιούνιο, το νησί  μετράει για τον συγκεκριμένο μήνα 30% πτώση στα νούμερα του και αυτό, αν θέλετε την γνώμη μου, δεν είναι απλά ενδεικτικό του πόσο λάθος είναι το υπάρχον σύστημα, είναι ταυτόχρονα και εντελώς αλλόκοτο. Και πρέπει να διορθωθεί άμεσα, και για να διορθωθεί πρέπει η αγορά να αντιληφθεί πως χωρίς τους Έλληνες μακροπρόθεσμα απλά δεν θα επιβιώσει.

Κάποτε κάποιος έγραψε πως η Μύκονος θα καταλήξει ένα λούνα παρκ για πολύ πλούσιους ανθρώπους από όλον τον κόσμο. Ελπίζω πως το ανέφερε σαν φρικτό σενάριο και όχι σαν κάτι θετικό. Κυρίως γιατί σαν λαός έχουμε μέσα μας ριζωμένο το στοιχείο της υπερβολής και ότι κάνουμε το κάνουμε μέχρι να το αποτελειώσουμε. Στην καλοσύνη ή στην μιζέρια. Και αν λοιπόν ο τουρισμός είναι – ή μπορεί να γίνει- η βαριά βιομηχανία μας, πρέπει το προϊόν μας να είναι αυθεντικό και μοναδικό. Δικό μας. Όχι μια κακή κόπια από κάτι που είδαμε στο St Tropez, στο Dubai ή στα Galapagos, ούτε μια ψυχαναγκαστική αναπαραγωγή ενός πάρτι που είναι πια irrelevant από καιρό. Και εμείς, σαν Έλληνες, πρέπει να δώσουμε τον τόνο με τον τρόπο που ξέρουμε. Την φιλοξενία, τα προϊόντα, την κουλτούρα και τον χαρακτήρα μας, απλά ιδωμένα από μια πιο διεθνή σκοπιά και αμπαλαρισμένα σε ένα πιο σύγχρονο περιτύλιγμα. Το λένε marketing αυτό, χρόνια τώρα, και σε μια άλλη χώρα το ίδιο το κράτος θα φρόντιζε να δίνει την κατεύθυνση και να διασφαλίζει το αποτέλεσμα. Εδώ, στην ταλαίπωρη Ελλαδίτσα, το βάρος πέφτει στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Και τα αποτελέσματα είναι ανάμικτα. Δυστυχώς.


Κλείνοντας ένα κομμάτι που σκέφτηκα πολύ πως θα το γράψω, και επειδή δεν θέλω να είμαι άλλη μια γκρινιάρα κυριούλα που παραπονιέται για τα χαμένα νιάτα της, θα πω το αυτονόητο. Πως αυτή είναι η προσωπική μου γνώμη για ένα νησί που το αγαπώ πολύ no matter what και για το οποίο έχω γράψει σχεδόν τόμους, και πως η Μύκονος παραμένει πάντα ένας παράδεισος. Με όλα αυτά τα κλισέ που όμως είναι η απόλυτη αλήθεια, τις παραλίες με την σιμιγδαλένια άμμο και τα τυρκουάζ νερά, την πανέμορφη Χώρα, την Δήλο σε απόσταση αναπνοής να στέλνει την μοναδική ενέργεια της, τους αέρηδες να σου παίρνουν τα μυαλά, τους ντόπιους που έχουν μέσα στο DNA τους την προσαρμοστικότητα σε κάθε αντίξοη συνθήκη, όλους εκείνους τους υπέροχους ανθρώπους από όλον τον κόσμο που την λάτρεψαν και την έκαναν σπίτι τους, τα μοναδικά της προϊόντα, και το πιο υπέροχο φως που την λούζει και την κάνει να λάμπει σαν αληθινή σταρ. Και είμαι σίγουρη πως για μια ακόμα φορά, με την βοήθεια όλων εκείνων των επιχειρηματιών αλλά και παραγόντων που νοιάζονται και για τον ίδιο τον τόπο και όχι μόνο για το κέρδος τους,  θα βρει τον τρόπο να επανεφεύρει την εικόνα της, να ξαναβρεί την ισορροπία που τόσο της χρειάζεται και μαζί να τραβήξει πίσω στην εθιστική αγκαλιά της όλοι εκείνους που σήμερα, από ανάγκη ή από επιλογή παραμένουν μακριά της. Μαζί κι εμένα. Που φεύγοντας την Πέμπτη το βράδυ δεν είπα από μέσα μου αντίο, αλλά “until next time”…


Υ.Γ. Θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου τους Τάσο και Νικόλα Ιωαννίδη και την Ιλεάνα Ισμυρίδη για την πρόσκληση. Και την  Φαίη που με ξεσήκωσε, όπως πάντα. Αν δεν ήταν εκείνοι – που πρώτα και πάνω απ΄όλα είναι πολυαγαπημένοι φίλοι- δεν θα είχα πάρει την απόφαση να επιστρέψω στην Μύκονο ούτε για δυο μέρες. Και χάρηκα που το έκανα τελικά. Όχι μόνο γιατί ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία, αλλά γιατί είχα και την ευκαιρία να περάσω δυο μέρες στο Belvedere – που ως «μόνιμη» κάτοικος και με δικό μου σπίτι τόσα χρόνια το επισκεπτόμουν μόνο ως πελάτισσα στο Matsuhisa- και να ζήσω από πρώτο χέρι αυτό που για μένα είναι case study για το πως θα έπρεπε να είναι τα πάντα στο νησί. Και για το πως μπορείς να αλλάζεις διαρκώς προς το καλύτερο και να τελειοποιείς το προϊόν σου χωρίς όμως να το κάνεις να χάνει τον χαρακτήρα, την μοναδικότητα και κυρίως, το class του.