Letter from Πάρος

12 Σεπτεμβρίου 2023
Πάνος Δεληγιάννης
Εντυπώσεις και σκέψεις του Πάνου Δεληγιάννη μετά από μια εβδομάδα στην Πάρο, πολλές δοκιμές και ακόμη περισσότερες συζητήσεις.

Είχα πολλά χρόνια να πάω στην Πάρο μια και παλιότερα υπήρξα φανατικός της Μυκόνου και δεν μου έλεγε πολλά πράγματα ένα νησί που αισθανόμουν -δικαίως ή αδίκως- ότι βασικός του στόχος είναι να γίνει «Μύκονος». Την τελευταία δεκαετία όμως η Μύκονος έχει τραβήξει έναν άλλο δρόμο (έως ώρας τουλάχιστον) που την απομακρύνει από τους Έλληνες, οπότε η Πάρος είναι από τα νησιά εκείνα που όντως γεμίζουν το κενό και η δημοτικότητά της -και ανάμεσα στους Έλληνες- ανεβαίνει διαρκώς.

Τα τελευταία χρόνια έχουν ανοίξει αρκετά πεντάστερα, πραγματικά αξιόλογα ξενοδοχεία (εμείς μείναμε φέτος στο Avant Mar και το Parocks, πολύ καλά και τα δύο, στο είδος του το καθένα) ενώ αυτό το καλοκαίρι έγινε και το πρώτο «επίσημο» βήμα προς το να γίνει η Πάρος «Μύκονος Νο 2» καθώς άνοιξε εδώ -με τη γνωστή και αναμενόμενη αρτιότητα που μας έχει συνηθίσει- το Matsuhisa Paros (φωτό κάτω), το πρώτο διεθνές brand στο νησί (που θυμίζω ότι ήταν και το πρώτο στην Μύκονο πριν από 20 χρόνια ακριβώς).


Και ενώ η Πάρος -με μαγαζιά που συνδυάζουν φαγητό και fun, όπως το διάσημο Barbarossa (φωτό παρουσίασης άρθρου) ή το δημοφιλές Siparos, αλλά και πολυτελή ξενοδοχειακά εστιατόρια όπως το σταθερά κορυφαίο Galazia Hytra- θυμίζει αρκετά Μύκονο των late 90s-early 00s, έχει και ακόμη πιο ουσιαστικές διαφορές. Η σημαντικότερη -για το δικό μας αντικείμενο- είναι ότι η Πάρος έχει αρκετά χωριά που κρατούν χαρακτήρα και παραδόσεις, έτσι διαθέτει και κάποιες ενδιαφέρουσες ταβέρνες οπότε το να φας «κανονικό», παραδοσιακό φαγητό εδώ δεν αποτελεί ένα από τα περίφημα «σύντομα ανέκδοτα» όπως στην περίπτωση της Μυκόνου. Αφήστε που διαθέτει και την οικογένεια Τσαχπίνη, οπότε και η υπόθεση φρέσκο ψάρι και ποιοτική θαλασσινή κουζίνα διαθέτει δυνατές προτάσεις! Τα τέσσερα αδέλφια έχουν μοιραστεί σε τρία εντελώς διαφορετικά μαγαζιά που όλα τους διαθέτουν καλή θαλασσινή κουζίνα. Οι δυο κρατούν το παραδοσιακό, ομώνυμο ουζερί της οικογένειας. Ο Μάριος έχει ανοίξει το πολύ καλό Mario Restaurant & Farm, που φέτος μετακόμισε στα Λιβάδια πλάι στην Παροικιά, αφήνοντας το μαγικό πόστο στο λιμανάκι της Νάουσας που πλέον δεν μπορούσε να τον εξυπηρετήσει από χώρο και υποδομές. Αποτέλεσμα; Ένα μεγάλο, όμορφο μαγαζί πάνω στη θάλασσα με άψογες εγκαταστάσεις και γευστικότατα θαλασσινά πιάτα με καλοζυγισμένη δημιουργικότητα. Τέλος, ο μεγάλος αδελφός, ο Γιάννης, έχει ανοίξει το Blue Oyster στον Αμπελά που πλέον έχει βρει απολύτως τον βηματισμό του και αυτή την στιγμή -χάρη στην εξαιρετική πρώτη ύλη, την άρτια τεχνική και την ποικιλία- είναι, κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη πρόταση για φαγητό στο νησί! Δεν είναι όμως μόνο η οικογένεια Τσαχπίνη. Φέτος, στον Αμπελά, το πολύπαθο Aspro (κλπ) έγινε SeaRocks με τον πολύ καλό σεφ Γιάννη Παρίκο να το αναλαμβάνει και συμμετέχει και κατά 40% σε αυτό επιχειρηματικά. Αποτέλεσμα; Ένα πραγματικά καλό και ενδιαφέρον παραλιακό εστιατόριο με πολύ καλά πιάτα και βαθιά νόστιμες προτάσεις από τον ξυλόφουρνο. Ιδίων συμφερόντων και το διπλανό «Κέδρος» που άνοιξε και αυτό φέτος και σερβίρει καλό παραδοσιακό φαγητό (με ένα ελάχιστο twist σε κάποιες περιπτώσεις όπως το τζίντζερ στη ρεβιθάδα) κάτω από τρεις κέδρους 500 ετών! Μια άλλη πολύ ωραία πρόταση για παραδοσιακή ελληνική κουζίνα που άνοιξε πρόσφατα και συζητήθηκε -δικαίως- πολύ είναι το Santa Pacu στο ορεινό χωρίο Κώστος. Υπέροχη θέα, ηλιοβασίλεμα και πραγματικά καλοφτιαγμένο και νόστιμο φαγητό.

Κατά τα άλλα θα συναντήσουμε και εδώ γνωστούς σεφ να επιμελούνται εστιατόρια ξενοδοχείων όπως ο Γκίκας Ξενάκης το Rada, o Γιάννης Κιόρογλου το Parostia και ο Αλέξανδρος Τσιοτίνης το Olvo. Αναμφίβολα πρόκειται για αξιόλογες προσπάθειες που αναβαθμίζουν το προϊόν του κάθε ξενοδοχείου, δημιουργούν «κλίμα» στη γαστρονομική σκηνή του νησιού, αλλά λίγο αφορούν στην πραγματικότητα όσους δεν μένουν στα εν λόγω ξενοδοχεία ή αναζητούν την μοναδικότητα στον κάθε τόπο που επισκέπτονται. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το ζητούμενο ειδικά στις αναπτυγμένες Κυκλάδες: η διατήρηση (ανάκτηση στην περίπτωση της Μυκόνου) της ταυτότητας τους και η μοναδικότητα της εμπειρίας.